[{{mminutes}}:{{sseconds}}] X
Пользователь приглашает вас присоединиться к открытой игре игре с друзьями .
Обычный греческий
(6)       Используют 37 человек

Комментарии

Phemmer 19 сентября 2021
carmero,
скорее всего ты пытаешься набрать большую букву ипсилон с ударением (выглядит так: Ύ).
Набирается стандартно: диакритическая клавиша ударения, затем: shift + клавиша υ
carmero 19 сентября 2021
Скажите, пожалуйста, а что за сочетание символов 'Y, которое никак не хочет набираться? Или опять windows 10 виновата?..
Мультилингва 7 августа 2021
Словарь включён в программу мероприятия [08.08.21 - 29.09.21] Мультилингва МЕГА 3.
Мультилингва 7 августа 2018
Словарь включён в программу мероприятия [18.07.18 - 07.09.18] Мультилингва МЕГА 2.
Написать тут
Описание:
Тексты длиной 270-300 символов.
Автор:
Велимира
Создан:
23 января 2016 в 14:28 (текущая версия от 4 июня 2020 в 09:38)
Публичный:
Нет
Тип словаря:
Тексты
Цельные тексты, разделяемые пустой строкой (единственный текст на словарь также допускается).
Информация:
Нарезку отрывков выполнил Phemmer.
Содержание:
1 Κάθε φορά που περνούσε από κει, ένιωθε ένα φόβο άρρωστο, που τον έκανε να ντρέπεται και να ζαρώνει τα φρύδια του. Χρωστούσε κάμποσα λεφτά στη σπιτονοικοκυρά του και φοβότανε μήπως βρεθεί μύτη με μύτη μαζί της. Όχι πως ήτανε φοβητσιάρης. Ούτε κι ένιωθε πως γονάτισε - ίσα-ίσα μάλιστα.
2 Το να τον σταματά όμως στο κεφαλόσκαλο, ν' ακούει τη συνηθισμένη της φλυαρία για πράγματα που δεν τον ενδιέφεραν, να του ξαναθυμίζει μ' επιμονή πως πρέπει να πληρώνει το νοίκι και να βρίσκεται στην ανάγκη να καταφεύγει σε διάφορες δικαιολογίες, να της ζητά συγνώμη, να της λέει ψέματα.
3 Αυτό πια πρέπει να το πάρουμε σαν αξίωμα, θα 'θελα να ξέρω, τί είναι εκείνο που φοβούνται πιο πολύ οι άνθρωποι. Το να κάνουν ένα βήμα προς τα μπρος, να πούνε δυο λόγια για το πιστεύω τους - αυτό σίγουρα θα το φοβούνται πάνω απ' όλα. Εξ άλλου, μου φαίνεται πως φλυαρώ πολύ.
4 Και, ακριβώς, επειδή φλυαρώ δεν κάνω τίποτε, ή καλύτερα επειδή δεν έχω κάνει τίποτε φλυαρώ. Τον τελευταίο μήνα συνήθισα να φλυαρώ, γιατί ήμουνα αναγκασμένος να μένω ολόκληρες μέρες κλεισμένος στο καβούκι μου και να σκέφτομαι... να σκέφτομαι για όλα και για τίποτα. Για να ιδούμε.
5 Οι ανυπόφορες μυρουδιές απ' τις ταβέρνες, που αφθονούν σ' αυτό το μέρος, οι μεθυσμένοι που συναντά κανείς σε κάθε βήμα του, ακόμα και τις εργάσιμες ημέρες, συμπλήρωναν αυτόν τον θλιβερό και αποκρουστικό πίνακα. Μια αίσθηση αηδίας πέρασε σαν αστραπή στα λεπτά χαρακτηριστικά του νέου.
6 Καταλάβαινε τώρα πως σκοτείνιαζε κάπου-κάπου το μυαλό του και πως ένιωθε μεγάλη αδυναμία. Εδώ και δυο μέρες δεν είχε φάει τίποτα σχεδόν. Ήτανε τόσο άθλια ντυμένος, ώστε κάθε άλλος, όσο και να το 'χε συνηθίσει πια, θα ντρεπότανε να βγεί στο φως της ημέρας ντυμένος με τέτοια κουρέλια.
7 Η πλατεία της Σαναγοράς εκεί κοντά, τα ιδιόρρυθμα σπίτια και τα μαγαζιά που στιβάζονταν σ' εκείνους τους δρόμους και τα σοκάκια του κέντρου της Πετρούπολης, δημιουργούσανε μια τόσο παρδαλή εικόνα, με κάθε λογής σουλούπι, έτσι που κανένας πια δεν απορούσε για το ντύσιμο του άλλου.
8 Εκείνο τον καιρό, μάλιστα, δεν πίστευε πως μπορεί να γίνουνε πραγματικότητα κάτι τέτοια όνειρα. Ερεθιζότανε μονάχα απ' την τερατώδη αλλά γοητευτική παρατολμία τους. Από τότε, όμως, πέρασε ένας μήνας κι άρχισε να βλέπει τα γεγονότα από μια άλλη οπτική γωνία, διαφορετική.
9 Η γριά στεκότανε μπροστά του, αμίλητη, και τον κοίταζε ερωτηματικά. Ήτανε μια γριούλα κοντή και ξερακιανή, καμμιά εξηνταριά χρονών, με μάτια διαπεραστικά, αγριωπά στην έκφραση, και με μια μύτη κοντή και σουβλερή. Το κεφάλι της ήτανε ξεσκέπαστο και τα γκριζωπά μαλλιά της γυάλιζαν απ' το πολύ λάδι.
10 Φαίνεται πως ο νέος την κοίταζε πολύ παράξενα, γιατί στα μάτια της παρουσιάστηκε ξαφνικά η ίδια εκείνη έκφραση δυσπιστίας. "Φοιτητής Ρασκόλνικωφ, ήρθα στο σπίτι σας πριν από ένα μήνα", βιάστηκε να ψιθυρίσει ο νέος, κάνοντας μια μικρή υπόκλιση, θυμήθηκε πως έπρεπε να της φερθεί ευγενικά.
11 Η κάμαρα όπου τον έμπασε ήτανε μικρή και ταπετσαρισμένη με κίτρινο χαρτόνι. Στα παράθυρα υπήρχαν γεράνια και μεταξωτές κουρτίνες. Εκείνη την ώρα ο ήλιος που βασίλευε πλημμύριζε το δωμάτιο με άπλετο φως. "Έτσι θα λάμπει, σίγουρα, ο ήλιος και εκεί", είπε άθελα από μέσα του ο Ρασκόλνικωφ.
12 Αυτή ήτανε όλη κι όλη η επίπλωση. Σε μια γωνιά, μπροστά σε μια μικρή εικόνα, έκαιγε ένα καντήλι. Παντού βασίλευε απόλυτη καθαριότητα. Τα έπιπλα και το πάτωμα ήτανε περασμένα με κερί και γυάλιζαν. "Βλέπει κανείς πως έχει περάσει από εδώ η Ελισάβετ", σκέφθηκε ο Ρασκόλνικωφ.
13 Ένα ρούβλι και δέκα πέντε καπίκια θα πάρω τώρα". "Ακριβώς". Ο νέος δεν επέμεινε και πήρε τα λεφτά. Κοίταξε τη γριά και δεν βιαζότανε να φύγει. Φαινότανε σα να 'θελε να πει ή να κάνει κάτι ακόμα, αλλά ούτε και ο ίδιος έδειχνε να ξέρει τι ακριβώς ήτανε αυτό. "Αλιόνα Ιβάνοβνα.
14 Όχι, είναι μια βλακεία, ένας παραλογισμός, πρόσθεσε αποφασιστικά. Μα, στ' αλήθεια, λοιπόν, μου πέρασε απ' το μυαλό μια τόσο απαίσια ιδέα; Τί φρίκη που μπορεί να κλείνει η καρδιά μου μέσα της! Το χειρότερο απ' όλα είναι η βρωμιά. Είναι βρώμικη, σιχαμένη, αηδιαστική όλη αυτή η ιστορία.
15 Δεν έβρισκε πια ούτε λόγια ούτε επιφωνήματα, που να μπορούν να εκφράσουνε τα συναισθήματα που τον συγκλόνιζαν. Η απέραντη αηδία, που άρχισε να βασανίζει και να σφίγγει την ψυχή του, καθώς πήγαινε στη γριά, έπαιρνε τέτοια ένταση και τέτοια έκταση, που δεν ήξερε πια πώς θα γλύτωνε από την αγωνία της.
16 Καθώς περπατούσε, κοιτάζοντας τριγύρω, είδε πως βρισκότανε μπροστά σ' ένα καπηλειό. Η είσοδος ήτανε στο πεζοδρόμιο και υπήρχε μια στενή σκάλα που έβγαζε κάτω, στο υπόγειο. Τη στιγμή εκείνη έβγαιναν από μέσα δυο μεθυσμένοι, κρατώντας ο ένας τον άλλο, ενώ ταυτόχρονα βρίζονταν.
17 Ο Ρασκόλνικωφ, δίχως να το σκεφθεί καθόλου, κατέβηκε τα σκαλιά. Δεν είχε ποτέ του ξαναμπεί σε καπηλειό, τώρα όμως το κεφάλι του βούιζε. Εξ άλλου, ένιωθε να τον βασανίζει και μια δίψα φλογερή. Λαχταρούσε να πιεί δροσερή μπίρα, ωστόσο, απέδιδε αυτή την ξαφνική αδυναμία του στην πείνα.
18 Κάθισε σε μιαν άκρη, σκοτεινή και βρώμικη, κοντά σ' ένα τραπέζι λιγδιασμένο και παράγγειλε μπίρα. Ήπιε λαίμαργα το πρώτο ποτήρι. Ένιωσε αμέσως μεγάλο ξαλάφρωμα και οι σκέψεις του έγιναν καθαρότερες. "Όλα αυτά είναι βλακείες", είπε μέσα του, κι αναφτερώθηκαν οι ελπίδες του.
19 Εκτός από τους δυο μεθυσμένους, που είχε συναντήσει στη σκάλα, βγήκε ξωπίσω τους και κάποια παρέα από πέντε άντρες, που έσερναν μαζί τους και μια κοπέλλα, υπό τους ήχους ενός ακορντεόν. Όταν έφυγαν, απλώθηκε στην ταβέρνα ησυχία και ένιωθες πως υπήρχε μεγαλύτερη απλοχωριά.
20 Σ' όλες του τις εκρήξεις, ο σιωπηλός σύντροφος του, κρατούσε μια στάση εχθρική και δύσπιστη. Υπήρχε εκεί μέσα κι ένα άλλο άτομο ακόμα, που φαινότανε σα συνταξιούχος μικροϋπάλληλος. Καθότανε παράμερα, έπινε από καιρό σε καιρό με μικρές γουλιές, κι άφηνε το βλέμμα του να πλανιέται τριγύρω του.
21 Ταυτόχρονα ένιωθε μια πυρετώδη λαχτάρα να ξανασυνδεθεί με τους άλλους. Τούτος ο οδυνηρός μήνας, που τον πέρασε απομονωμένος μέσα σε μια νοσηρή υπερδιέγερση, τον κατέβαλε τόσο πολύ, ώστε αποζητούσε τώρα ν' αναπνεύσει σ' έναν καινούργιο κόσμο, οποιονδήποτε, έστω και για μια μόνο στιγμή.
22 Γι' αυτό μ' αληθινή ευχαρίστηση καθυστερούσε τώρα σε τούτο το βρωμομάγαζο, μ' όλη τη βρωμιά που είχε αυτό το περιβάλλον. Ο καταστηματάρχης βρισκότανε στο διπλανό δωμάτιο, παρουσιαζότανε όμως πολύ συχνά στην κύρια αίθουσα. Για να 'ρθει εδώ μέσα, έπρεπε να κατεβεί κάμποσα σκαλιά.
23 Φορούσε ένα σακάκι χωριάτικο, χωρίς μανίκια, γιλέκο μαύρο από σατέν, φοβερά λιγδιασμένο, χωρίς γραβάτα, κι όλο του το μούτρο γυάλιζε σα λαδωμένος συρτής. Πίσω απ' τον πάγκο, στεκότανε ένα παιδί που θα 'τανε δεκατεσσάρων χρονών. Ένα άλλο, μικρότερο, σερβίριζε τους πελάτες.
24 Τους άλλους, όμως, που βρίσκονταν στην ταβέρνα, όπως επίσης και τον ταβερνιάρη, ο υπάλληλος τους κοίταζε με το συνηθισμένο του τρόπο με κάποια πλήξη και μ' ένα είδος περιφρονητικής ακαταδεξίας, σαν ανθρώπους που βρίσκονται πολύ πιο κάτω απ' αυτόν, τόσο στην κοινωνική θέση, όσο και στη μόρφωση.
25 Ξυριζότανε σαν καλός δημόσιος υπάλληλος, αλλά, κατά πως φαίνεται, είχε ξυριστεί για τελευταία φορά πριν από πολύν καιρό, γιατί τα μάγουλα και το σαγόνι του ήτανε σκεπασμένα τώρα από γκρίζα και σκληρά γένια. Οι κινήσεις του και οι τρόποι του είχανε τη σφραγίδα της γραφειοκρατικής επισημότητας.
26 Παρ' όλη τη λαχτάρα που ένιωθε τώρα δα να βρει μια οποιαδήποτε παρέα, με την πρώτη κουβέντα που του είπε αυτός ο άγνωστος, ένιωσε και πάλι μέσα του εκείνη τη δυσάρεστη αίσθηση αποστροφής, που την ένιωθε πάντοτε, κάθε φορά που ένας ξένος πλησίαζε ή έκανε πως ήθελε να τον πλησιάσει.
27 Και, σα να 'θελε να παινέψει τα πνευματικά του χαρίσματα, έφερε το δάχτυλο στο μέτωπο του. "Υπήρξατε φοιτητής, ή μάλλον παρακολουθήσατε μερικά μαθήματα. Επιτρέψατε μου όμως...". Σηκώθηκε τρεκλίζοντας, πήρε το πιατελάκι και το ποτήρι του, κι ήρθε και κάθισε δίπλα στον Ρασκόλνικωφ.
28 Τον άνθρωπο, που πέφτει στην εξαθλίωση, δεν τον κυνηγάνε πια με το ραβδί, αλλά με τη σκούπα, για να γίνει το πράγμα ακόμη πιο ταπεινωτικό. Κι έχουν δίκιο, γιατί στην εξαθλίωση εμείς οι ίδιοι πρώτα-πρώτα είμαστε έτοιμοι ν' ατιμάσωμεν τον εαυτόν, μας. Εντεύθεν πηγάζει και η κρασοκατάνυξις.
29 Ήτανε ολοφάνερο πως εδώ και πέντε μέρες ούτε τα ρούχα του έβγαλε, ούτε είχε πλυθεί: Τα χέρια του, προ πάντων, ήτανε πολύ βρώμικα, κοκκινωπά, με κατάμαυρα νύχια. Όλοι εκεί μέσα φάνηκαν σα να προσέχουν, κάπως βαριεστημένα όμως, την κουβέντα του. Τα παιδιά χασκογελούσαν πίσω απ' τον πάγκο.
30 Καθότανε λίγο πιο πέρα και χασμουριότανε τεμπέλικα, με ύφος όμως βαρυσήμαντο. Σίγουρα, ο Μαρμελάντωφ, ήτανε από πολύν καιρό γνωστός εδώ μέσα. Καθώς φαίνεται μάλιστα, η αδυναμία του για τα παχιά λόγια τον έσπρωχνε να στήνει κουβέντα στην ταβέρνα με χίλιους δυο αγνώστους.
31 Η συνήθεια αυτή γίνεται ανάγκη σε μερικούς μπεκρήδες, ιδίως σ' αυτούς που τους κακομεταχειρίζονται στα σπίτια τους και τραβάνε εκεί το διάβολο τους. Έτσι προσπαθούν πάντοτε να δικαιωθούν στα μάτια των μπεκρήδων συντρόφων τους και είναι δυνατό να κερδίσουν την εκτίμηση τους.
32 Παραδείγματος χάριν, ξέρετε εκ των προτέρων, είσαστε πέρα για πέρα σίγουρος, ότι αυτός ο άνθρωπος, ένας από τους πιο χρήσιμους και τους πιο καλοπροαίρετους πολίτες, με κανένα τρόπο δεν πρόκειται να σας δανείσει λεφτά. Και για ποιο λόγο, αλήθεια, θα με δάνειζε; σας ερωτώ.
33 Επειδή θα με λυπότανε; Μα, ο κ. Λεμπεζιάντνικωφ, που είναι ενημερωμένος πάνω στις σύγχρονες ιδέες, μου εξήγησε την άλλη φορά ότι στην εποχή μας ακόμα και η επιστήμη το απαγορεύει να λυπόμαστε τον άλλο και ότι έτσι γίνεται στην Αγγλία, όπου το λόγο έχει η πολιτική οικονομία.
34 Γιατί έρχεται μια ώρα που, θέλοντας και μη, πρέπει να πάρεις την απόφαση και να πας κάπου, οπουδήποτε! 'Όταν η μοναχοκόρη μου πήγε δια πρώτην φοράν να πάρει την κάρταν της, βγήκα κι εγώ να πάω κάπου... (διότι η κόρη μου έχει κάρτα κοινής γυναικός και ζει απ' αυτή τη δουλειά).
35 Δεν πτοούμαι από εμπαιγμούς, διότι τα γνωρίζουνε οι πάντες και "ουδέν κρυπτόν ό μη φανερόν γενήσεται". Δεν τα βλέπω αυτά με περιφρόνησιν αλλά με ταπεινοφροσύνην. Τέλος πάντων, τέλος πάντων. "Ίδε ο άνθρωπος!" Επιτρέψατε μου, νέε μου. Μπορείτε... Όχι, πρέπει να το πω πιο ζωντανά και πιο πρωτότυπα.
36 Εγώ είμαι η προσωποποίησις του κτήνους, η Κατερίνα Ιβάνοβνα, όμως, η σύζυγος μου, είναι καλοαναθρεμμένη, κόρη ανωτέρου αξιωματικού. Ας το παραδεχτούμε, ας παραδεχτούμε ότι είμαι ένα χαμένο κορμί, εκείνη όμως έχει μεγάλη καρδιά και, λόγω της καλής ανατροφής της, έχει ευγενικά αισθήματα.
37 Κύριε, αγαπητέ μου κύριε, είναι απαραίτητο ο κάθε άνθρωπος να βρίσκει κάπου μια γωνίτσα όπου να τον πονάνε. Αλλά, η Κατερίνα Ιβάνοβνα, με όλη της τη μεγαλοψυχία είναι άδικη. Και, μ' όλο που κι εγώ ο ίδιος το καταλαβαίνω ότι κατά βάθος με λυπάται, όταν με βουτάει απ' τα μαλλιά και με τραβάει.
38 Πλένει, σφουγγαρίζει, λούζει τα μικρά, γιατί απ' τα μικρά της χρόνια ήτανε μαθημένη στην καθαριότητα και είναι πολύ αδύνατο το στήθος της κι έχει προδιάθεση για τη φθίση, το καταλαβαίνω καλά! Πώς θα μπορούσα να μην το καταλάβω; Κι όσο περισσότερο πίνω, τόσο περισσότερο τα καταλαβαίνω.
39 Και, ακριβώς, πίνω γιατί βρίσκω στο πιοτό τη δυνατότητα να πονάω και να λυπάμαι... Πίνω για να πονάω διπλά". Κι έγειρε το κεφάλι του με απελπισία πάνω στο τραπέζι. "Νεαρέ", συνέχισε, αναστηλώνοντας το κορμί του, "μου φαίνεται ότι διαβάζω εις το πρόσωπον σας κάτι σα θλίψιν.
40 Το είδα απ' την πρώτη στιγμή που μπήκατε εδώ μέσα και δι' αυτό σας μίλησα αμέσως. Διότι, αν σας διηγούμαι την ιστορίαν της ζωής μου, δεν το κάνω καθόλου δια να εξευτελιστώ μπροστά σ' αυτούς εδώ τους τεμπέληδες που, άλλωστε την ξέρουν, αλλά διότι ψάχνω να βρω έναν άνθρωπο ευαίσθητον και μορφωμένον.
41 Μάθετε, λοιπόν, ότι η σύζυγος μου σπούδασε σ' ένα πολύ καλό και αριστοκρατικό παρθεναγωγείον της επαρχίας και πως όταν βγήκε από κει χόρεψε με σάλι μπροστά στον κυβερνήτη κι όλους τους άλλους επισήμους και της δώσανε γι' αυτό χρυσούν μετάλλιον με τιμητικόν δίπλωμα. Το μετάλλιο.
42 Το τιμητικόν δίπλωμα, όμως, το 'χει ως τα σήμερα, κλεισμένο σ' ένα μπαούλο και μάλιστα τώρα τελευταία το 'δείξε στη σπιτονοικοκυρά. Παρ' όλο που τρώγεται κάθε μέρα με τη σπιτονοικοκυρά, αισθανότανε την ανάγκη να επιδειχτεί σε κάποιον και να θυμηθεί τις παλιές καλές ημέρες.
43 Όλα τ' άλλα έγιναν καπνός. Ναι, ναι, είναι μια γυναίκα που θυμώνει εύκολα... περήφανη και δυσκολομεταχείριστη, θα σφουγγαρίσει η ίδια το πάτωμα και θα φάει μόνο μαύρο ψωμί, αλλά στο ζήτημα της περηφάνειας δεν κάνει συμβιβασμούς. Έτσι, δεν ανέχθηκε την προστυχιά του Λεμπεζιάντνικωφ, κι όταν ο κ.
44 Μετά τον θάνατον του συζύγου της, έμεινε ολομόναχη σε μιαν απομακρυσμένην και αγρίαν περιοχήν, όπου την συνήντησα τότε. Ευρίσκετο εις τοιαύτην τρομεράν αθλιότητα που δε μπορώ να σας την περιγράψω, παρ' όλον ότι μέχρι σήμερον έχω γνωρίσει όλας τας αποχρώσεις της αθλιότητας.
45 Οι δικοί της της γύριζαν τις πλάτες. Και ύστερα, ήτανε περήφανη, παρά πολύ περήφανη... Και τότε εγώ, κύριε, εγώ που ήμουν επίσης χήρος και είχον απ' την πρώτην μου σύζυγον ένα κοριτσάκι δεκατεσσάρων χρονών, της πρόσφερα το χέρι μου, μη δυνάμενος να βλέπω τοιαύτην δυστυχίαν.
46 Ε, λοιπόν, το δέχτηκε! Έκλαψε, βέβαια, άφησε λυγμούς και κτυπούσε τα χέρια της με απελπισίαν, αλλά το δέχτηκε! Δεν ήξερε πού ν' ακουμπήσει το κεφάλι της. Καταλαβαίνετε, κύριε, καταλαβαίνετε τί σημαίνει αυτό; Να μην ξέρεις πού ν' ακουμπήσεις το κεφάλι σου; 'Όχι, δεν το καταλαβαίνετε ακόμα.
47 Βρήκα κι εδώ μίαν θέσιν... Τη βρήκα και την έχασα πάλι. Αυτή την φοράν, έφταιγα εγώ που την έχασα, διότι ξύπνησε μέσα μου η αληθινή μου φύσις. Τώρα, ζούμε σε μία τρώγλη, στης σπιτονοικοκυράς μας Αμαλίας Φιοντόροβνα Λιπεβέσχελ και δεν έχω ιδέαν με τί ζούμε και με τί πληρώνουμε.
48 Σόδομα και Γόμορρα, ναι... Και στο μεταξύ, μεγάλωνε το κορίτσι μου, που είχα απ' τον πρώτον μου γάμον. Το τί τράβηξε από την μητριάν της, προτιμώ να το αποσιωπήσω. Διότι, η Κατερίνα Ιβάνοβνα, αν και έχει καλά αισθήματα, είναι γυναίκα απότομη, οξύθυμη και αρπάζεται γρήγορα.
49 Προ τεσσάρων ετών προσεπάθησα να της μάθω γεωγραφίαν και παγκοσμίαν ιστορίαν. Αλλά, καθώς κι εγώ ουδέποτε υπήρξα δυνατός σ' αυτά τα μαθήματα κι επειδή δεν είχα καλά διδαχτικά δια να συμπληρώσω τας ελλείψεις μου, έμειναν οι σπουδές μας στη μέση. Διότι, τα ολίγα βιβλία που μπόρεσα ν' αποχτήσω.
50 Στο μεταξύ τα μικρά λυσσάνε στην πείνα... Η Κατερίνα Ιβάνοβνα πηγαινοέρχεται στο δωμάτιο, δαγκώνοντας τα χέρια της κι αρχίζουν να φαίνονται κάτι κοκκινίλες στα μαγουλά της, όπως γίνεται συνήθως με αυτήν την αρρώστια: "Η βρωμοτεμπέλα, έλεγε, τρώει, πίνει κι όλο ξάπλα είναι!"
51 Ήτανε πέντε η ώρα και περισσότερο. Βλέπω, λοιπόν, τη Σόνια να σηκώνει την πελλερίνα της, να βάζει ένα μαντήλι στο κεφάλι της και να βγαίνει έξω. Γύρισε μετά τις οχτώ. Μόλις μπήκε μέσα, πήγε ολόισια στην Κατερίνα Ιβάνοβνα κι άφησε αμίλητα μπροστά της πάνω στο τραπέζι τριάντα ρούβλια.
52 Εγώ, ήμουνα στην ίδια πάντοτε κατάσταση, ξαπλωμένος... Και είδα τότε, νεαρέ, είδα την Κατερίνα Ιβάνοβνα να σηκώνεται, σιωπηλή κι αυτή, να πλησιάζει στο κρεβάτι της μικρής μου Σόνιας και να μένει γονατιστή στα πόδια της, όλο το βράδυ, και να τα φιλά και να μην λέει να σηκωθεί.
53 Βοηθά την Κατερίνα Ιβάνοβνα και της δίνει τα απαιτούμενα... Μένει στον ράφτη Καπερναούμωβ που της έχει νοικιάσει ένα δωμάτιο. Αυτός ο Καπερναούμωβ είναι κουτσός και τραυλός, έχει πολυμελή οικογένειαν κι όλα του τα παιδιά τραυλίζουν σαν κι αυτόν. Και η σύζυγος του επίσης τραυλίζει.
54 Πολύ φτωχοί άνθρωποι, που τραυλίζουν κιόλας! Εκείνο το πρωί, λοιπόν, σηκώθηκα, πήρα τα κουρέλια μου, ύψωσα τα χέρια μου κατά τον ουρανό και πήγα στην αυτού εξοχότητα, τον Ιβάν Αθανάσιεβιτς. Τον ξέρετε τον εξοχώτατο Ιβάν Αθανάσιεβιτς; Όχι; Μα τότε δεν ξέρετε κανέναν άνθρωπο του θεού.
55 Κηρός που τήκεται ενώπιον του Κυρίου. Εδάκρυσεν μάλιστα, ευαρεστηθείς να με ακούσει μέχρι τέλους. "Ε, λοιπόν, Μαρμελάντωφ", είπε, "την άλλη φορά μ' απογοήτευσες... θα σε ξαναπάρω στη δουλειά υπ' ευθύνην μου - αυτά ακριβώς ήτανε τα λόγια του - και να το θυμάσαι αυτό. Μπορείς να πηγαίνεις".
56 Φαινότανε πολύ ταραγμένος. Εκείνη τη στιγμή όρμησε μέσα στην ταβέρνα μια παρέα μπεκρήδες, γινόμενοι κιόλας, και μόλις πάτησαν στο κατώφλι άρχισε να παίζει μια λατέρνα που την είχανε νοικιάσει για την περίσταση, ενώ ένα παιδάκι εφτά χρονών τραγουδούσε με τρεμουλιάρικη φωνή το "Μικρό χωριουδάκι".
57 Τώρα, φαινότανε περισσότερο εξαντλημένος, αλλά όσο πιο πολύ μεθούσε τόσο μεγαλύτερη γινότανε η φλυαρία του. Καθώς έφερε στο νου του, ότι τα είχε καταφέρει να ξαναπάρει τη θέση του, φαινότανε εύθυμος και το πρόσωπο του ήτανε σα ν' άστραφτε. Ο Ρασκόλνικωφ τον άκουγε με προσοχή.
58 Η μικρή μου Σόνια, το χρυσούλι μου, δεν έκανε τίποτ' άλλο από το να μας κουβαλάει λεφτά. "Για την ώρα", έλεγε, "δεν μπορώ να 'ρχομαι εδώ συχνά, δεν είναι σωστό, θα 'ρχομαι μόλις νυχτώνει για να μη με δει κανείς". Τ ακούτε; Τ ακούτε; Εκείνο το απογευματάκι πήγα και ξάπλωσα αμέσως μετά το φαγητό.
59 Ο Μαρμελάντωφ χτύπησε το μέτωπο με τη γροθιά του, έσφιξε τα δόντια του, έκλεισε τα μάτια του κι ακούμπησε βαριά τον αγκώνα του πάνω στο τραπέζι. Ύστερα όμως από πέντε λεφτά η έκφραση του προσώπου του άλλαξε, κοίταξε τον Ρασκόλνικωφ με προσποιημένη πονηριά κι αναίδεια και έβαλε τα γέλια.
60 Και τότε είναι ο πόνος σου ακόμα πιο μεγάλος, όταν δε σε μαλώνουν καθόλου! Ναι, τριάντα καπίκια. Και, όμως, της χρειάζονται, δεν είναι έτσι αγαπητέ κύριε; Της χρειάζονται, τώρα, που είναι υποχρεωμένη να κρατά όλους τους κανόνες της καθαριότητας. Στοιχίζει αυτή η καθαριότητα.
61 Πρέπει ν' αγοράσει φούστες κολλαριστές, μποτινάκια σικ, που σου προστατεύουν το πόδι, όταν είναι να περάσεις μια λακκουβίτσα νερά. Το καταλαβαίνετε, κύριε, καταλαβαίνετε τί πάει να πεί να είναι καθαρή; Κι όμως, εγώ, ο πατέρας της, της ξάφρισα αυτά τα τριάντα καπίκια για να μεθύσω.
62 Η μπουκάλα ήταν άδεια. "Και γιατί να σε λυπηθούν εσένα". φώναξε ο ταβερνιάρης, που ξαναγύρισε κοντά τους. Ακούστηκε ένα δυνατό γέλιο, μαζί με βλαστήμιες. Ακόμα κι εκείνοι, που δεν είχανε ακούσει όλον το μονόλογο του, γελούσαν σαν τους άλλους, βλέποντας μόνο το σουλούπι του άλλοτε υπαλλήλου.
63 Νομίζεις λοιπόν ταβερνιάρη, πως η μπουκάλα μου 'φέρε καμμιά ανακούφιση; Τον πόνο γύρευα εγώ να βρω στον πάτο της, τον πόνο και τα δάκρυα. Και φέρνοντας τα χείλη μου στο πιοτό τα βρήκα και τα δυο, θα μας λυπηθεί όμως Εκείνος που λυπάται όλους. Αυτός που όλα τα καταλαβαίνει! Αυτός είναι ο Μόνος.
64 Το 'νιώσε η καρδιά μου πριν από λίγο, όταν πήγα και την είδα. Κι όλους, όλους θα τους κρίνει, όλους θα τους συχωρέσει, καλούς και κακούς, σοφούς και ασήμαντους. Κι όταν θα ξεμπερδέψει με όλους, θα μας καλέσει και μας! "Εμπρός, πλησιάστε και σεις! Ελάτε μπεκρήδες, ελάτε αισχροί!"
65 Αφού πέρασαν την αυλή, άρχισαν να σκαρφαλώνουν τα τέσσερα πατώματα. Η σκάλα, όσο προχωρούσε προς τα πάνω, τόσο γινότανε σκοτεινότερη, θα κόντευε η ώρα έντεκα και παρ' όλο που αυτή την εποχή δεν υπάρχει ουσιαστικά νύχτα στην Πετρούπολη, στο πιο ψηλό μέρος της σκάλας το σκοτάδι ήτανε πυκνό.
66 Στο πάνω-πάνω πάτωμα, η καπνισμένη πορτούλα που έβλεπε προς τη σκάλα ήτανε ορθάνοιχτη. Ένα κερί φώτιζε μια καμαρούλα πολύ φτωχικιά, που είχε μήκος δέκα βήματα. Μέσα σ' αυτό το δωμάτιο βασίλευε ακαταστασία κι έβλεπες δώθε-κείθε πεταμένα κάθε λογής πράγματα και ιδίως ρουχαλάκια μικρών παιδιών.
67 Στην άκρη του, ήτανε ακουμπισμένο το κερί, σ' ένα σιδερένιο κηροπήγιο. Ο Μαρμελάντωφ, καθώς φαίνεται, είχε δικό του δωμάτιο, μόνο που βρισκότανε στο πέρασμα. Η πόρτα., που έβγαζε στα πάρα μέσα δωμάτια, κλουβιά μπορείς να πεις, που αποτελούσανε το διαμέρισμα της Αμαλίας Λιπεβέσχελ, ήτανε μισάνοιχτη.
68 Από μέσα, ακούγονταν φωνές και φασαρία. Γελούσαν κάτι άντρες δυνατά - έπιναν τσάι κι έπαιζαν, καθώς φαίνεται, χαρτιά. Πού και πού, πέταγαν κι από κάνα βρωμόλογο. Ο Ρασκόλνικωφ αναγνώρισε αμέσως την Κατερίνα Ιβάνοβνα. Ήτανε μια γυναίκα λεπτή, φοβερά αδυνατισμένη, αρκετά ψηλή και ομορφοκαμωμένη.
69 Είχε ακόμα τα θαυμάσια καστανά μαλλιά της, αλλά τα μαγουλά της έμοιαζαν πραγματικά σα δυο κηλίδες - τόσο πολύ κόκκινα ήτανε. Περπατούσε πέρα-δώθε στη μικρή της καμαρούλα, με τα χέρια σταυρωμένα σφιχτά στο στήθος της, με τα χείλη φρυγανισμένα, ανασαίνοντας κοφτά και ακανόνιστα.
70 Το μεγαλύτερο απ' όλα, ένα κορίτσι εννέα χρονών, ψηλό και λιγνό σαν κερί, φορούσε όλο κι όλο ένα παλιομεσοφόρι κουρελιασμένο και είχε ρίξει στους ώμους της μια ρόμπα λειωμένη που θα της την έφτιαξαν, σίγουρα, πριν από δυο χρόνια γιατί τώρα δεν έφτανε ούτε ως τα γόνατα της.
71 Φαινότανε να του μιλάει σιγανά, για να το μωρώξει, ενώ ταυτόχρονα κοίταζε έντρομα τη μητέρα της με τα μεγάλα μαύρα μάτια της, που φαίνονταν ακόμα μεγαλύτερα πάνω στο αδύνατο και κατατρομαγμένο πρόσωπο της. Ο Μαρμελάντωφ αντί να μπεί μέσα, γονάτισε στο κατώφλι κι έσπρωξε μπροστά τον Ρασκόλνικωφ.
72 Η Κατερίνα Ιβάνοβνα, βλέποντας έναν άγνωστο, στάθηκε αφαιρεμένα μπροστά του και παράτησε για μια στιγμή τις σκέψεις, προσπαθώντας να καταλάβει τί ερχότανε να κάμει αυτός εδώ. Σίγουρα, όμως, θα νόμισε πως πήγαινε σε κανέναν απ' τους διπλανούς τους, γιατί το δωμάτιο των Μαρμελάντωφ ήτανε ενδιάμεσο.
73 Ξαφνικά, την έπιασε λύσσα, τον άρπαξε απ' τα μαλλιά και τον έσυρε μέσα στο δωμάτιο. Ο Μαρμελάντωφ τη διευκόλυνε, μπουσουλώντας πίσω της υπάκουα. "Αυτό μου κάνει καλό, δε με πονάει, κύριε", φώναξε καθώς τον τράβαγε η γυναίκα του απ' τα μαλλιά Μια φορά, μάλιστα, του στούμπισε και το μέτωπο στο πάτωμα.
74 Η μικρούλα που κοιμότανε ξύπνησε κι άρχισε να κλαίει. Το αγοράκι που στεκότανε στη γωνιά δεν κρατήθηκε. Το 'πιάσε τρεμούλα κι έβαλε τις φωνές, ορμώντας προς την αδελφούλα του καταταραγμένο. Η μεγαλύτερη έτρεμε σαν καλαμόφυλλο. "Όλα τα ήπιε! Όλα!", φώναξε η δύστυχη γυναίκα με απελπισία.
75 Έβλεπες μερικούς με ρόμπες του σπιτιού, ξεκούμπωτες, άλλους με εσώρουχα, με μια εμφάνιση ξετσίπωτη σχεδόν, και άλλους με χαρτιά της τράπουλας στα χέρια. Γέλαγαν, προπάντων, βλέποντας τον Μαρμελάντωφ να τον σέρνει η γυναίκα του απ' τα μαλλιά και ακούγοντας τον να φωνάζει πως αυτό του κάνει καλό.
76 Τέλος, ακούστηκε ένα γαύγισμα λυσσασμένο: Ήτανε η Αμαλία Λιπεβέσχελ, που μπήκε στη μέση για ν' αποκαταστήσει την τάξη, με τον τρόπο της, περιλούζοντας δηλαδή τη δύστυχη γυναίκα με βρισιές και φοβερίζοντας την, για εκατοστή φορά, με τη διαταγή να της αδειάσει τη γωνιά από αύριο κιόλας.
77 Τ' ακούμπησε κρυφά στο περβάζι του παραθύρου, αλλά ύστερα, όταν βρέθηκε στη σκάλα, το μετάνοιωσε και ήθελε να γυρίσει πίσω. "Τί βλακεία ήτανε αυτή που έκανα". σκέφτηκε. "Αυτοί έχουν τη Σόνια τους, ενώ εγώ έχω ανάγκη από λεφτά". Έκανε όμως τη σκέψη πως ήτανε αδύνατο πια να τα ξαναπάρει.
78 Τον χρήσιμο ποιούσε τώρα για ντιβάνι ο Ρασκόλνικωφ. Κοιμότανε κει πάνω, δίχως να γδυθεί πολλές φορές, χωρίς σεντόνια, ρίχνοντας από πάνω τον παλιό φοιτητικό του μανδύα κι έχοντας στο κεφάλι του ένα μικρό μαξιλαράκι, που το ανασήκωνε, χώνοντας από κάτω κάθε λογής εσώρουχα, καθαρά και βρώμικα.
79 Μπροστά στο σοφά ήτανε ένα μικρό τραπέζι. Δε γινότανε να ξεπέσει κανείς πιο χαμηλά, στην ψυχική κατάσταση όμως που βρισκότανε τώρα ο Ρασκόλνικωφ, ο ξεπεσμός αυτός του έδινε μια ευχαρίστηση. Είχε αποτραβηχτεί απ' όλους τους ανθρώπους, σαν τη χελώνα που μαζεύεται στο καβούκι της.
80 Έτσι γίνεται με μερικούς μονόχνωτους, όταν το μυαλό τους περιστρέφεται πάντοτε γύρω από κάποια σκέψη. Δεκαπέντε μέρες τώρα η σπιτονοικοκυρά του έπαψε να του στέλνει φαγητό και, παρ' όλη την αναγκαστική νηστεία του, δεν είχε σκεφτεί ακόμα να πάει και να εξηγηθεί μαζί της.
81 Η Ναστάσια, μοναδική υπηρέτρια και μαγείρισσα του σπιτιού, δεν ήτανε και πολύ δυσαρεστημένη από μια άποψη με τη στάση του νοικάρη τους, γιατί έπαψε ολότελα να του συγυρίζει το δωμάτιο και μόνο μια φορά κάθε οχτώ ημέρες τύχαινε να πιάσει στα χέρια της τη σκούπα. Αυτή ήρθε και τον ξύπνησε τώρα.
82 Το βλακόμουτρο!", πρόσθεσε δυνατά, "θα περάσω σήμερα να την ιδώ και θα της μιλήσω". "Όσο για βλακόμουτρο, είναι, όπως είμαι και γω. Του λόγου σου, όμως, που είσαι τόσο έξυπνος, γιατί κάθεσαι ολημερίς κλεισμένος εδώ μέσα, απρόκοφτε; Άλλοτε πήγαινες κι έκανες μαθήματα σε παιδιά, όπως έλεγες.
83 Η Ναστάσια έβαλε τα γέλια. Ήτανε τύπος εύθυμος και με το παραμικρό που θα της έλεγες τρανταζότανε από ένα γέλιο σιγανό, κουνώντας τόσο πολύ το κορμί της πέρα δώθε, ώστε στο τέλος ζαλιζότανε και η ίδια. "Τουλάχιστον... βγαίνει τίποτα μ' αυτά που σκέφτεσαι". μπόρεσε να πει στο τέλος.
84 Τί να τα κάνεις μερικά καπίκια". εξακολούθησε αγριεμένα, σα ν' απαντούσε σε δικές του σκέψεις. "Μπας κι ήθελες να πάρεις καμμιά περιουσία". "Ναι, μια περιουσία", της είπε, με φωνή παράξενη και σώπασε για λίγο. "Ε, σιγά! Στ' αλήθεια με τρομάζεις - δεν τίς αποχτάνε έτσι τις περιουσίες.
85 Το γράμμα έτρεμε ανάμεσα στα χέρια του. Δεν ήθελε να τ' ανοίξει μπροστά στην υπηρέτρια. Ένιωσε μια επιθυμία, να μείνει μόνος με το γράμμα. 'Όταν έφυγε η Ναστάσια, έφερε το γράμμα με μια γρήγορη κίνηση στα χείλη του και το φίλησε. Ύστερα στάθηκε και κοίταζε κάμποση ώρα τη διεύθυνση.
86 Γνώρισε αμέσως τον αγαπημένο γραφικό χαρακτήρα της μητέρας του, με τα ψιλά και λίγο κυρτά γράμματα της. Αυτή τον έμαθε να διαβάζει και να γράφει. Δίσταζε και μάλιστα φαινότανε σα να φοβάται κάτι. Τέλος, το άνοιξε. Ήτανε μεγάλο και βαρύ – δυο πυκνογραμμένες κόλλες με ψιλούτσικα γραμματάκια.
87 Αλλά, καθώς του παραχώρησα το δικαίωμα να εισπράττει αυτός τη σύνταξη μου, αναγκάστηκα να περιμένω να εξοφληθεί το χρέος πρώτα, πράγμα που έγινε. Έτσι, στο διάστημα αυτό, δε μπόρεσα να σου στείλω τίποτα. Τώρα, όμως, δόξα τω θεώ, νομίζω πως θα μπορέσω να σου στείλω κάτι.
88 Και πρώτα-πρώτα, αγαπημένε μου Ρόντια, θα το φανταζόσουνα ότι η αδελφή σου μένει τώρα, πάνω από ένα μήνα, μαζί μου και ότι από δω και μπρος δε θα ξαναχωριστούμε πια; Δόξα τω θεώ, τα βάσανα της τέλειωσαν, θα στα πω όμως όλα με τη σειρά, για να μάθεις το πώς έγινε και το τί σου είχαμε κρύψει ως τώρα.
89 Κι εγώ η ίδια ήμουνα αναστατωμένη, αλλά τί μπορούσα να κάνω; Κι ύστερα, δεν ήξερα τότε όλη την αλήθεια! Το χειρότερο απ' όλα ήτανε, πως η Ντουνιά, όταν μπήκε πέρυσι στο σπίτι τους σα δασκάλα, είχε πάρει εκατό ρούβλια προκαταβολή, που θα της τα κράταγαν λίγα-λίγα κάθε μήνα απ' το μισθό της.
90 Σου είπαμε ψέματα και οι δυο μας, σου γράψαμε πως είναι από κάτι παλιές οικονομίες της Ντουνιάς, αλλά δεν ήτανε έτσι και τώρα σου λέω όλη την αλήθεια, γιατί ο θεός ευδόκησε ν' αλλάξει όλη η κατάσταση προς το καλύτερο και γιατί πρέπει να μάθεις πόσο σ' αγαπά η Ντουνιά και τί ασύγκριτη καρδιά έχει.
91 Σβιντριγκάιλωφ βρισκότανε υπό την επήρεια του Βάκχου, κατά την παλιά του συνήθεια που είχε αποκτήσει στο στρατό. Αλλά, τι' έγινε ύστερα; Να φανταστείς ότι από πολύν καιρό αυτός ο μανιακός είχε πάθος για τη Ντουνιά, αλλά το 'κρύβε κάτω από τους χοντρούς τρόπους κι απ' την περιφρόνηση που της έδειχνε.
92 Απέφυγε μάλιστα να μου τα γράψει όλα αυτά, για να μη με στενοχωρήσει, αν και αλληλογραφούσαμε συχνά. Η Μάρθα Πετρόβνα έπιασε κατά τύχη τον άντρα της στον κήπο, σε μια στιγμή που αυτός ικέτευε τη Ντουνιά, αλλά παρανόησε τα πράγματα και κατηγόρησε τη Ντουνιά, με την υποψία ότι αυτή ήτανε η αιτία όλων.
93 Έβρεχε με τ' ασκί και η Ντουνιά, ταπεινωμένη και καταντροπιασμένη, αναγκάστηκε να κάνει δεκαεφτά βέρστια δρόμο, μαζί με το χωρικό, μέσα σ' ένα κάρο ξέσκεπο. Κρίνε τώρα και μόνος σου, αν μπορούσα ν' απαντήσω στο γράμμα σου, που πήρα πριν από δυο μήνες. Βρισκόμουνα και γω σε απόγνωση.
94 Κι ύστερα, τί μπορούσες να κάνεις; Το πολύ-πολύ να χειροτέρευες ακόμα περισσότερο τα πράγματα. Εξ άλλου μου το είχε απαγορεύσει η Ντουνιά. Να καθίσω πάλι και να γεμίσω το γράμμα μου με άχρηστες λεπτομέρειες τη στιγμή που σκιζότανε η καρδιά μου απ' τον πόνο, δεν είχα τη δύναμη να το κάνω.
95 Έναν ολόκληρο μήνα ειπώθηκαν για μας στην πόλη ένα σωρό κουτσομπολιά. Προχώρησαν μάλιστα τόσο πολύ, ώστε εγώ και η Ντουνιά δε μπορούσαμε πια να πατήσουμε το πόδι μας στην εκκλησία, απ' τα περιφρονητικά βλέμματα που μας έριχναν κι απ' τα ψιθυρίσματα που έκαναν στο πέρασμα μας.
96 Όλοι μας οι γνωστοί μας γύριζαν την πλάτη, όλοι τους έπαψαν και να μας χαιρετούν ακόμα, και είχα μάθει από σίγουρη πηγή ότι μερικοί ιδιωτικοί και διοικητικοί μικροϋπάλληλοι είχανε αποφασίσει να μας εξευτελίσουν κατά πρόστυχο τρόπο, μουτζουρώνοντας με κατράμι την πόρτα του σπιτιού μας.
97 Φλύαρη καθώς είναι, καθώς της αρέσει να διηγείται τις υποθέσεις του σπιτιού της και ιδίως να κάνει τα παράπονα της για τον άντρα της, στον καθένα που θα 'βρίσκε μπροστά της, πράγμα που δεν είναι καθόλου ωραίο, διέδωσε την ιστορία αυτή όχι μονάχα στην πόλη μας, αλλά και σ' ολόκληρη την περιφέρεια.
98 Και σήμερα ακόμα δε μπορώ να το ξαναδιαβάσω, χωρίς να μου έρθουν δάκρυα στα μάτια. Εξ άλλου, τη δικαιολογία της Ντουνιάς την ενίσχυσαν και οι μαρτυρίες του υπηρετικού προσωπικού, που ήξερε πολύ περισσότερα απ' όσα νόμιζε κι ο ίδιος ο Σβιντριγκάιλωφ, όπως συμβαίνει πάντοτε σ' αυτές τις περιπτώσεις.
99 Τώρα όμως, αντίθετα, δεν της έμεινε η παραμικρή αμφιβολία για την αθωότητα της Ντουνιάς. Έτσι, την άλλη μέρα, που ήτανε Κυριακή, πήγε κατ' ευθείαν στην εκκλησία, για να παρακαλέσει την Παναγία Παρθένα να της δώσει δύναμη ν' αντιμετωπίσει τούτη τη δοκιμασία και να κάνει το καθήκον της.
100 Καθόρισε λοιπόν κάτι σαν πρόγραμμα: Την περίμεναν στο κάθε σπίτι απ' τα πριν, κι ήξεραν όλοι ότι την τάδε ημέρα, στο τάδε μέρος, θα διαβάσει η Μάρθα Πετρόβνα το γράμμα. Και στην κάθε ανάγνωση μαζεύονταν ακόμα κι εκείνοι που το είχανε ακούσει αρκετές φορές στα σπίτια τους ή σε τίποτα συγγενείς τους.
101 Είναι άνθρωπος πολυάσχολος και πρέπει να φύγει σε λίγο για την Πετρούπολη, γιατί το κάθε λεπτό του είναι πολύτιμο. Όπως είναι αυτονόητο, τα χάσαμε στην αρχή: Μας ήρθε τόσο απότομα και δεν το περιμέναμε. Καθίσαμε όλη την ημέρα οι δυο μας για να το σκεφτούμε και να το κουβεντιάσουμε.
102 Ξέρεις καλά το χαρακτήρα της αδελφής σου, Ρόντια. Είναι μια κοπέλα θετική, υπομονετική και μεγαλόψυχη, όσο κι αν η καρδιά της φλογίζεται από αισθήματα - την ξέρω εγώ πολύ καλά. Φυσικά, δεν υπάρχει αίσθημα, ούτε από μέρους του, ούτε από μέρους της Ντουνιάς, δεν πρόκειται για κανέναν μεγάλο έρωτα.
103 Αλλά προτού να πάρει την απόφαση της, έμεινε άγρυπνη όλη τη νύχτα και, νομίζοντας πως εγώ είχα αποκοιμηθεί, σηκώθηκε κι έφερνε βόλτες πέρα-δώθε όλη τη νύχτα. Τέλος, γονάτισε και προσευχήθηκε πολλή ώρα μπροστά στα εικονίσματα και το πρωί μου είπε ότι αποφάσισε να παντρευτεί.
104 Και η Ντουνιά κι εγώ έχουμε τη γνώμη ότι θα μπορούσες από τώρα κιόλας ν' αρχίσεις την καριέρα σου και να θεωρείς το μέλλον σου απόλυτα εξασφαλισμένο. Αχ! Να γινότανε τουλάχιστον αυτό! Θα 'τανε μια επιτυχία, που θα 'πρεπε να τη βλέπουμε σα δώρο του θεού. Η Ντουνιά μόνο αυτό έχει στο νου της.
105 Δεν του μιλήσαμε καθόλου γι' αυτό, πρώτα-πρώτα γιατί είναι κάτι που θα γίνει μόνο του στο μέλλον και, ασφαλώς, θα στο προτείνει ο ίδιος δίχως ανώφελες εισηγήσεις (ό,τι και να κάνει δε μπορεί να τ' αρνηθεί αυτό στη Ντουνιά), πολύ περισσότερο μάλιστα αφού μπορείς να γίνεις το δεξί του χέρι.
106 Μου δόθηκε πολλές φορές στη ζωή μου η ευκαιρία να διαπιστώσω ότι οι γαμπροί δε συμπαθούν και πολύ τις πεθερές τους. Δε θα 'θελα να τους στενοχωρήσω στο παραμικρό κι εννοώ να μείνω εντελώς ανεξάρτητη: Ένα κομμάτι ψωμί πάντοτε θα το 'χω εξασφαλισμένο με παιδιά σαν και σένα και τη Ντουνιά.
107 Πότε; Δεν το ξέρω, πάντως όμως πολύ σύντομα, ίσως μάλιστα σε καμμιά βδομάδα. Εξαρτάται από τις διαθέσεις του Πιότρ Πετρόβιτς, που θα μας ανακοινώσει αμέσως μόλις εγκατασταθεί στην Πετρούπολη. Για ορισμένους λόγους θέλει να γίνει ο γάμος όσο το δυνατόν γρηγορότερα, πριν απ' τη Σαρακοστή, αν γίνεται.
108 Είναι άγγελος η Ντουνιά. Αυτή τη φορά δε σου γράφει κι αυτή τίποτα στο γράμμα μου. Με παρακάλεσε μόνο να σου πω πως έχει τόσα και τόσα να σου πει, ώστε δε τ' αποφασίζει να πιάσει την πέννα στο χέρι της. Γιατί, μέσα σε λίγες γραμμές, δε μπορεί να πεί κανείς τίποτα, θα στενοχωρηθεί περισσότερο.
109 Από δω και μπρος ο Αθανάση Ιβάνοβιτς θα δέχεται να μου προκαταβάλει μέχρι εβδομηνταπέντε ρούβλια απ' τη σύνταξη μου. Έτσι, θα μπορέσω, ίσως, να σου στείλω εικοσιπέντε και τριάντα ακόμα ρούβλια, θα σου έστελνα περισσότερα, αν δεν φοβόμουνα τα έξοδα που έχουμε να κάνουμε στο ταξίδι.
110 Καθίσαμε και κάναμε με τη Ντουνιά τους λογαριασμούς, όσο γινότανε λεπτομερέστερα: Το ταξίδι δε θα μας στοιχίσει πολύ ακριβά. Απ' την πόλη μας ως τον σιδηροδρομικό σταθμό έχουμε να κάνουμε μόνο ενενήντα βέρστια και συμφωνήσαμε μ' ένα γνωστό μας αγωγιάτη, που θα μας πάει ως το σταθμό.
111 Αγάπα την αδελφή σου Ντουνιά, Ρόντια μου, αγάπα τη όσο σ' αγαπάει κι εκείνη. Και να ξέρεις ότι σ' αγαπάει απέραντα, πολύ περισσότερο κι απ' τον εαυτό της τον ίδιο. Είναι άγγελος, σου λέω, και συ, Ρόντια μου, είσαι το παν για μας, η ελπίδα μας και η παρηγοριά μας για το μέλλον.
112 Φτάνει να 'σαι ευτυχισμένος και θα 'μαστέ ευτυχισμένες και μεις. Προσεύχεσαι πάντοτε στον καλό θεό, Ρόντια, όπως πρώτα, και πιστεύεις στη θεία Πρόνοια; Φοβάμαι μήπως τρύπωσε στην ψυχή σου η ασέβεια, που είναι τόσο πολύ της μόδας σήμερα. Αν είναι έτσι θα προσευχηθώ για σένα.
113 Άφησε το κεφάλι του να πέσει στο βρώμικο και ισχνό μαξιλάρι του κι άρχισε να σκέφτεται. Χτύπαγε η καρδιά του δυνατά και οι σκέψεις στριφογύριζαν πυρετικά μες στο μυαλό του. Στο τέλος, ένιωσε ένα πνίξιμο και μια στενοχώρια μέσα σ' αυτό το κίτρινο δωμάτιο, που έμοιαζε με ντουλάπι ή μπαούλο.
114 Ξέρω τί σκέφτηκες ολόκληρη εκείνη τη νύχτα, που πηγαινοερχόσουνα πέρα-δώθε στην κάμαρα και τί ζήτησες στις προσευχές σου απ' την Παναγία του Καζάν, που η εικόνα της κρέμεται στο δωμάτιο της μητερούλας. Είναι τόσο τραχύ: ο ανήφορος του Γολγοθά! Χμ. Έτσι, λοιπόν, πάρθηκε η απόφαση οριστικά.
115 Ύστερα "θα ταξιδέψουμε μια χαρά, στην τρίτη θέση" - χίλια βέρστια. Φυσικά, έτσι είναι: Πορεύεται κανείς όπως μπορεί. Του λόγου σας, όμως κύριε Λούζιν, τί λέτε γι' αυτό; Πρόκειται για τη μνηστή σας... Και σίγουρα το ξέρατε ότι για να γίνει αυτό το ταξίδι η μητέρα προεξόφλησε τη σύνταξη της.
116 Βέβαια, κατά τη νοοτροπία σας είναι μια υπόθεση καθαρά εμπορική, βλέπετε το πράγμα σα μια επιχείρηση με δυο μερίδια και πρέπει να συμμετέχουν οι εταίροι κατά τις ίδιες αναλογίες: Πρέπει συνεπώς να μοιράζονται τα έξοδα: "Ο ένας το ψωμί, ο άλλος το αλάτι κι ο ταμπάκος χώρια", που λέει κι η παροιμία.
117 Το ξέρω εδώ και δυόμισυ χρόνια. Εδώ και δυόμισυ χρόνια, μονάχα αυτό ακριβώς σκεφτόμουνα, ότι μπορεί ν' αντέξει η Ντουνιά πολλά βάσανα. Αφού μπόρεσε κι άντεξε τον Σβιντριγκάιλωφ κι όλες τις άλλες συνέπειες, πρέπει ασφαλώς να πιστέψουμε, πως η ικανότητα της στο ν' αντέχει βάσανα, είναι πολύ μεγάλη.
118 Δε θα ξε-πούλαγε ποτέ την ελευθερία της για τις ανέσεις. Δε θα δεχόταν να την ξεπουλήσει ακόμα κι αν της έδιναν ολόκληρο το Σλέσβιχ-Χολστάιν, όχι για χάρη ενός κυρίου Λούζιν! Όχι! Η Ντουνιά που ήξερα εγώ δεν ήτανε έτσι και... σίγουρα, δε θα 'χει αλλάξει σήμερα καθόλου.
119 Γι' αυτόν μονάχα πρόκειται, αυτός είναι στο πρώτο πλάνο. Πρέπει να του εξασφαλίσουμε την ευτυχία του και την ελευθερία του, να τον βοηθήσουμε να βγάλει το Πανεπιστήμιο, να του βρούμε σ' ένα γραφείο μια θέση συνεταίρου και κατόπιν θα γίνει πλούσιος, ύστερα... γιατί όχι;.
120 Μα τότε, αφού δεν έχει καμμιά θέση εδώ ο έρωτας, ούτε η εκτίμηση και, αντίθετα, υπάρχει από τώρα κιόλας μια απέχθεια, μια περιφρόνηση, ένα αίσθημα αηδίας, δεν αντιστοιχεί αυτό το πράγμα με τη μοίρα εκείνης της κοπέλας που επιδίδεται στην πορνεία και "πρέπει να είναι καθαρή".
121 Ντουνιά! Αργότερα, αν οι ώμοι σου δε μπορέσουν να κρατήσουν τέτοιο βάρος και μετανιώσεις; Τί θλίψεις που θα έχεις τότε, τί πίκρες, τί κατάρες θα κάνεις, πόσα δάκρυα θα κρύβεις, γιατί δεν είσαι βέβαια εσύ Μάρθα Πετρόβνα. Και τί θ' απογίνει η μητέρα; Από τώρα κιόλας είναι ανήσυχη και βασανίζεται.
122 Τί θα γίνει αργότερα όταν θα τα ιδεί όλα ξεκάθαρα; Αλλά και γω; "Αλήθεια, τί σκεφτήκατε, λοιπόν, για μένα; Δεν τη θέλω τη θυσία σου, Ντουνιά, ούτε και τη δικιά σου, μητερούλα! Κι όσο ζω εγώ, αυτό το πράγμα δε θα γίνει, όχι, δε θα το ανεχθώ!" Ξαφνικά, συνήλθε και σταμάτησε.
123 Τώρα, το γράμμα της μητέρας του τον χτύπησε άξαφνα σαν κεραυνός. Δεν ήτανε, βέβαια, τώρα καιρός για κλαψουρίσματα και για πόνους που τους υποφέρεις παθητικά. Αφού αποδείχθηκε πως τα προβλήματα ήτανε άλυτα, έπρεπε ασφαλώς να κάνει κάτι, και αμέσως μάλιστα, όσο γινότανε γρηγορότερα.
124 Με κάθε θυσία να πάρει μια απόφαση, μια οποιαδήποτε απόφαση. "Διαφορετικά, πρέπει ν' αρνηθώ ολόκληρη τη ζωή", φώναξε άξαφνα με λύσσα, "να δεχτώ τη μοίρα όπως έρχεται μια για πάντα, και να πνίξω μέσα μου το κάθε τι, να παραιτηθώ απ' το δικαίωμα που έχω και γω να δράσω, να ζήσω, ν' αγαπήσω!"
125 Αυτή όμως η γυναίκα, που βάδιζε μπροστά του, είχε πάνω της κάτι το παράξενο που του χτύπησε αμέσως στα μάτια, κάτι τι που σιγά-σιγά συγκέντρωσε ολόκληρη την προσοχή του επάνω της, χωρίς να το θέλει κι ο ίδιος στην αρχή, και σχεδόν με αποστροφή, αλλά όλο και ισχυρότερα ύστερα.
126 Μόλις έφτασε εκεί, σωριάστηκε στην άκρη του πάγκου, έγειρε το κεφάλι της πίσω, στο στήριγμα, κι έκλεισε τα μάτια. Ήτανε φαίνεται πεθαμένη στην κούραση. Προσέχοντας την καλύτερα, κατάλαβε αμέσως πως ήτανε τύφλα στο μεθύσι. Το θέαμα ήτανε τόσο τερατωδώς παράξενο, που αναρωτήθηκε μήπως έκανε λάθος.
127 Είχε βάλει το 'να πόδι πάνω στ' άλλο, δείχνοντας περισσότερο απ' όσο έπρεπε τις γάμπες της και, κατά πάσαν πιθανότητα, δεν το πολυκαταλάβαινε ότι βρισκότανε στο δρόμο. Ο Ρασκόλνικωφ, ούτε κάθισε, ούτε ήθελε να φύγει, παρά στεκότανε μπροστά της όρθιος, δίχως να ξέρει τί απόφαση να πάρει.
128 Την είχε ιδεί κι αυτός από μακριά και πήγαινε κοντά της, αλλά του χάλαγε τη δουλειά ο Ρασκόλνικωφ. Του έριχνε άγριες ματιές, προσπαθώντας ωστόσο να μην τον πάρει χαμπάρι, και περίμενε ανυπόμονα τη στιγμή που θα έφευγε αυτός ο κουρελιάρης, για να του αφήσει ελεύθερη τη θέση.
129 Ο κύριος αυτός θα ήτανε καμμιά τριανταριά χρονών, γεροδεμένος, παχουλός, με πρόσωπο ροδοκόκκινο, με ρόδινα χείλη στολισμένα με ένα μουστάκι και ντυμένος κομψότατα. Ο Ρασκόλνικωφ θύμωσε τρομερά: τον έπιασε ξαφνικά μια μανία να προσβάλει μ' έναν οποιονδήποτε τρόπο αυτόν τον χον-τρο-λιμοκοντόρο.
130 Και σήκωσε το μπαστούνι του. Ο Ρασκόλνικωφ όρμησε κατά πάνω του, με τις γροθιές σφιγμένες, δίχως να σκεφτεί πως ο χοντρός κύριος θα μπορούσε να τα βάλει με δυο σαν κι αυτόν. Εκείνη τη στιγμή, όμως, κάποιος τον άρπαξε από πίσω με δύναμη: Ήτανε ένας αστυνομικός που μπήκε στη μέση.
131 Είμαι πρώην φοιτητής και λέγομαι Ρασκόλνικωφ - το λέω για του λόγου σου, αν σ' ενδιαφέρει να το μάθεις", πρόσθεσε γυρίζοντας κατά τον χοντρό κύριο. "Ελάτε μαζί μου, θα σας δείξω κάτι". Και πιάνοντας τον αστυφύλακα από το χέρι, τον πήγε κοντά στο παγκάκι. "Κοιτάξτε, είναι τύφλα στο μεθύσι.
132 Είδε πως είναι μεθυσμένη, πως δεν ξέρει τί κάνει και τώρα έχει μια τρομερή επιθυμία να την πλησιάσει, να την πάρει έτσι, όπως είναι σ' αυτήν την κατάσταση, και να την πάει κάπου... Έτσι είναι, σίγουρα, πιστέψτε με, δε γελιέμαι εγώ. Τον είδα με τα μάτια μου που την παραμόνευε και την ακολουθούσε.
133 Ο αστυφύλακας, που κατάλαβε αμέσως περί τίνος πρόκειται, άρχισε να σκέφτεται. Οι σκοποί του χοντρού κυρίου ήταν ολοφάνεροι. Έμενε τώρα το κορίτσι. Έσκυψε από πάνω της για να την εξετάσει από κοντύτερα και στο πρόσωπο του φάνηκε μια ειλικρινής συμπάθεια. "Α, τί κρίμα!", είπε κουνώντας το κεφάλι του.
134 Κούνησε πάλι το κεφάλι του, επιτιμητικά, με οίκτο και αγανάκτηση μαζί. "Εδώ ακριβώς είναι η δυσκολία", είπε στον Ρασκόλνικωφ, κοιτάζοντας τον πάλι επίμονα απ' τα νύχια ως την κορφή. Δεν του γέμισε κι αυτός το μάτι - ένας κουρελής και να δίνει λεφτά! "Τη συναντήσατε πολύ μακριά από δω". τον ρώτησε.
135 Είναι, πραγματικά, ντροπή αυτά που γίνονται στον κόσμο σήμερα! Μια μπουκιά παιδί και να μεθάει! θα την αποπλάνησαν, δε χωράει αμφιβολία. Για κοιτάξτε το φουστάνι της, είναι καταξεσκισμένο! Πόσο έχει προοδεύσει σήμερα η ακολασία! Ίσως να είναι από καμμιά καλή οικογένεια, που έπεσε στην εξαθλίωση.
136 Ίσως να 'χε κι αυτός κορίτσια που "τα παίρνει κανείς για δεσποινίδες καθώς πρέπει", με όλη την προσποίηση της ψευτομόρφωσης, με όλες τις προλήψεις της μόδας... "Το κυριότερο είναι να μην την αφήσουμε να πέσει στα χέρια αυτουνού του παλιανθρώπου", πρόσθεσε βιαστικά ο Ρασκόλνικωφ.
137 Ο Ρασκόλνικωφ μιλούσε δυνατά κι έδειχνε με το δάχτυλο τον χοντρό κύριο. Αυτός τον άκουσε κι έκανε αμέσως πως ξαναθυμώνει, ύστερα όμως άλλαξε γνώμη και περιορίστηκε να ρίξει μια περιφρονητική ματιά στο φοιτητή. Κατόπιν, απομακρύνθηκε αργά-αργά καμμιά δεκαριά βήματα και πάλι ξαναστάθηκε.
138 Η κοπέλα άνοιξε διάπλατα τα μάτια της, κοίταξε προσεχτικά σα να συνερχόταν σιγά-σιγά κι ύστερα σηκώθηκε και ξαναπήρε τον ίδιο δρόμο, αλλά με αντίθετη τώρα κατεύθυνση. "Μπα! Οι αδιάντροποι! Τί μου κολλάνε". μουρμούρισε πάλι, κάνοντας την ίδια χειρονομία, σα να 'θελε να διώξει κάποιον.
139 Περπατούσε γρήγορα, αλλά με βήματα κλονισμένα πάντοτε. Ο λιμοκοντόρος την ακολούθησε, αλλά από την αντικρυνή δεντροστοιχία, χωρίς να την αφήνει καθόλου απ' τα μάτια του. "Μην ανησυχείτε, δε θα την αφήσω ρούπι", δήλωσε αποφασιστικά ο αστυφύλακας με τα μεγάλα μουστάκια, βαδίζοντας πίσω τους.
140 Ο Ραζουμίχιν ήτανε ένας από τους παλιούς συμφοιτητές του στο Πανεπιστήμιο. Τα περίεργο είναι πως, τον καιρό που παρακολουθούσε τα μαθήματα στο Πανεπιστήμιο, δεν είχε σχεδόν συμφοιτητές, δεν έκανε παρέα με κανέναν απ' αυτούς, δεν πήγαινε να τους ιδεί και δεν του άρεσε να δέχεται τις επισκέψεις τους.
141 Ήτανε σκληρός με τον εαυτό του, δούλευε λυσσασμένα και είχε κερδίσει την εκτίμηση των συμφοιτητών του γι' αυτό, αλλά κανείς δεν τον αγαπούσε. Ήτανε πολύ φτωχός κι είχε μια περηφάνεια ελάχιστα κοινωνική, που κρατούσε τους άλλους σε απόσταση. Φαινότανε σα να 'χει πάντοτε μέσα του κάτι που τον έτρωγε.
142 Οι καλύτεροι απ' τους συμφοιτητές του τον παραδέχονταν και όλοι τους τον αγαπούσαν. Δεν ήτανε κανένας βλάκας, μ' όλο που μερικές φορές φαινότανε λίγο αφελής. Η εξωτερική του εμφάνιση τράβαγε αμέσως την προσοχή με το ψηλόλιγνο κορμί του, το κακοξυρισμένο του πρόσωπο και τα μαύρα του μαλλιά.
143 Μια νύχτα, που είχε βγεί έξω με την παρέα του, ξάπλωσε κάτω με μια γροθιά έναν αρχιφύλακα, που ήτανε κοντά δυο μέτρα ψηλός. Μπορούσε να πίνει τρομακτικά, αλλά μπορούσε και να μη βάζει γουλιά στο στόμα του. Παρασυρόταν μερικές φορές κι έκανε τρέλλες, άλλοτε όμως ήξερε να κάθεται φρόνιμα.
144 Πίστευε όμως πως αυτό θα γινότανε για πολύ μικρό χρονικό διάστημα και αγωνιζότανε μ' όλες του τις δυνάμεις να βολέψει την κατάσταση, για να μπορέσει να συνεχίσει τις σπουδές του. Ο Ρασκόλνικωφ είχε να πάει στο σπίτι του πάνω από τέσσερις μήνες και ο Ραζουμίχιν δεν ήξερε ούτε τη διεύθυνση του.
145 Έφυγε απ' το παγκάκι και προχώρησε σχεδόν τρέχοντας. Ήθελε να γυρίσει προς τα πίσω, να ξαναπάει στο σπίτι του, στη σκέψη όμως αυτή, η καρδιά του κατακλύστηκε από αηδία. Εκεί πάνω στη φριχτή του τρώγλη ωρίμασε το σχέδιο του γι' αυτό, εδώ κι ένα μήνα. Κι άρχισε να περπατάει έτσι στην τύχη.
146 Κάνοντας μια προσπάθεια, και σα να υποχωρούσε σε μια εσωτερική ανάγκη, άρχισε να εξετάζει, σχεδόν συνειδητά, το κάθε τι που συναντούσε μπροστά του, σα να ζητούσε μ' έναν οποιονδήποτε τρόπο κάτι που να του αποσπάσει την προσοχή. Αλλά δεν τα κατάφερνε και κάθε τόσο ξανάπεφτε στην ονειροπόληση του.
147 Όταν τον ξανάπιανε η ανατριχίλα, σήκωνε το κεφάλι του για να κοιτάξει τριγύρω του, αλλά αμέσως ύστερα, ξαναξέχναγε κι αυτό που σκεφτότανε και το μέρος ακόμα όπου βρισκότανε. Έτσι, πέρασε ολόκληρο το νησάκι Βασιλιέφσκυ, βγήκε στον Μικρό Νέβα, πέρασε τη γέφυρα κι έστριψε κατά τα Νησιά.
148 Στεκόταν μερικές φορές μπροστά σε καμμιά βίλα, χωμένη στην πρασινάδα, κοίταζε μέσα από το φράχτη, έβλεπε στα μπαλκόνια και στις βεράντες γυναίκες με ωραίες τουαλέτες και παιδιά που έτρεχαν στον κήπο. Πιο πολύ απ' όλα όμως πρόσεχε τα λουλούδια - σ' αυτά στηλώνονταν περισσότερο τα βλέμματα του.
149 Είδε πως είχε τριάντα καπίκια, πάνω-κάτω: "Είκοσι στον αστυφύλακα και τρία στη Ναστάσια, για το γράμμα της μητέρας, είκοσι τρία. Συνεπώς, έδωσα σαρανταεπτά ή πενήντα καπίκια στους Μαρμελάντωφ", σκέφτηκε, έχοντας, βέβαια, κάποιο λόγο για να λογαριάζει έτσι τα λεφτά που του έμειναν.
150 Βγήκε τότε απ' το δρόμο, χώθηκε μέσα στους θάμνους, ξάπλωσε στο γρασίδι κι αποκοιμήθηκε αμέσως... Στις άρρωστες καταστάσεις τα όνειρα διακρίνονται συχνά για την εξαιρετική τους ζωντάνια, για τα δυνατά χρώματα τους και την υπερβολική ομοιότητα τους με την πραγματικότητα.
151 Τα όνειρα αυτού του είδους, τα νοσηρά όνειρα, μένουν πάντοτε πολύ βαθιά στη μνήμη μας και προκαλούν ένα απρόβλεπτο αποτέλεσμα στον, κλονισμένο κιόλας, οργανισμό του ατόμου. Ο Ρασκόλνικωφ είδε ένα όνειρο τρομαχτικό, από την παιδική του ηλικία, εκεί κάτω, στη μικρή τους πόλη.
152 Ήτανε πάντοτε γεμάτη κόσμο, φώναζαν εκεί μέσα, γελούσαν, βλαστήμαγαν, έλεγαν τραγούδια άσεμνα και πολλές φορές καυγάδιζαν. Τριγύρω, έβλεπες πάντοτε μεθυσμένους, που βρωμοκοπούσαν και είχανε μια φάτσα τόσο σιχαμένη. 'Όταν τους συναντούσε, σφιγγόταν πάνω στον πατέρα του κι έτρεμε όλο το κορμί του.
153 Στη μέση του νεκροταφείου υπάρχει μια πέτρινη εκκλησία, με πράσινο τρούλλο, όπου πήγαινε μια-δυο φορές το χρόνο στη λειτουργία, που γινότανε για την ψυχή της γιαγιάς του. Είχε πεθάνει από πολλά χρόνια και δεν τη γνώρισε. Της πήγαιναν τότε πάντα ένα άσπρο πιάτο με κόλλυβα, τυλιγμένο με μια πετσέτα.
154 Τώρα όμως - παράξενο-έχουν ζέψει στο βαρύ εκείνο κάρο ένα αλογάκι ψαρί, σκελετωμένο, από κείνα τα ψωράλογα που τα 'χε ιδεί πολλές φορές να σκοτώνονται, για να τραβήξουν ένα φορτίο με ξύλα ή σανό και βούλιαζαν οι ρόδες του κάρου ως τον άξονα στις λάσπες του χαλασμένου δρόμου.
155 Ανέβηκαν όλοι στο κάρο του Μικόλκα, γελώντας και λέγοντας αστεία. Είχανε κιόλας ανεβεί επάνω έξη κι ήθελαν να βάλουν κι' άλλους. Παίρνουν μαζί και μια χοντρή κοκκινομάγουλη γυναίκα. Φορεί ένα φουστάνι κόκκινο, βαμβακερό, μπόλια κεντημένη με χάντρες και βαριά ποδήματα από κετσέ.
156 Τραγανίζει φουντούκια και γελάει. Γελάνε κι όλοι γύρω και, πραγματικά, πώς να μη γελάσεις; Ένα ψοφαλογάκι σαν κι αυτό να τραβήξει τέτοιο βάρος καλπάζοντας! Δυο παιδιά, που είχαν ανεβεί στο κάρο, παίρνουν αμέσως από ένα καμουτσί για να βοηθήσουν τον Μικόλκα. Ακούστηκε το χούγιασμα του αλόγου.
157 Και ήθελε να το τραβήξει απ' αυτό το μέρος. Το παιδί όμως ξεφεύγει απ' τα χέρια του πατέρα του και, σα χαμένο, τρέχει προς το αλογάκι. Το δύστυχο το ζώο ήτανε κιόλας σε κακά χάλια. Λαχάνιαζε, σταματούσε για μια στιγμή, κι έπειτα ξανατράβαγε. Λίγο ακόμα και θα σωριαζότανε κάτω.
158 Κι ήτανε πραγματικά αστείο: ένα άλογο, έτοιμο να σωριαστεί, που κλωτσάει! Δυο παιδιά προχώρησαν από το πλήθος, άρπαξαν από ένα μαστίγιο κι άρχισαν να χτυπάνε τη φοράδα κι απ' τα δυο πλευρά. "Βαράτε τη στη μουσούδα, στα μάτια! Μαστιγώστε τη στα μάτια!", φωνάζει ο Μικόλκα.
159 Φουσκώνει η καρδιά του, κυλάνε τα δάκρυα. Ένας απ' αυτούς που ανεβοκατέβαζαν τα μαστίγια τον χτυπάει ξυστά στο πρόσωπο, αλλά δεν το νιώθει καθόλου, στριφογυρίζει τα χέρια του, φωνάζει, ορμάει κατά το γέρο με την άσπρη γενειάδα που κουνάει το κεφάλι του και κατακρίνει πέρα για πέρα αυτό το πράγμα.
160 Μια γυναίκα πιάνει από το χέρι το παιδί και γυρεύει να το τραβήξει πέρα, εκείνο όμως της ξεφεύγει και τρέχει πάλι κοντά στο άλογο, που έχει εξαντληθεί πια αλλά, για μια ακόμα φορά, προσπαθεί να κλωτσήσει. "Αχ, που να σε πάρει ο διάβολος!", μουγκρίζει ο Μικόλκα λυσσασμένα.
161 Και παίρνοντας φόρα, κατεβάζει το στυλιάρι στην πλάτη της φοράδας. Το χτύπημα αντηχεί υπόκωφα. "Μαστιγώστε! Μαστιγώστε τη, λοιπόν! Γιατί σταθήκατε". ακούγονται κάτι φωνές απ' το πλήθος. Ο Μικόλκα ξανασηκώνει το στυλιάρι και κοπανάει άλλη μια με όλη του τη δύναμη, στην πλάτη του δύστυχου ψωράλογου.
162 Το στυλιάρι σηκώνεται ξανά και πέφτει για τρίτη φορά, ύστερα για τέταρτη, κι ύστερα συνέχεια και ρυθμικά. Ο Μικόλκα λυσσάει απ' το κακό του, που δεν μπορεί να τη σκοτώσει με τη μία. "Εφτάψυχη είναι!", λένε τριγύρω. "Δε θ' αντέξει πολύ, οι στιγμές της είναι μετρημένες", λέει ένας άλλος θεατής.
163 Και με όλη του τη δύναμη, της δίνει ένα τρομερό χτύπημα με το λοστό. Η φοραδίτσα τρεκλίζει, κάθεται στα πισινά της και προσπαθεί και πάλι να τραβήξει, έρχεται όμως και δεύτερο χτύπημα με το λοστό στην πλάτη της και σωριάζεται καταγής, σα να της έκοψαν και τα τέσσερα πόδια.
164 Κύριε! Είναι ποτέ δυνατό". Έτρεμε σα φύλλο μονολογώντας. "Μα, τί έπαθα λοιπόν". συνέχισε, ενώ ξανακάθισε κάτω, πέφτοντας σε μια χαύνωση βαθιά. "Και όμως, ήξερα πως δε θα το άντεχα χτες, όταν πήγα να κάνω κείνη την πρόβα. Χτες κατάλαβα πολύ καλά πως δε θα βάσταγα να το κάνω.
165 Ακόμα κι αν παραδεχτούμε ότι όλοι μου οι υπολογισμοί είναι σωστοί πέρα για πέρα, ότι όλα αυτά που αποφάσισα τούτον τον μήνα, είναι ξεκάθαρα σαν το φως της ημέρας, σαν τα μαθηματικά - ακόμα και τότε, θεέ μου, δε θα τ' αποφάσιζα. Δε θα μπορούσα να το κάνω, ποτέ, ποτέ! Πώς γίνεται λοιπόν κι ως τώρα.
166 Είχε την εντύπωση ότι τον παραμόνευε εκείνη η συνάντηση. Θα 'τανε εννέα η ώρα πάνω κάτω όταν πέρασε την σαναγορά. Όλοι οι μαγαζάτορες και οι υπαίθριοι πουλητές έκλειναν τα μαγαζιά τους, μάζευαν και έδεναν τα εμπορεύματα τους, για να ξαναγυρίσουν στα σπίτια τους. Το ίδιο έκαναν και οι πελάτες.
167 Κι αυτή τον γνώριζε λιγάκι. Ήτανε μια γυναίκα ψηλή, αγαθή, δειλή κι αδέξια, τριάντα πέντε χρονών πάνω-κάτω. Την είχανε για ηλίθια σχεδόν και η αδελφή της τη μεταχειριζότανε σα σκλάβα. Δούλευε γι' αυτή νύχτα και μέρα, έτρεμε μπροστά της και μερικές φορές καθότανε και την έδερνε κιόλας.
168 Αυτοί της έλεγαν κάτι με εντελώς ιδιαίτερη θέρμη. Όταν την είδε ο Ρασκόλνικωφ, έτσι άξαφνα, πλημμυρίστηκε από ένα αίσθημα παράξενο, κάτι σα βαθιά κατάπληξη, παρ' όλο που δεν υπήρχε τίποτα το εκπληκτικό σ' εκείνη τη συνάντηση. "Σεις θα τ' αποφασίσετε, Ελισάβετ Ιβάνοβνα", είπε δυνατά ο μικροπωλητής.
169 Φαινότανε σα να δίσταζε να πάρει την απόφαση. "Αχ! Πόσο την τρέμετε αυτή την Αλιόνα Ιβάνοβνα", είπε η γυναίκα του μικροπωλητή. "Λόγω τιμής, ακούγοντας σας κανείς, θα σας έπαιρνε για μικρό παιδάκι. Πρώτα-πρώτα, δεν είναι πραγματική σας αδελφή και το βλέπετε πώς σας μεταχειρίζεται".
170 Ο Ρασκόλνικωφ, τους προσπέρασε κείνη τη στιγμή και δεν άκουσε περισσότερα. Είχε κοντύνει ανεπαίσθητα το βήμα του και προσπαθούσε να μη χάσει τίποτα απ' τη συζήτηση. Η κατάπληξη που ένιωσε στην αρχή γινότανε σιγά-σιγά τρόμος. Μια παγωμένη ανατριχίλα πέρασε απ' τη ραχοκοκκαλιά του.
171 Το μάθαινε ξαφνικά, το μάθαινε τόσο ανεπάντεχα, πως αύριο, στις εφτά ακριβώς, η Ελισάβετ, η αδελφή και η μοναδική σύντροφος της γριάς, δεν θα ήτανε στο σπίτι. Συνεπώς η γριά, στις εφτά το βράδυ, θα βρισκότανε ολομόναχη εκεί μέσα. Από δω ως το σπίτι του δεν απόμεναν πια παρά μονάχα μερικά βήματα.
172 Οπωσδήποτε, θα 'τανε πολύ δύσκολο να το ξέρει απ' την προηγούμενη ημέρα με τόση ακρίβεια και δίχως τον παραμικρό κίνδυνο, χωρίς να προχωρήσει σε έρευνες και ερωτήσεις επικίνδυνες, ότι την άλλη μέρα, την τάδε ώρα ακριβώς, η τάδε γριά που σκόπευε να σκοτώσει, θα βρισκόταν ολομόναχη στο σπίτι της.
173 Τη θυμήθηκε αυτή τη διεύθυνση πριν από ενάμισυ μήνα. Είχε δυο πράγματα που θα μπορούσαν να μπουν ενέχυρο: Το παλιό ασημένιο ρολόι, ενθύμιο του πατέρα του, κι ένα μικρό χρυσό δαχτυλίδι με τρεις κόκκινες πετρούλες, που του το είχε δώσει η αδελφή του για να τη θυμάται, τότε που χωριστήκανε.
174 Σύμπτωση βέβαια. Αλλά, πριν ακόμα διώξει απ' το μυαλό του εκείνη την εντύπωση, που δεν ήτανε φυσικά και τίποτα το εξαιρετικό, ήρθε κάτι να του την ενισχύσει ακόμα περισσότερο: Ο φοιτητής άρχισε να διηγιέται στο φίλο του χίλιες δυο λεπτομέρειες σχετικά μ' αυτήν την Αλιόνα Ιβάνοβνα.
175 Κι άρχισε να λέει πως είναι κακιά και ιδιότροπη και πως μια μέρα μόνο να καθυστερούσες να της πας τα λεφτά το 'χανες το ενέχυρο. Έδινε το ένα τέταρτο της αξίας του ενέχυρου κι έπαιρνε τόκο πέντε κι επτά ακόμα τοις εκατό το μήνα κ.λπ. Ο φοιτητής ήτανε αστείρευτος σ' αυτό το θέμα.
176 Ύστερα, η συζήτηση στράφηκε γύρω απ' την Ελισάβετ. Ο φοιτητής μιλούσε γι' αυτή με ιδιαίτερη ευχαρίστηση, χωρίς να πάψει να γελάει, ενώ ο αξιωματικός που τον άκουγε, με πολλή προσοχή ως το τέλος, τον παρακάλεσε να του στείλει αυτή την Ελισάβετ στο σπίτι του, γιατί ήθελε να του μαντάρει κάτι εσώρουχα.
177 Δούλευε μέρα-νύχτα για την αδελφή της, ενώ ταυτόχρονα έκανε τη μαγείρισσα και την πλύστρα του σπιτιού. Επίσης πούλαγε διάφορα ραψίμια της, σφουγγάριζε σε σπίτια κι έδινε όλα της τα κέρδη στην αδελφή της. Δεν τολμούσε ν' αναλάβει καμμιά παραγγελία και καμμιά δουλειά χωρίς την άδεια της.
178 Έχει ένα προσωπάκι τόσο αγαθό και τόσο ωραία μάτια! Απόδειξη, ότι αρέσει πολύ στους άντρες. Είναι τόσο ήρεμη και τόσο γλυκεία, που δε λέει ποτέ της όχι. Κι ύστερα, έχει ένα χαμόγελο αληθινά γοητευτικό". "Θα σου άρεσε δηλαδή, ε". ρώτησε ο αξιωματικός γελώντας. "Επειδή είναι έτσι παράξενη.
179 Αν δε γίνει αυτό, κινδυνεύουμε να πνιγούμε σ' έναν ωκεανό προλήψεων. Αν δε γινότανε αυτό, δε θα υπήρχε ούτε ένας μεγάλος άνθρωπος. "Το καθήκον, η συνείδηση", σου λένε. Το ζήτημα είναι, απλώς, να συμφωνήσουμε πάνω σ' αυτές τις λέξεις. Περίμενε, θα σου κάνω μια ακόμα ερώτηση.
180 Ήτανε κουβέντες και ιδέες νέων, που του 'τύχε να τις ακούσει πολλές φορές, με διαφορετική μορφή και για διαφορετικό θέμα. Αλλά, γιατί το 'φέρε έτσι η τύχη ν' ακούσει ο Ρασκόλνικωφ αυτή τη συζήτηση κι αυτές τις ιδέες τη στιγμή που παρουσιάστηκαν και στο δικό του μυαλό...
181 Εκείνη η ασήμαντη κουβέντα, θα εξασκούσε μια επίδραση τρομακτική στα κατοπινά γεγονότα: θα 'λέγε κανείς πως αυτό ήτανε κάτι, ένα σημάδι, μια βουλή της μοίρας. Γυρίζοντας από την σαναγορά, ρίχτηκε στο ντιβάνι του κι έμεινε έτσι ακίνητος μια ολόκληρη ώρα. Στο μεταξύ σκοτείνιασε.
182 Κερί δεν είχε, ούτε σκέφτηκε, άλλωστε, ν' ανάψει φως. Δε μπόρεσε ποτέ του να θυμηθεί αν εκείνη τη στιγμή είχε σκεφτεί κάτι. Τέλος, ένιωσε και πάλι εκείνα τα ρίγη του πυρετού, που τον έπιασαν και πρωτύτερα. Είπε τότε, όχι δίχως ευχαρίστηση, ότι θα μπορούσε να ξαπλώσει στο ντιβάνι του.
183 Κοιμήθηκε περισσότερο απ' το συνηθισμένο και χωρίς να ιδεί όνειρα. Η Ναστάσια τον ξύπνησε με πολύ κόπο, όταν μπήκε στο δωμάτιο του το πρωί, κατά τις δέκα. Του 'φέρνε τσάι και ψωμί. Το τσάι, βρασμένο δεύτερο χέρι, ήτανε πάλι απ' τη δικιά της τσαγιέρα. "Κοιμάται του καλού καιρού!", φώναξε με θυμό.
184 Ο Ρασκόλνικωφ ήτανε ακόμα ξαπλωμένος. Το τσάι δεν το είχε αγγίξει. Η Ναστάσια άρχισε να τον σκουντά θυμωμένα. "Μωρέ, τί έπαθες και το βράζεις". φώναξε κοιτάζοντας τον με αγανάχτηση. Εκείνος ανασηκώθηκε στο ντιβάνι του καθιστά κι έμεινε με τα μάτια στυλωμένα κάτω, δίχως να της απαντήσει.
185 Εκείνη στάθηκε ακόμα λίγο, τον κοίταξε με οίκτο, κι ύστερα έφυγε. Αφού πέρασαν μερικά λεπτά, σήκωσε τα μάτια και κοίταξε κάμποσο το τσάι και τη σούπα. Ύστερα, πήρε ένα κομμάτι ψωμί και το κουτάλι κι άρχισε να τρώει. Έφαγε τρεις-τε'σσερις κουταλιές χωρίς όρεξη και σχεδόν μηχανικά.
186 Ο πονοκέφαλος του περνούσε. Όταν τελείωσε το φαγητό του, ξανατεντώθηκε στο ντιβάνι, αλλά αυτή τη φορά δε μπόρεσε ν' αποκοιμηθεί κι έμεινε έτσι ακίνητος, ξαπλωμένος μπρούμυτα και με το πρόσωπο χωμένο στο μαξιλάρι. Σκεφτότανε αδιάκοπα και οι ονειροπολήσεις του ήτανε παράξενες.
187 Τις πιο πολλές φορές έβαζε με το νου του πως βρισκότανε εκεί κάτω, στην Αφρική, στην Αίγυπτο, σε κάποια όαση. Το καραβάνι αναπαύεται, οι γκαμήλες είναι ξαπλωμένες ειρηνικά. Τριγύρω, σε κύκλο, φοινικιές. Όλοι οι άλλοι τρώνε. Εκείνος πίνει μόνο νερό από ένα αυλάκι, που κυλάει κελαρυστά πιο πέρα.
188 Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, αλλά κανένας θόρυβος δεν ακουγότανε στη σκάλα, θα 'λέγε κανείς πως όλοι μέσα σ' αυτό το σπίτι είχανε κοιμηθεί. Του φαινότανε παράξενο και τερατώδες, που μπόρεσε να κοιμηθεί έτσι συνέχεια απ' τα χτες, χωρίς να κάνει και χωρίς να προετοιμάσει τίποτα.
189 Τα χέρια του έτρεμαν, καθώς έκανε αυτή τη δουλειά, τα κατάφερε όμως τόσο καλά, ώστε το ράψιμο δε φαινότανε καθόλου απέξω, όταν ξαναφόρεσε το παλτό του. Από πολύ καιρό είχε ετοιμάσει τη βελόνα και την κλωστή, που βρίσκονταν στο συρτάρι του τραπεζιού του, τυλιγμένες μ' ένα χαρτάκι.
190 Όσο για τη θηλιά, ήτανε μια πολύ έξυπνη επινόηση του: Η θηλειά αυτή προοριζότανε για τον μπαλντά. Ήτανε αδύνατο να βγεί έξω στο δρόμο μ' ένα μπαλντά στο χέρι. Αν τον έκρυβε πάλι κάτω απ' το παλτό του, έπρεπε να τον κρατάει με το χέρι του και ήτανε αρκετό αυτό για να τον προσέξουν.
191 Ενώ τώρα, θα περνούσε στη θηλιά που έφτιαξε το σίδερο του μπαλντά και θα 'τανε ήσυχα-ήσυχα κρεμασμένος κάτω απ' τη μασχάλη του, σ' όλο το δρόμο. Χώνοντας το χέρι του στην αριστερή τσέπη του παλτού του, θα κρατούσε το ξύλινο χέρι του μπαλντά, για μην τον αφήσει να κουνιέται πέρα-δωθε.
192 Τη θηλιά αυτή την είχε επινοήσει εδώ και δεκαπέντε μέρες. Όταν τέλειωσε η δουλειά αυτή, έχωσε τα δάχτυλα του στη χαραμάδα, που σχηματιζότανε ανάμεσα στο "τούρκικο" ντιβάνι του και στο πάτωμα, έψαξε στην αριστερή γωνιά και τράβηξε το ενέχυρο, που είχε προετοιμάσει από καιρό και το 'κρύψε εκεί κάτω.
193 Ήτανε, απλώς, μια σανίδα πλανισμένη, που είχε το πάχος και το μέγεθος μιας ταμπακιέρας. Την είχε βρεί, εντελώς τυχαία, σε μια απ' τις περιπλανήσεις του μέσα σε μια αυλή, όπου υπήρχε κάποιο επιπλοποιείο. Κατόπιν, έβαλε πάνω σ' αυτή τη σανίδα μια λαμαρίνα, που τη βρήκε κι αυτή στο δρόμο.
194 Αφού εφάρμοσε τη λαμαρίνα, που ήτανε λεπτότερη, πάνω στο σανιδάκι, τα 'δέσε και τα δυο μαζί γερά, περνώντας μια κλωστή σταυρωτά, και ύστερα τα τύλιξε με προσοχή και κομψότητα μέσα σε άσπρο πεντακάθαρο χαρτί και με τέτοιον τρόπο, που να 'ναι δύσκολο να ξεδιπλωθεί το χαρτί.
195 Κι αυτό το 'κάνε για ν' αποσπάσει λίγο την προσοχή της γριάς και να εκμεταλλευθεί την κατάλληλη στιγμή, όταν αυτή θα προσπαθούσε να λύσει το πακέτο. Η λαμαρίνα είχε προστεθεί για να δώσει στο αντικείμενο βάρος και για να μην καταλάβει η γριά, τουλάχιστον αμέσως, πως το αντικείμενο ήτανε ξύλινο.
196 Όρμησε κατά την πόρτα, έστησε τ' αυτί, πήρε το καπέλο του κι άρχισε να κατεβαίνει τα δεκατρία σκαλιά προσεχτικά και αθόρυβα, σα γάτος. Έμενε τώρα το σημαντικότερο απ' όλα: Να κλέψει απ' την κουζίνα τον μπαλντά. Το ότι έπρεπε να χρησιμοποιήσει μπαλντά, το 'χε αποφασισμένο από πολύ καιρό.
197 Όσο για το πού θα 'βρίσκε τον μπαλντά, δεν τον απασχολούσε καθόλου αυτή η λεπτομέρεια, γιατί ήτανε το ευκολότερο. Πραγματικά, η Ναστάσια δε βρισκότανε ποτέ στο σπίτι, τα βράδια προ πάντων. 'Άλλοτε έτρεχε στους γειτόνους κι άλλοτε στα μαγαζιά, αφήνοντας πάντοτε την πόρτα ορθάνοιχτη.
198 Κάθε φορά που την κατσάδιαζε η σπιτονοικοκυρά, ήτανε γι' αυτό ακριβώς το λόγο. Ο Ρασκόλνικωφ, λοιπόν, δεν είχε παρά να μπεί ήσυχα-ήσυχα στην κουζίνα, όταν θα 'ρχότανε η στιγμή, και να πάρει τον μπαλντά. Ύστερα, σε μια ώρα (όταν όλα θα είχανε τελειώσει) θα ξαναγύριζε και θα τον έβαζε στη θέση του.
199 Ο Ρασκόλνικωφ είχε καταλήξει στην πεποίθηση ότι αυτή η έλλειψη της λογικής και η μείωση της θέλησης, πιάνουν τον άνθρωπο ακριβώς όπως τον βρίσκει και μια αρρώστια, αναπτύσσονται προοδευτικά και φθάνουν στο κορύφωμα της έντασης τους λίγες στιγμές πριν απ' την εκτέλεση του εγκλήματος.
200 Ύστερα, περνάει, όπως κάθε άλλη αρρώστια. Το ζήτημα είναι να μάθει κανείς αν η αρρώστια αυτή γεννάει το έγκλημα ή μήπως το ίδιο το έγκλημα, απ' τη φύση του, συνοδεύεται πάντοτε από ένα είδος αρρώστιας. Αυτό το ζήτημα όμως, δεν αισθανότανε πως είχε ακόμα τις δυνάμεις να το λύσει.
201 Ας αφήσουμε κατά μέρος τη σειρά των σκέψεων που τον οδήγησαν σε τούτο το απόλυτο συμπέρασμα - έχουμε άλλωστε προτρέξει πάρα πολύ από τα γεγονότα, θα προσθέσουμε μόνον ότι οι καθαρά υλικές δυσκολίες, που παρουσιάζει η υπόθεση, έπαιζαν εντελώς δευτερεύοντα ρόλο στο μυαλό του.
202 Η δουλειά όμως χάλασε. Πάει πια ο μπαλντάς. Η στενοχώρια του ήτανε πολύ μεγάλη. "Πώς περίμενα", σκέφθηκε καθώς περνούσε την εξώπορτα, "πώς το περίμενα ότι αυτήν ακριβώς τη στιγμή η Ναστάσια θ' απουσίαζε απ' την κουζίνα; Γιατί; Γιατί ήμουνα τόσο σίγουρος γι' αυτό το πράγμα".
203 Μες στο θυμό του, του ερχότανε να πάρει στην κοροϊδία τον ίδιο του τον εαυτό. Μέσα του έβραζε μια λύσσα βλακώδης και άγρια. Στάθηκε κάτω απ' την εξώπορτα δισταχτικά. Να βγεί στο δρόμο, έτσι άσκοπα, δεν το 'θελε. Ν' ανεβεί πάλι στο δωμάτιο του, δεν το 'θελε ακόμα περισσότερο.
204 Αμέσως, πριν ακόμα βγεί από κει μέσα, τον πέρασε στη θηλειά του παλτού του, έχωσε τα δυο του χέρια στις τσέπες και βγήκε έξω: Κανένας δεν τον είχε ιδεί! "'Όταν λείπει το μυαλό, το αντικαθιστά ο διάβολος", σκέφτηκε μ' ένα παράξενο χαμόγελο. Πήρε πολύ κουράγιο απ' αυτή τη σύμπτωση.
205 Δεν κοίταζε τους διαβάτες, προσπαθούσε μάλιστα να μη σηκώνει τα μάτια του σε άνθρωπο για να περάσει, όσο γινότανε, πιο απαρατήρητος. Εκείνη τη στιγμή ξαναθυμήθηκε το καπέλο του: "Θεέ μου! Και να σκέφτεται κανείς ότι προχτές είχα λεφτά και δεν πήγα να τ' αντικαταστήσω μ' ένα κασκέτο!"
206 Μια βλαστήμια βγήκε απ' τα τρίσβαθα της ψυχής του. Ρίχνοντας μια ματιά σ' ένα ρολόι του τοίχου, που βρισκότανε στο βάθος ενός μαγαζιού, είδε πως η ώρα ήτανε εφτά και δέκα. Έπρεπε να βιαστεί, αλλά ταυτόχρονα έπρεπε να κάνει και κύκλο: Ήτανε καλύτερα να μπεί απ' την άλλη μεριά, από την πίσω πόρτα.
207 Εκείνη την ώρα πολλά παράθυρα, που έβλεπαν κατά την απέραντη και τετράγωνη αυλή, ήτανε ανοιχτά. Ο Ρασκόλνικωφ όμως δε σήκωσε καθόλου το κεφάλι του, δεν είχε τη δύναμη να κάνει τέτοιο πράγμα. Η σκάλα, που ανέβαινε στης γριάς, ήτανε πολύ κοντά στην πόρτα, δεξιά. Βρισκότανε κιόλας πάνω στη σκάλα.
208 Άρχισε να σκαρφαλώνει τα σκαλιά, κρατώντας την αναπνοή του και σφίγγοντας με το ένα του χέρι την καρδιά του, που χτυπούσε δυνατά, ενώ ταυτόχρονα πασπάτευε τον μπαλντά και τον ανασήκωνε για μια φορά ακόμα! Ανέβαινε σιγά-σιγά, με προφυλάξεις κι αφουγκραζότανε κάθε στιγμή.
209 Αλλά η καρδιά του, δεν έλεγε να ηρεμήσει. Αντίθετα, λες και το 'κάνε επίτηδες, χτυπούσε όλο και δυνατότερα... Ο Ρασκόλνικωφ, δεν άντεξε πια. Άπλωσε το χέρι του αργά-αργά κατά το κορδόνι του κουδουνιού και το τράβηξε. Ύστερα από μισό λεπτό το ξανατράβηξε ακόμα δυνατότερα.
210 Είχανε τάχα τόσο πολύ ακονισθεί οι αισθήσεις του, πράγμα δύσκολο να το δεχθεί κανείς, ή στα αλήθεια ακούστηκε αυτός ο τόσο ανεπαίσθητος θόρυβος; Όπως κι αν είναι, πήρε τ' αυτί του το ανάλαφρο σούρσιμο ενός χεριού που σερνόταν προσεχτικά στο συρτή, καθώς και το θρόισμα φουστανιού πάνω στην πόρτα.
211 Επειδή φοβήθηκε μήπως τρομάξει η γριά, καθώς θα βρισκότανε ολομόναχη μαζί του, κι επειδή ήξερε πως η έκφραση του και το παρουσιαστικό του δεν θα την καθησύχαζαν καθόλου, άρπαξε την πόρτα και την τράβηξε προς το μέρος του, για να μην αλλάξει γνώμη η γριά και την ξανακλείσει.
212 Η γριά τρομοκρατήθηκε, έκανε ένα βήμα κατά πίσω και κάτι πήγε να πεί, αλλά φάνηκε σα να μη μπορούσε να μιλήσει και τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια. "Καλησπέρα, Αλιόνα Ιβάνοβνα", άρχισε να της λέει όσο πιο αδιάφορα μπορούσε, η φωνή του όμως, που δεν τον υπάκουε, ήτανε κοφτή και τρεμουλιάρικη.
213 Και άπλωσε το χέρι του με το ενέχυρο. Η γριά έκανε να το πάρει και να το εξετάσει, αμέσως όμως ξανακάρφωσε τα μάτια της απάνω του. Τον κοίταζε με προσοχή αγριεμένα και καχύποπτα. Πέρασε ένα λεπτό. Του φάνηκε μάλιστα πως διέκρινε στο βλέμμα της γριάς κάτι σαν ειρωνεία, σα να τα μάντεψε όλα.
214 Τα 'πε αυτά τα λόγια δίχως να τα σκεφθεί, σα να του ξέφυγαν, έτσι άξαφνα, από μόνα τους. Η γριά άλλαξε στάση: Καθώς φαίνεται, πήρε κουράγιο με τον αποφασιστικό τόνο που είχε η φωνή του επισκέπτη της. "Μα, γιατί, γιόκα μου, έτσι ξαφνικά; Τί είναι αυτό". ρώτησε κοιτάζοντας το ενέχυρο.
215 Εκείνος ξεκούμπωσε το παλτό του κι έβγαλε τον μπαλντά απ' τη θηλιά, χωρίς όμως να τον τραβήξει όλον έξω. Τον κρατούσε με το δεξί χέρι κάτω απ' το παλτό του. Ένιωσε μια τρομερή εξάντληση στα χέρια του και του φαινότανε ότι από στιγμή σε στιγμή μούδιαζαν και γίνονταν βαριά σα μολύβι.
216 Η γριά ήτανε, όπως πάντα, ξεσκούφωτη. Τα μαλλιά της, άσπρα, αραιά, ανακατωμένα και πασαλειμμένα με λάδι, όπως το συνήθιζε, ήτανε πλεγμένα κοτσίδα, ψιλή σαν ποντικοουρά, και δεμένα από το σβέρκο της με μια ξεδοντιασμένη χτένα. Ο μπαλντάς, τη βρήκε ακριβώς στην κορυφή, γιατί ήτανε πολύ κοντούλα.
217 Ο Ρασκόλνικωφ τραβήχτηκε λίγο προς τα πίσω, για να την αφήσει να πέσει, κι έσκυψε πάνω απ' το πρόσωπο της: Ήτανε πεθαμένη. Τα μάτια της ήτανε γουρλωμένα σα να 'θελαν να πεταχτούν από τις κόγχες τους, στο μέτωπο της και στο πρόσωπο της φαίνονταν οι σπασμοί της επιθανάτιας αγωνίας.
218 Άρχισε από τη δεξιά τσέπη, απ' αυτή που την είδε την τελευταία φορά να βγάζει τα κλειδιά της. Διατηρούσε όλη του την πνευματική διαύγεια, δεν ένιωθε ούτε ζαλάδα, ούτε ίλιγγο. Μόνο τα χέρια του έτρεμαν ακόμα. Αργότερα, θυμήθηκε ότι ήτανε πολύ προσεχτικός, πολύ συνετός, ότι φυλαγόταν πολύ μη λερωθεί.
219 Μόλις τα πήρε, έτρεξε αμέσως κατά την κρεβατοκάμαρα. Ήτανε ένα δωμάτιο πολύ μικρό και είχε ένα μεγάλο εικονοστάσι, γεμάτο με εικονίσματα. Αντίκρυ, κοντά στον τοίχο, υπήρχε ένα μεγάλο κρεβάτι, πεντακάθαρο, σκεπασμένο μ' ένα πάπλωμα, που ήτανε ντυμένο με κομμάτια μεταξωτά.
220 Κοντά στον τρίτο τοίχο ήτανε ο κομμός. Παράξενο! Αμέσως μόλις έκανε να βάλει το κλειδί στην κλειδαριά αυτού του επίπλου, αμέσως μόλις άκουσε το τρίξιμο του, πέρασε σ' όλο του το κορμί μια ανατριχίλα. Του ξανάρθε, ξαφνικά, να τα παρατήσει όλα και να φύγει. Αυτό όμως κράτησε μονάχα μια στιγμή.
221 Του φάνηκε πως ίσως να ζούσε ακόμα η γριά, πως μπορούσε ίσως να συνέλθει. Αφήνοντας τον κομμό και τα κλειδιά, ξαναγύρισε κοντά στο πτώμα, πήρε τον μπαλντά, τον σήκωσε άλλη μια φορά πάνω απ' την γριά, αλλά δεν τον άφησε να πέσει. Δεν υπήρχε καμμιά αμφιβολία, ήτανε πεθαμένη.
222 Σκύβοντας από πάνω της, καθώς την εξέτασε από πολύ κοντά, είδε πως το κρανίο της ήτανε ολότελα σπασμένο και μάλιστα πλακουτσωμένο από τη μια μεριά. Έκανε να τ' αγγίξει με το δάχτυλο του, αλλά κρατήθηκε: Έφτανε που το 'βλέπε με τα μάτια του... Στο πάτωμα είχε σχηματισθεί μια λίμνη από αίμα.
223 Νευριασμένος σήκωσε ακόμα μια φορά τον μπαλντά για να το κόψει επάνω στο κορμί της γριάς. Δεν τόλμησε όμως να το κάνει και με πολλή δυσκολία, γεμίζοντας αίματα τον μπαλντά και τα χέρια του, τα κατάφερε να το κόψει ύστερα από δυο λεπτά, δίχως να λιανίσει και το πτώμα. Ύστερα, το τράβηξε.
224 Πήρε βιαστικά και ξαναμμένα τα κλειδιά κι άρχισε να τα δοκιμάζει, χωρίς επιτυχία όμως: Δεν έπιαναν στην κλειδαριά. Όχι πως έτρεμαν πάρα πολύ τα χέρια του, αλλά έκανε λάθος διαρκώς: Έβλεπε, λόγου χάριν, ότι δεν ήτανε αυτό που έπρεπε ένα κλειδί, ότι δεν ταίριαζε, κι ωστόσο εξακολουθούσε να παλεύει.
225 Ξαφνικά, θυμήθηκε και σκέφτηκε ότι εκείνο το μεγάλο κλειδί με τα δόντια, που κρεμότανε μαζί με τα μικρά, δεν έπρεπε να είχε καμμιά σχέση με τον κομμό (τη σκέψη αυτή την είχε κάμει και την τελευταία φορά) αλλά θα ήτανε καμμιάς κασέλας, όπου ίσως να βρίσκονταν όλα τα αξίας αντικείμενα.
226 Παρατώντας τον κομμό, έψαξε κάτω απ' το κρεβάτι, ξέροντας πως οι γριές συνηθίζουν να χώνουν τις κασέλες τους σ' αυτό το μέρος. Πραγματικά, υπήρχε εκεί κάτω ένα κασελάκι, που είχε μάκρος πάνω από μια πήχη, με καπάκι κυρτό, ντυμένο με κόκκινο δέρμα και καρφωμένο με ατσάλινα καρφάκια.
227 Πάνω-πάνω, κάτω από ένα άσπρο πανί, ήτανε μια γούνα από λαγοτόμαρο, με κόκκινη γαρνιτούρα. Ύστερα, ένα μεταξωτό φουστάνι, ένα σάλι και στο βάθος, δε φαινότανε τίποτ' άλλο, εκτός από κουρέλια. Πρώτα-πρώτα, άρχισε να σκουπίζει στη κόκκινη γαρνιτούρα της γούνας τα αίματα των χεριών του.
228 Όλα τους, καθώς φαίνεται, ήτανε ενέχυρα που έμειναν στην Αλιόνα Ιβάνοβνα, γιατί οι κάτοχοί τους δεν μπόρεσαν να τα πάρουν πίσω. Υπήρχαν εκεί μέσα βραχιόλια, σκουλαρίκια, καρφίτσες γραβάτας κλπ. Άλλα βρίσκονταν μέσα στη θήκη τους και άλλα ήτανε καλοτυλιγμένα με εφημερίδα και δεμένα με σπάγκους.
229 Χωρίς να καθυστερήσει άλλο, τα 'χώσε στις τσέπες του παντελονιού του, δίχως να ξεδιπλώσει κανένα ή ν' ανοίξει καμμιά θήκη. Αλλά δεν πρόφτασε να μαζέψει πολλά. Άκουσε ξαφνικά μες στο δωμάτιο, όπου βρισκότανε η γριά, κάτι βήματα. Κοκκάλωσε από τον τρόμο. Αλλά αμέσως ο θόρυβος σταμάτησε.
230 Ήτανε άσπρη σαν πανί και φαινότανε πως δεν είχε τη δύναμη να φωνάξει. Καθώς τον είδε να 'ρχεται, άρχισε να τρέμει ολόκληρη σαν φύλλο, με μια τρεμούλα σιγανή και ρυθμική, ενώ στο πρόσωπο της φάνηκε ένας σπασμός. Σήκωσε τα χέρια της κι έκανε ν' ανοίξει το στόμα της, αλλά δεν έβγαλε καμμιά φωνή.
231 Σήκωσε μόνο λίγο το αριστερό της χέρι, αρκετά μακριά απ' το πρόσωπο της, και τ' άπλωσε αργά-αργά κατά τον Ρασκόλνικωφ, για να τον απομακρύνει από κοντά της. Ο μπαλντάς την βρήκε κατακέφαλα, από την κοφτερή μεριά, κι έσκισε πέρα για πέρα το πάνω μέρος του μετώπου ως το βρεγματικό κόκκαλο σχεδόν.
232 Με κανένα τρόπο δεν ήθελε πια να πλησιάσει στην κασέλα. Ούτε καν στην κρεβατοκάμαρα. Σιγά-σιγά όμως το μυαλό του βυθιζότανε σε μια αφηρημάδα, σα μια ονειροπόληση σχεδόν. Μερικές στιγμές αποξεχνιόταν ή, για να το πούμε καλύτερα, ξεχνούσε το ουσιώδες και απασχολιότανε με ασήμαντες λεπτομέρειες.
233 Όταν καθαρίστηκε καλά, τράβηξε τον μπαλντά, έπλυνε πρώτα το σίδερο, κι ύστερα κάθισε κι έτριβε τρία ολόκληρα λεπτά το ξύλο του, που ήτανε καταματωμένο, χρησιμοποιώντας το ίδιο σαπούνι. Ύστερα τα σκούπισε όλα μ' ένα πανί που στέγνωνε κρεμασμένο σ' ένα σκοινί, τεντωμένο σ' όλο το μάκρος της κουζίνας.
234 Δεν είχε κανένα ίχνος, το ξύλο όμως ήτανε υγρό ακόμα. Ύστερα, επιθεώρησε το παλτό του, το παντελόνι και τις μπότες του, όσο του επέτρεπε το λιγοστό φως της κουζίνας. Με την πρώτη ματιά, τίποτα δε φαινότανε απέξω. Μόνο οι μπότες του είχανε λίγες κηλίδες. Έβρεξε ένα πανί και τίς καθάρισε.
235 Η γριά δεν την ξανάκλεισε πίσω της επίτηδες, ίσως, για κάθε ενδεχόμενο. Αλλά, θεέ μου! Δεν είδε ύστερα την Ελισάβετ; Πώς δεν του πέρασε λοιπόν απ' το μυαλό πως από κάπου θα είχε μπεί για να βρίσκεται μέσα; Γιατί δε μπορεί να μπήκε, βέβαια, από τους τοίχους. Όρμησε κατά την πόρτα κι έβαλε το συρτή.
236 Τράβηξε πάλι το συρτή και, ανοίγοντας την πόρτα, έστησε τ' αυτί του πάνω απ' τη σκάλα. Αφουγκράστηκε κάμποση ώρα. Εκεί κάτω, στο βάθος, κάτω απ' την εξώπορτα, καθώς φαίνεται, δυο άνθρωποι φώναζαν δυνατά και μάλωναν με βρισιές: "Ποιοί να 'ναι αυτοί". Περίμενε με υπομονή.
237 Στο τέλος, έπαψαν απότομα... Είχανε χωρίσει εκείνοι οι δύο. Ετοιμάστηκε τότε να βγεί, όταν, ξαφνικά, μια πόρτα άνοιξε στο επάνω πάτωμα με πάταγο και κάποιος άρχισε να κατεβαίνει σιγ ο μουρμουρίζοντας ένα τραγούδι. "Τι πάθανε όλοι τους και κάνουν τόση φασαρία". σκέφτηκε απότομα.
238 Αργότερα θυμήθηκε ξεκάθαρα ότι απ' την πρώτη κιόλας στιγμή που τ' άκουσε, προαισθάνθηκε αμέσως ότι ο άνθρωπος αυτός ερχότανε εδώ, στο τέταρτο πάτωμα, στη γριά! Πώς το μάντεψε; Τι ήτανε κείνο το τόσο ιδιαίτερα σημαντικό που είχανε αυτά τα βήματα; Ήτανε βαριά, όμοια, μάλλον αργά.
239 Έφτασε τώρα στο τρίτο πάτωμα! Ο Ρασκόλνικωφ ένιωσε ξαφνικά να κοκκαλώνει, έτσι όπως γίνεται στα εφιαλτικά όνειρα όταν μας κυνηγούν εχθροί: Είναι πολύ κοντά μας, θα μας σκοτώσουν, κι ωστόσο μένουμε σαν καρφωμένοι στη θέση μας, μη μπορώντας να σαλέψουμε τα πόδια ή τα χέρια μας.
240 Ο Ρασκόλνικωφ μπόρεσε επί τέλους να κάνει ένα πήδημα και να χωθεί βιαστικά στο διαμέρισμα, κλείνοντας πίσω του την πόρτα. Ύστερα έπιασε το συρτή και, αργά-αργά, δίχως θόρυβο σύρτωσε. Όταν τέλειωσε μ' αυτό, μαζεύτηκε αμέσως πίσω απ' την πόρτα κι έστησε αυτί, κρατώντας την ανάσα του.
241 Μόλις αντήχησε ο μεταλλικός ήχος του κουδουνιού, του φάνηκε σα να σάλεψε κάτι στο δωμάτιο. Έστησε τ' αυτί για λίγα δευτερόλεφτα, ακούγοντας με προσοχή. Ο άγνωστος χτύπησε και δεύτερη φορά, περίμενε λίγο και, ξαφνικά, νευριάζοντας άρχισε να χτυπάει με όλη του τη δύναμη το χερούλι της πόρτας.
242 Ο Ρασκόλνικωφ κοίταζε με τρόμο το συρτή να χοροπηδάει και, έχοντας παραλύσει απ' τον τρόμο, έλεγε πως από στιγμή σε στιγμή θα γλίστραγε πραγματικά. Δεν ήτανε καθόλου απίθανο, ύστερα από τέτοιο τράνταγμα. Σκέφτηκε για μια στιγμή να στηρίξει το συρτή με το χέρι του, αλλά ο άλλος θα το καταλάβαινε.
243 Και, στη λύσσα του, άρχισε να τραβάει το κορδόνι δέκα φορές συνέχεια, όσο πιο δυνατά μπορούσε. Ο άνθρωπος αυτός, δε θα 'τανε, σίγουρα, ξένος και θα ερχότανε εδώ να την αράζει πολύ συχνά. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν κάτι βήματα βιαστικά και ανάλαφρα. Κάποιος άλλος πλησίαζε.
244 Τέλος, ξεφυσώντας σα βόδι, έσκυψε να κοιτάξει απ' την κλειδαρότρυπα, αλλά το κλειδί βρισκότανε από μέσα και δεν μπορούσε να ιδεί τίποτα. Ο Ρασκόλνικωφ στεκότανε όρθιος κι ασάλευτος, σφίγγοντας τον μπαλντά. Τα είχε ολότελα χαμένα και μάλιστα ετοιμαζότανε να χτυπηθεί μαζί τους, όταν θα 'μπαιναν μέσα.
245 Πέρναγε η ώρα, λεπτό το λεπτό και κανένας δεν ερχότανε. Ο Κοχ άρχισε να νευριάζει. "Ρε, δε πάει στο διάβολο, στο κάτω-κάτω", φώναξε, χάνοντας την υπομονή του. Κι εγκαταλείποντας τη θέση του, άρχισε να κατεβαίνει και κείνος βιαστικά, κάνοντας μεγάλο σαματά με τις μπότες του στη σκάλα.
246 Ησυχία! Ξαφνικά, δίχως να σκεφθεί τίποτ' άλλο ξανάκλεισε όσο μπορούσε καλύτερα πίσω του την πόρτα και όρμησε προς τη σκάλα. Είχε κιόλας κατεβεί δυο-τρία πλατύσκαλα, όταν ακούστηκε μεγάλη φασαρία στο κάτω πάτωμα. Πού να τρυπώσει; Δεν υπήρχε πουθενά κανένα μέρος να κρυφτεί.
247 Και σε λίγο, έγινε ησυχία. Την ίδια όμως στιγμή, πολλοί άνθρωποι άρχισαν ν' ανεβαίνουν με μεγάλο θόρυβο τη σκάλα, κουβεντιάζοντας μεταξύ τους δυνατά, θα ήτανε τρεις-τέσσερις. Ο Ρασκόλνικωφ ξεχώρισε την καμπανιστή φωνή του νεαρού. "Αυτοί είναι!" Ολότελα απελπισμένος πια προχώρησε ίσα κατά πάνω τους.
248 Ξαφνικά, να η σωτηρία! Μερικά σκαλιά μπροστά του, στα δεξιά, βρισκόταν ένα διαμέρισμα άδειο με την πόρτα ανοιχτή. Ήτανε το διαμέρισμα εκείνο όπου δούλευαν οι μπογιατζήδες που, αυτή τη στιγμή, σα να το 'καναν επίτηδες, είχανε φύγει. Σίγουρα, αυτοί θα βγήκανε πριν από λίγο έξω ξεφωνίζοντας.
249 Ύστερα, έστριψαν και ανέβηκαν στο τέταρτο πάτωμα μιλώντας δυνατά. Περίμενε μερικές στιγμές και ύστερα, πατώντας στα νύχια του, κατέβηκε γρήγορα-γρήγορα. Ψυχή στη σκάλα! Ούτε και στην εξώπορτα υπήρχε κανείς! Δρασκέλισε βιαστικά το κατώφλι και μόλις βγήκε στο δρόμο έστριψε αριστερά.
250 Αν ο θυρωρός τον ρώταγε: "Τί θέλετε". Ίσως ν' άπλωνε ήσυχα-ήσυχα το χέρι του και να του 'δίνε τον μπαλντά. Αλλά ο θυρωρός, ούτε κι αυτή τη φορά ήτανε μέσα. Έτσι, μπόρεσε να ξαναβάλει τον μπαλντά στη θέση του, κάτω απ' τον πάγκο, και να τον κρύψει ανάμεσα στα κούτσουρα, όπως ακριβώς τον είχε βρει.
251 Μπαίνοντας στην κάμαρα του, ρίχτηκε στο ντιβάνι του με τα ρούχα. Δεν αποκοιμήθηκε, αλλά έμεινε βυθισμένος σε μια χαύνωση. Αν έμπαινε κείνη τη στιγμή κανένας μες στην κάμαρα του, θα πεταγότανε επάνω βάζοντας τις φωνές... Μέσα στο κεφάλι του σάλευαν σκιές και κομματιασμένες σκέψεις.
252 Κάπου-κάπου, φαινότανε να ξυπνάει και για λίγα λεπτά έβλεπε πως η νύχτα ήτανε προχωρημένη, αλλά δεν του πέρναγε απ' το μυαλό η σκέψη να σηκωθεί. Στο τέλος, πρόσεξε πως ήτανε η νύχτα φωτεινή, σαν ημέρα. Βρισκόταν ξαπλωμένος στο ντιβάνι του ανάσκελα, βυθισμένος ακόμα στον πρόσφατο λήθαργο του.
253 Έτρεξε κατά το παράθυρο. Είχε αρκετό φως κι άρχισε να εξετάζει βιαστικά τον εαυτό του, από τα νύχια ως την κορφή, για να ιδεί μήπως υπήρχαν τίποτα ίχνη στα ρούχα του. Δεν έπρεπε όμως να την κάνει έτσι αυτή τη δουλειά. Τουρτουρίζοντας από το κρύο, γδύθηκε ολόκληρος για να ξαναψάξει τα ρούχα του.
254 Έφερε άνω-κάτω τα κουρέλια του, έψαξε ακόμα και τις ραφές. Και καθώς δεν είχε εμπιστοσύνη στον εαυτό του, τα ξανακοίταξε τρεις φορές συνέχεια. Δεν υπήρχε όμως κανένα ίχνος, εκτός από μερικές σταγόνες πηγμένο αίμα στο κάτω μέρος του παντελονιού του, όπου κρέμονταν κάτι ξέφτια.
255 Πήρε ένα μεγάλο σουγιά κι έκοψε αυτά τα ξέφτια. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο, καθώς φαίνεται. Ξαφνικά, θυμήθηκε πως το πορτοφόλι και τα χρυσά αντικείμενα, που είχε πάρει απ' την κασέλα της γριάς, βρίσκονταν ακόμα στις τσέπες του. Δεν είχε σκεφτεί ακόμα να τα πάρει και να τα κρύψει κάπου.
256 Μα, πώς είναι δυνατόν; Τα 'βγάλε γρήγορα-γρήγορα και τα πέταξε πάνω στο τραπέζι. Αφού τα 'βγάλε όλα, κι αναποδογύρισε μάλιστα τις τσέπες του για να βεβαιωθεί πως δεν έμεινε τίποτα μέσα, τα πήγε σε μια γωνιά του τοίχου, όπου κρέμονταν κάτι κομμάτια απ' τη σχισμένη ταπετσαρία.
257 Είναι αλήθεια ότι δε λογάριαζε πως θα 'χει τέτοια πράγματα, έλεγε πως θα 'βρίσκε μόνο λεφτά, κι έτσι δεν είχε προετοιμάσει απ' τα πριν το μέρος όπου θα τα 'βάζε. "Αλλά, τώρα; Τί θα κάνω τώρα". σκεφτότανε. "Έτσι κρύβονται τα πράγματα; Πραγματικά, το λογικό μου μ' εγκαταλείπει!"
258 Τράβηξε αμέσως τη θηλιά και την ξέσχισε σε μικρά-μικρά κομματάκια, που τα 'χώσε κάτω απ' το μαξιλάρι του, ανάμεσα στ' άπλυτα ρούχα. "Αυτά τα ξεσχισμένα κομματάκια δε μπορούν να δημιουργήσουν καμμιά υπόνοια - έτσι, τουλάχιστον, μου φαίνεται", μουρμούριζε όρθιος καταμεσίς στο δωμάτιο του.
259 Τότε του κόλλησε μια ιδέα παράξενη: Ίσως όλα του τα ρούχα να ήτανε γεμάτα αίματα, ίσως να υπήρχαν επάνω τους του κόσμου οι κηλίδες που δεν τίς έβλεπε, που δε μπορούσε να τίς προσέξει, γιατί οι αισθήσεις του αδυνατούσαν, εκμηδενίστηκαν, γιατί η σκέψη του είχε συσκοτιστεί.
260 Πραγματικά, ήτανε ματωμένη, υπήρχαν αίματα στη φόδρα! "Άρα, δε μ' εγκατέλειψε ολότελα το λογικό μου, έχω ακόμα και την πνευματική μου διαύγεια και τη μνήμη μου, αφού μπόρεσα να κάνω αυτούς τους συλλογισμούς!", σκέφτηκε ενθουσιασμένος, ενώ ένας στεναγμός χαράς ξέφυγε απ' τα βάθη του στήθους του.
261 Εκείνη τη στιγμή μια ηλιαχτίδα έπεσε πάνω στην αριστερή του μπότα: Στην κάλτσα, που την έβλεπε να ξεπροβάλλει από μια τρύπα, του φάνηκε πως είδε μερικά ίχνη. "Όλη η άκρη της κάλτσας μου είναι ποτισμένη στο αίμα!" Καθώς φαίνεται, θα πάτησε, δίχως να προσέξει, σε κείνη τη λιμνούλα το αίμα.
262 Μισοσηκώθηκε, έγειρε λίγο το κορμί του προς τα μπρος και ξεσύρτωσε. Η κάμαρα του ήτανε τόσο στενή, που μπορούσε να ξεσυρτώσει χωρίς να σηκωθεί απ' το κρεβάτι του. Ναι, αυτοί ήτανε. Ο θυρωρός με τη Ναστάσια. Αυτή του 'ρίξε μια ματιά παράξενη. Ο Ρασκόλνικωφ κοίταξε το θυρωρό προκλητικά και οργισμένα.
263 Τον κοίταξε με προσοχή, έριξε μια ματιά τριγύρω του, κι έκανε μεταβολή για να φύγει. "Μήπως είσαι καταπουντιασμένος". είπε η Ναστάσια, που δεν είχε πάρει καθόλου τα μάτια της από πάνω του. Ο θυρωρός γύρισε για μια στιγμή το κεφάλι του. "Από χθες έχεις συνέχεια πυρετό", πρόσθεσε η Ναστάσια.
264 Ο Ρασκόλνικωφ δεν της απάντησε και κρατούσε στα χέρια του το χαρτί, δίχως να τ' ανοίγει. "Μη σηκώνεσαι", συνέχισε η Ναστάσια με συμπόνια, βλέποντας τον να βγάζει τα πόδια του έξω απ' το κρεβάτι. "Αν είσαι άρρωστος, μην πηγαίνεις. Δεν είναι και βιάση. Τί κρατάς στα χέρια σου".
265 Ο Ρασκόλνικωφ τα 'χώσε όλα με μια κίνηση αστραπιαία κάτω απ' το παλτό του και την κοίταξε με βλέμμα διαπεραστικό. Παρ' όλο που εκείνη τη στιγμή δεν ήτανε σε κατάσταση να συνειδητοποιήσει με ακρίβεια τα πράγματα, ένιωθε πως δεν φέρνονται έτσι σ' έναν άνθρωπο που έρχονται για να τον πιάσουν.
266 Άνοιξε τότε τρέμοντας το χαρτί και άρχισε να το διαβάζει. Το διάβασε πολλές φορές, μα πάρα πολλές, και στο τέλος το κατάλαβε! Ήτανε μια συνηθισμένη ειδοποίηση από το αστυνομικό τμήμα της συνοικίας. Τον καλούσαν να παρουσιαστεί σήμερα στο γραφείο του αστυνόμου, στις εννέα και μισή.
267 Και γιατί ακριβώς σήμερα". σκέφτηκε με φοβερή ανησυχία, "θεέ μου! Ας τελειώσουν όλα πια, το γρηγορότερο!" Έκανε να γονατίσει για να προσευχηθεί, αμέσως όμως χαμογέλασε, όχι για την προσευχή, αλλά για τον εαυτό του τον ίδιο. Ντύθηκε βιαστικά. "Αν είναι να χαθώ, ας πάει στα κομμάτια.
268 Στο δρόμο έκανε ζέστη ανυπόφορη - δεν έβρεξε καθόλου αυτές τις τρεις ημέρες. Να η σκόνη πάλι, τα τούβλα, οι ασβέστες να τη πάλι εκείνη η μπόχα απ' τα μαγαζιά και τις ταβέρνες, οι μεθυσμένοι που τους συναντάς στο κάθε βήμα σου, οι Φινλανδοί πλανώδιοι πωλητές, τα ξεχαρβαλωμένα αμάξια.
269 Ο Ρασκόλνικωφ έτυχε να ξαναπάει μια φορά παλιότερα, αλλά είχε περάσει πολύς καιρός από τότε. Μπαίνοντας στην εξώπορτα, είδε στα δεξιά μια σκάλα απ' όπου κατέβαινε ένας μουζίκος, μ' ένα βιβλίο στο χέρι: "Αυτός θα πρέπει να είναι ο θυρωρός. Συνεπώς, εδώ είναι το γραφείο".
270 Από πάνω ως κάτω ανεβοκατέβαιναν πορτιέρηδες, με βιβλία κάτω απ' τη μασχάλη τους, πολλοί αστυνομικοί και ένα σωρό άτομα, άντρες και γυναίκες, που έρχονταν για υποθέσεις τους. Ακόμα και η πόρτα του γραφείου ήτανε ορθάνοιχτη. Απέξω στέκονταν ένα σωρό μουζίκοι, περιμένοντας τη σειρά τους.
271 Όλα τα δωμάτια εκεί μέσα ήτανε μικρά και χαμηλοτάβανα. Μια τρομερή ανυπομονησία τον έσπρωχνε να προχωρεί όλο και περισσότερο. Κανένας δεν τον πρόσεχε. Στο δεύτερο γραφείο ήτανε κάτι γραφιάδες, μόλις λίγο πιο καλοντυμένοι απ' αυτόν, που είχαν κάτι το παράξενο στην όψη τους.
272 Ο γραφιάς τον κοίταξε χωρίς να δείξει το παραμικρό ενδιαφέρον. Ήτανε ένας άνθρωπος ολότελα αποχαυνωμένος και το βλέμμα του έδειχνε πως είχε κάποια έμμονη ιδέα στο μυαλό του. "Απ' αυτόν εδώ δεν πρόκειται να μάθω τίποτα, γιατί για τίποτα δε δίνει φράγκο", σκέφτηκε ο Ρασκόλνικωφ.
273 Μια απ' αυτές, με πένθος, φτωχοντυμένη, καθότανε μπροστά σ' ένα γραφείο, αντίκρυ στο γραφιά, και έγραφε κάτι που της υπαγόρευε εκείνος. Μια άλλη, πολύ χοντρή, με κατακόκκινο πρόσωπο, φακιδιάρα, φορούσε ένα φόρεμα πολυτελείας, πολύ φανταχτερό, και το στήθος της είχε μια καρφίτσα μεγάλη σαν πιατελάκι.
274 Καθότανε παράμερα και φαινότανε να περιμένει. Ο Ρασκόλνικωφ έδωσε το χαρτί του στο γραμματέα. Αυτός του 'ρίξε μια γρήγορη ματιά και είπε: "Περιμένετε", κι εξακολούθησε ν' απασχολείται με τη γυναίκα που είχε το πένθος. Ανάσαινε τώρα πιο ελεύθερα. "Σίγουρα, δεν είναι γι' αυτό".
275 Είπε μάλιστα μ' έναν ξένο, που βρισκότανε εκεί, κάνα-δυο γαλλικά και τα κατάφερε αρκετά καλά. "Λουίζα Ιβάνοβνα, δεν κάθεσθε". είπε στη χοντρή με το κοκκινωπό πρόσωπο και το φανταχτερό φόρεμα, που στεκότανε ακόμα όρθια, σα να μην τολμούσε να καθίσει, παρ' όλο που η καρέκλα βρισκότανε δίπλα της.
276 Έβγαζε ένα κύμα από αρώματα, αλλά η κυρία φαινότανε σα να ενοχλείται που έπιανε τόσο χώρο κι απέπνεε τόσα αρώματα, παρ' όλο που χαμογέλασε με μια έκφραση άτολμη και ταυτόχρονα αδιάντροπη, που έδειχνε και κάποια ανησυχία. Τέλος, η γυναίκα με το πένθος τέλειωσε την κατάθεση της και σηκώθηκε.
277 Και κείνη δεν τόλμησε πια να ξανακαθίσει μπροστά του. Ήτανε ο βοηθός του αστυνόμου. Είχε κάτι μακριά κοκκινωπά μουστάκια, που πετάγονταν οριζόντια κι απ' τις δυο μεριές του προσώπου του. Τα χαρακτηριστικά του ήτανε εξαιρετικά λεπτά, χωρίς όμως καμμιά άλλη έκφραση εκτός από κάποια αλαζονεία.
278 Πραγματικά, ο Ρασκόλνικωφ έκανε την ανοησία να κοιτάξει τον αξιωματικό κάμποση ώρα κατάματα, και τόσο πολύ, που να το πάρει αυτός για προσβολή. "Τί γυρεύεις εσύ". φώναξε ολοφάνερα κατάπληκτος που ένας κουρελιάρης σαν κι αυτόν, ούτε καν χαμήλωσε τα μάτια του μπροστά στο κεραυνοβόλο του βλέμμα.
279 Ένιωθε ανέκφραστη κι απέραντη ανακούφιση. Το βάρος που τον συνέτριβε, δεν το αισθανόταν πια. "Και ποια ώρα σου είπανε να 'ρθεις, εξοχώτατε". φώναξε ο αξιωματικός, που αρπαζότανε όλο και περισσότερο δίχως κανένα λόγο. "Σου γράφουμε να 'ρθεις στις εννέα και τώρα είναι περασμένες δέκα".
280 Είμαι φοιτητής και δεν επιτρέπω να μου βάζουν τις φωνές κατάμουτρα". Ο αξιωματικός θύμωσε τόσο πολύ, ώστε για ένα λεπτό δε μπόρεσε να αρθρώσει λέξη και μονάχα κάτι φουσκαλίτσες σάλιο ξέφυγαν από τα χείλη του. Πετάχτηκε επάνω σαν ελατήριο. "Σκασμός! Βρίσκεσαι σε ανακριτικό γραφείο.
281 Καθώς έλεγε αυτά τα λόγια, ο Ρασκόλνικωφ, αισθανότανε μια χαρά ανέκφραστη. Ο γραμματέας τους κοίταζε χαμογελώντας. Ο ευέξαπτος αξιωματικός τα είχε ολοφάνερα χαμένα. "Αυτό δεν είναι δική σου δουλειά", απάντησε τέλος, υψώνοντας τη φωνή του μ' έναν τρόπο που δε φαινότανε φυσικός.
282 Ή θα τα καταβάλετε με όλα τα έξοδα, πρόστιμα κλπ. ή θα δηλώσετε εγγράφως πότε ακριβώς θα μπορέσετε να τα πληρώσετε. Ταυτοχρόνως, αναλαμβάνετε την υποχρέωση να μη φύγετε από την πρωτεύουσα, να μην πωλήσετε και να μην κρύψετε τα περιουσιακά σας στοιχεία, αν δεν εξοφλήσετε πρώτα το χρέος σας.
283 Έβραζε το αίμα του και ζητούσε ολοφάνερα ευκαιρία για να επανακτήσει το γόητρο του που κλονίστηκε. Έπεσε λοιπόν σαν κεραυνός πάνω στη δόλια "κυρία με την τουαλέτα" που, απ' τη στιγμή που μπήκε εκείνος μέσα στο γραφείο, δεν είχε πάψει να τον κοιτάζει μ' ένα βλακωδέστατο χαμόγελο.
284 Κοίταξε κατάπληκτος την καλοντυμένη γυναίκα, που της τα έψελναν δίχως τσιριμόνιες. Κατάλαβε γρήγορα περί τίνος πρόκειται και η ιστορία αυτή άρχισε να του φαίνεται διασκεδαστική. Άκουγε μ' ευχαρίστηση και μάλιστα του 'ρχόταν να βάλει τα γέλια, να γελάσει, να γελάσει πολύ δυνατά.
285 Αλλά, σταμάτησε αμέσως, κρίνοντας πως ήτανε προτιμότερο να περιμένει μια στιγμή, γιατί ήξερε από πείρα, πως δεν υπήρχε τρόπος πια να κρατηθεί ο αξιωματικός όταν τύχαινε να ξεσπάσει. Όσο για τη λουσάτη κυρία, είχε αρχίσει να τρέμει όταν ξέσπασαν οι αστραπές και οι βροντές του αξιωματικού.
286 Όσο οι βρισιές που της έλεγε γίνονταν χειρότερες, τόσο πιο καλοσυνάτη έκφραση έπαιρνε το πρόσωπο της και τόσο πιο γοητευτικό ήτανε το χαμόγελο της προς τον αξιωματικό. Άλλαζε πόδι σαν το άλογο επί τόπου κι έκανε αδιάκοπα υποκλίσεις, περιμένοντας ανυπόμονα να της επιτρέψει να πεί κι αυτή μια λέξη.
287 Τότε φωνάζει εγκώ το τυρωρός το Καρλ, έρχεται το Καρλ κι αυτός αμέσως ρίχνεται κατά πάνω στο Καρλ, του πρήζει μάτι, πρήζει μάτι και της Εριέττας, κοπανάει κι εμένα πέντε καστούκια. Αυτό ντεν είναι κατόλου εβγκενικό, σε σπίτι καθώς πρέπει, κυρ-αστυνόμε μου κι έβαλα φωνές κι εγκώ.
288 Τέτοια κουμάσια είναι οι συγγραφείς!", πρόσθεσε ρίχνοντας μια περιφρονητική ματιά στον Ρασκόλνικωφ. "Προχθές πάλι έγινε άλλη μια τέτοια ιστορία μ' έναν από δαύτους σε κάποια ταβέρνα. Έφαγε κι ύστερα δεν ήθελε να πληρώσει, "θα γράψω εναντίον σου μια σάτιρα", είπε στον ταβερνιάρη.
289 Ένας άλλος πάλι, πριν από οκτώ ημέρες, έβρισε χυδαιότατα πάνω σ' ένα καράβι, μια οικογένεια αξιοσέβαστη, τη γυναίκα και την κόρη ενός ανωτέρου δημοσίου υπαλλήλου. Έναν άλλον, τον πέταξαν με τις κλωτσιές από ένα ζαχαροπλαστείο. Να, τέτοιοι είναι όλοι αυτοί οι συγγραφείς, οι φιλόλογοι και φοιτητάδες.
290 Η Λουίζα Ιβάνοβνα του 'κάνε γρήγορα-γρήγορα μια υπόκλιση ως το πάτωμα και βγήκε απ' το γραφείο με βηματάκια πηδηχτά. "Έχουμε πάλι κεραυνούς, πάλι μπουμπουνητά και αστραπές, ανεμοστρόβιλους και τυφώνες". είπε φιλικά κι εγκάρδια ο Νικοντίμ Φόμιτς στον βοηθό του Ηλία Πετρόβιτς.
291 Επιτρέψατε μου ακόμα κάτι: Μου δήλωσε κατηγορηματικώς ότι, μόλις θα της υπέγραφα αυτό το χαρτί, θα εξακολουθούσε να μου κάνει όση πίστωση ήθελα και πως ποτέ μα ποτέ - είναι τα ίδια της τα λόγιαδε θα χρησιμοποιούσε αυτό το γραμμάτιο, αλλά θα με περίμενε, ώσπου να την πληρώσω μόνος μου.
292 Ο γραμματέας πήρε το χαρτί και ασχολήθηκε με άλλους ανθρώπους. Ο Ρασκόλνικωφ του 'δώσε την πέννα, αλλά αντί να σηκωθεί και να φύγει, ακούμπησε τους αγκώνες του στο γραφείο και έσφιξε το κεφάλι του ανάμεσα στα δυο του χέρια. Του φαινότανε σα να του 'μπηξαν κάποιο καρφί στην κορφή του κρανίου.
293 Του ήρθε τότε ξαφνικά μια παράξενη ιδέα: Να σηκωθεί αμέσως, να πάει στον Νικοντίμ Φόμιτς και να του εξιστορήσει, με κάθε λεπτομέρεια, το τί έγινε χθες το βράδυ. Ύστερα, να πάει μαζί του στο δωμάτιο του, και να του δείξει τα πράγματα που είχε κρύψει στην τρύπα του τοίχου, στη γωνιά της ταπετσαρίας.
294 Ήτανε τόσο δυνατός αυτός ο πειρασμός, που σηκώθηκε κιόλας απ' τη θέση του για να βάλει μπροστά το σχέδιο του. "Δε θα 'τανε καλύτερα να το σκεφτώ πρώτα ένα λεφτό". είπε μέσα του. "Όχι, καλύτερα να το κάνω δίχως να σκεφτώ καθόλου! Να το πετάξω πια από πάνω μου αυτό το βάρος!"
295 Ο Ρασκόλνικωφ πήρε το καπέλο του και προχώρησε κατά την πόρτα. Αλλά δεν έφτασε ως την πόρτα... Όταν συνήλθε, είδε πως τον είχανε βάλει σε μια καρέκλα. Κάποιος τον κρατούσε απ' τα δεξιά. Αριστερά, στεκότανε ένας άλλος μ' ένα νεροπότηρο κίτρινο, γεμάτο μ' ένα υγρό κίτρινο.
296 Να μια απάντηση καθαρή και σύντομη! Ο Ρασκόλνικωφ, άσπρος σαν πανί, απαντούσε κοφτά και σύντομα χωρίς να χαμηλώσει τα μαύρα και φλογισμένα μάτια του, μπροστά στο βλέμμα του Ηλία Πετρόβιτς. "Αυτό δε-λέ-ει-τί-πο-τα", απάντησε ο Ηλία Πετρόβιτς τονίζοντας περίεργα τις λέξεις του.
297 Ο Νικοντίμ Φόμιτς ήθελε να προσθέσει κάτι ακόμα, αλλά καθώς έπεσε το βλέμμα του στο γραμματέα που τον κοίταζε πολύ επίμονα, σώπασε. Ξαφνικά, σώπασαν όλοι τους. Κι αυτό ήτανε παράξενο. "Πάει καλά, δε σας κρατάμε άλλο", είπε τέλος ο Ηλίας Πετρόβιτς. Ο Ρασκόλνικωφ αποσύρθηκε.
298 Καθώς έβγαινε έξω, πρόφτασε ν' ακούσει πως η συζήτηση ξανάρχισε με ζωηρότητα. Ξεχώριζε η φωνή του Νικοντίμ Φόμιτς που διατύπωνε κάτι ερωτήματα... Όταν έφτασε στο δρόμο, συνήλθε ολότελα. "Έρευνα! Έρευνα! θα γίνει αμέσως έρευνα!", έλεγε από μεσάτου σιγά, προχωρώντας βιαστικά προς το δωμάτιο του.
299 Έτρεξε στη γωνιά, έβαλε το χέρι του κι άρχισε να τα βγάζει και να τα χώνει στις τσέπες του. Ήτανε όλα-όλα οχτώ κομμάτια: Δυο μικρά κουτάκια, που είχανε σκουλαρίκια ή κάτι τέτοιο, δεν τα κοίταξε, τέσσερις μικρές κοσμηματοθήκες από δέρμα, μια αλυσιδίτσα διπλωμένη σ' εφημεριδόχαρτο.
300 Περπατούσε γρήγορα και σταθερά και, παρ' όλο που ήτανε εξουθενωμένος, είχε πλήρη συνείδηση της καταστάσεως του. Φοβότανε μήπως τον παρακολουθήσουν, είχε το φόβο μήπως σε μισή ώρα, σ' ένα τέταρτο ίσως, αρχίσει η ανάκριση εναντίον του. Συνεπώς, έπρεπε με κάθε θυσία να εξαφανίσει τα πειστήρια.
301 Αλλά, το να τα ξεφορτωθεί, φαινότανε αυτή τη στιγμή πολύ δύσκολο. Ένα τέταρτο της ώρας, ίσως και περισσότερο, πλανιότανε κατά μήκος του καναλιού της Αικατερίνης και εξέτασε πολλές φορές τα σκαλιά απ' όπου κατέβαινε κανείς ως την επιφάνεια του νερού - όπου υπήρχαν τέτοια σκαλιά.
302 Από τώρα κιόλας όσοι τον συναντούσαν στο δρόμο, τον κοίταζαν προσεχτικά, σα να μην είχανε ν' ασχοληθούν με τίποτ' άλλο εκτός απ' αυτόν. "Γιατί λοιπόν γίνεται αυτό". σκεφτότανε. "Ή έτσι μου φαίνεται". Τέλος του καρφώθηκε η ιδέα πως θα ήτανε, ίσως, καλύτερα να πάει να τα πετάξει κάπου στο Νέβα.
303 Τα πράγματα έγιναν αλλιώς: Βγαίνοντας από τη λεωφόρο Β. στην πλατεία, είδε ξαφνικά στ' αριστερά του την είσοδο μιας αυλής που ήτανε περιτριγυρισμένη από ψηλούς τοίχους. Δεξιά, αμέσως μόλις έμπαινες στην εξώπορτα, απλωνότανε ο μακρύς και ασοβάτιστος τοίχος του διπλανού τετραώροφου σπιτιού.
304 Ήτανε ένα μέρος ερημικό, γεμάτο μ' ένα σωρό πεταμένα παλιοπράματα. Μακρύτερα, στο βάθος της αυλής, φαινότανε πάνω απ' το περίφραγμα η γωνιά κάποιου πέτρινου υπόστεγου, χαμηλού και καπνισμένου, θα 'τανε κάποιο μαγαζί καθώς φαίνεται, κανένα καροποιείο, κανένα σιδεράδικο, ή κάτι τέτοιο.
305 Έριξε μια ματιά τριγύρω του και είχε χώσει κιόλας το χέρι του στην τσέπη, όταν ξαφνικά είδε μια μεγάλη πέτρα, απελέκητη, που θα ζύγιζε, πάνω-κάτω, εικοσιπέντε κιλά. Ήτανε ακουμπισμένη στον εξωτερικό τοίχο, ανάμεσα στην πόρτα και στο λούκι που δεν απείχαν μεταξύ τους παρά πάνω από δυο βήματα.
306 Απ' έξω όμως, δε μπορούσε να τον ιδεί κανείς, εκτός κι αν δρασκέλιζε την πόρτα - πράγμα, άλλωστε, που μπορούσε να γίνει. Και γι' αυτό ακριβώς έπρεπε να βιαστεί. Έσκυψε πάνω απ' την πέτρα, την έπιασε γερά από πάνω με τα δυο του χέρια και, κουνώντας την μ' όλες του τις δυνάμεις, την ανασήκωσε.
307 Κάτω απ' την πέτρα ήτανε μια τρύπα, όχι πολύ βαθιά. Αμέσως, πέταξε εκεί μέσα όλα όσα είχε στις τσέπες του και πάνω-πάνω το πορτοφόλι. Αλλά και πάλι υπήρχε χώρος στην τρύπα. Ύστερα, ανασήκωσε την πέτρα και κατάφερε να την ξαναβάλει στη θέση της: Μόλις που διακρινότανε λιγάκι πως είχε ανασηκωθεί.
308 Του φάνηκε ξαφνικά πως θα 'νιώθε ανυπόφορη αηδία να ξαναπεράσει κοντά απ' αυτό το παγκάκι, όπου είχε καθίσει για να σκεφτεί όταν η κοπέλα έφυγε και πως θα του ήτανε εξίσου δυσάρεστο να ξανασυναντήσει κείνον το μουστακαλή αστυφύλακα που του είχε δώσει τότε τα είκοσι καπίκια.
309 Τί ηλίθια που είναι όλη αυτή η ιστορία, θεέ μου! Σήμερα, είπα του κόσμου τα ψέματα, ξεφούσκωσα σα μπαλόνι, σύρθηκα σα σκουλήκι μπροστά σ' αυτόν τον αηδιαστικό Ηλία Πετρόβιτς! Δε βαριέσαι όμως... Δε δίνω πεντάρα για δαύτους, ούτε και με νοιάζει που ταπεινώθηκα μπροστά τους.
310 Το 'ξερέ, άλλωστε, από πριν και δεν ήτανε γι' αυτόν κάνα καινούργιο ζήτημα. Κι όταν τη νύχτα πήρε την απόφαση να τα πετάξει στο νερό, το 'κάνε δίχως να διστάσει, δίχως να το ψιλοκοσκινίσει, αλλά σα να ήτανε κάτι που έπρεπε οπωσδήποτε να το κάνει και που δε μπορούσε να γίνει διαφορετικά.
311 Μια καινούργια ακαθόριστη αίσθηση τον πλημμύριζε όλο και περισσότερο. Ήτανε κάτι σαν απέραντη αηδία, μια φυσική σχεδόν αποστροφή, για κάθε τι που τον περιτριγύριζε και που συναντούσε στο δρόμο του, μια αηδία επίμονη, άγρια, γεμάτη μίσος. Όλοι οι διαβάτες του φαίνονταν σιχαμεροί.
312 Οι κινήσεις τους, τα πρόσωπα τους, το βάδισμα τους, τον αηδίαζαν. Αν τύχαινε να του μιλήσει κανένας, θα τον έφτυνε κατάμουτρα, θα τον δάγκωνε. Σταμάτησε ξαφνικά, όταν βγήκε στην προκυμαία του Μικρού Νέβα, στο νησάκι Βασιλιέφσκυ, κοντά στη γέφυρα. "Εδώ κάθεται, σε τούτο δω το σπίτι", σκέφτηκε.
313 Ανέβηκε στο πέμπτο πάτωμα όπου καθότανε ο Ραζουμίχιν. Βρισκότανε στο δωματιάκι του κι έγραφε εκείνη τη στιγμή. Του άνοιξε ο ίδιος. Είχανε να ιδωθούνε τέσσερις μήνες. Ο Ραζουμίχιν φορούσε μια ρόμπα τόσο πολύ τριμμένη, που φαίνονταν πια οι κλωστές, και κάτι παντόφλες στα ξεκάλτσωτα πόδια του.
314 Κι όταν ο Ρασκόλνικωφ κάθισε στο ντιβάνι που ήτανε σκεπασμένο με μουσαμά τρισχειρότερο απ' το δικό του, ο Ραζουμίχιν κατάλαβε ξαφνικά πως ο επισκέπτης του ήτανε άρρωστος. "Είσαι άρρωστος για τα καλά, το ξέρεις". Του 'πιάσε το σφυγμό. Ο Ρασκόλνικωφ τράβηξε το χέρι του απότομα.
315 Άφησε με ήσυχο". "Για περίμενε μια στιγμή, βρε σαχλέ! Είσαι ολότελα παλαβός! Αυτό είναι και δε μου το βγάζεις με τίποτα απ' το μυαλό. Άκου: Μαθήματα δεν έχω ούτε και γω και δε δίνω δεκάρα για δαύτα, υπάρχει όμως στα παλαιοβιβλιοπωλεία κάποιος Χερουβίμωφ, που αξίζει όσο κι' ένα μάθημα.
316 Δε θα τον άλλαζα ούτε με πέντε παραδόσεις, σε σπίτια εμπορευομένων. Βγάζει κάτι επιστημονικά φυλλάδια που πουλιούνται σαν ψωμοτύρι. Όλη η υπόθεση είναι στον τίτλο. Έλεγες πάντοτε πως είμαι βλάκας. Ε, λοιπόν, φίλε μου, σε βεβαιώ πως υπάρχουν βλάκες πολύ μεγαλύτεροι από μένα.
317 Ο Χερουβίμωφ το βγάζει γιατί το γυναικείο ζήτημα είναι στην ημερησία διάταξη, κι εγώ το μεταφράζω. Αυτά τα δύο τυπογραφικά, θα τα τεντώσει σα λάστιχο ο Χερουβίμωφ και θα τα κάνει έξη. θα του κολλήσουμε κι έναν τίτλο χτυπητό που θα πιάνει μισή σελίδα και θα το πουλήσουμε πενήντα καπίκια.
318 Εγώ, φυσικά, δε φέρνω καμμιά αντίρρηση - αυτό μας έλειπε τώρα! Λοιπόν, θέλεις να μεταφράσεις το δεύτερο τυπογραφικό του "Είναι ανθρώπινον πλάσμα η γυνή". Αν σου αρέσει, πάρε αμέσως το κείμενο, πάρε χαρτί και πέννα και δέξου τα τρία μου ρούβλια. 'Όταν το τελειώσεις, θα πάρεις άλλα τρία.
319 Πρώτα-πρώτο, είμαι τζόρας στην ορθογραφία. Ύστερα, είμαι και κουμπούρας στα γερμανικά. Τόσο που τίς περισσότερες φορές γράφω, ό,τι μου κατεβεί και παρηγοριέμαι με τη σκέψη πως αυτά που γράφω έτσι θα είναι καλύτερα απ' το πρωτότυπο. Πού να το ξέρεις όμως; Μπορεί να είναι και χειρότερα.
320 Από το ντύσιμο του και την όψη του, σίγουρα θα τον είχαν πάρει για ζητιάνο, από κείνους τους φτωχοδιακονιάρηδες που γυρίζουνε στους δρόμους ζητώντας ελεημοσύνη πενταροδεκάρες. Ήτανε φανερό ότι τα είκοσι καπίκια του τα δώσανε γιατί τον λυπηθήκανε για την καμουτσικιά που έφαγε.
321 Ο τρούλλος της μητρόπολης, που δεν τον βλέπεις από κανένα άλλο μέρος καλύτερα παρά μονάχα απ' αυτή τη γέφυρα, λαμποκοπούσε θαυμαστά στην πεντακάθαρη ατμόσφαιρα και μπορούσες να διακρίνεις όλα του τα στολίδια. Αλάφρωσε ο πόνος του και ξέχασε την καμουτσικιά που είχε φάει.
322 Του φαινότανε πως αυτή τη στιγμή, έκοψε και τον τελευταίο δεσμό, που τον ένωνε ακόμα με τον κόσμο των ζωντανών. Έφτασε στο δωμάτιο του κατά το βράδυ, δηλαδή είχανε κυλήσει έξη ολόκληρες ώρες από τότε που έφυγε. Πώς και από ποιους δρόμους γύρισε δεν το 'ξερε ούτε ο ίδιος.
323 Τί κραυγή ήτανε κείνη! Ποτέ του δεν είχε ιδεί και δεν είχε ακούσει τέτοιο κολασμένο σαματά, τέτοια ουρλιαχτά, τέτοιους λυγμούς, τριξίματα δοντιών, χτυπήματα και κατάρες! Δε μπορούσε να φαντασθεί τόση σκληράδα και αγριότητα. Τρομοκρατήθηκε και μισοσηκώθηκε στο ντιβάνι του.
324 Και, ξαφνικά, αναγνώρισε με απέραντη κατάπληξη τη φωνή της σπιτονοικοκυράς του. Ούρλιαζε, βογγούσε σπαραχτικά, λαχανιασμένα και τόσο πολύ γρήγορα, που δεν κατόρθωνε να καταλάβει τί έλεγε: Καθώς φαίνεται, τους ικέτευε να πάψουν να την χτυπάνε γιατί κάποιος την έδερνε αλύπητα.
325 Άλλωστε, ήτανε κι ανώφελο! Ο τρόμος πάγωνε την ψυχή του, βασάνιζε και μαρμάρωνε τα κόκκαλά του... Μα, να που έπαψε σιγά-σιγά αυτός ο σαματάς, αφού κράτησε δέκα ολόκληρα λεπτά! Η σπιτονοικοκυρά βογγούσε κι αναστέναζε ακόμα, ο Ηλίας Πετρόβιτς εξακολουθούσε να την απειλεί και να τη βρίζει.
326 Οι άνθρωποι σκορπίζουν και φεύγουν απ' τη σκάλα, ξαναγυρίζοντας στα δωμάτια τους. Αναστενάζουν, κουβεντιάζουν ζωηρά, φωνάζει ο ένας τον άλλο δυνατά κι άλλοτε πάλι χαμηλώνουν τη φωνή τους και μιλούν ψιθυριστά, θα πρέπει να 'τανε πολλοί - όλο σχεδόν το σπίτι θα είχε μαζευτεί.
327 Μα, πώς είναι δυνατό; Και γιατί είχε έρθει εδώ ο Ηλίας Πετρόβιτς; Ο Ρασκόλνικωφ ξανάπεσε εξαντλημένος στο ντιβάνι του, απ' τη στιγμή όμως εκείνη, δε μπόρεσε να κλείσει μάτι. Έμεινε έτσι ξαπλωμένος μισή ώρα. Ποτέ ως τώρα στη ζωή του δεν είχε νιώσει τέτοιο μαρτύριο, τέτοιον ανυπόφορο τρόμο.
328 Ξαφνικά, η κάμαρα του φωτίστηκε από ένα δυνατό φως: Έμπαινε μέσα η Ναστάσια μ' ένα κερί και μ' ένα πιάτο σούπα. Τον κοίταξε προσεχτικά και καθώς είδε πως δεν κοιμότανε, ακούμπησε το κηροπήγιο πάνω στο τραπέζι κι άρχισε να τοποθετεί αυτά που είχε φέρει: ψωμί, αλάτι, ένα πιάτο, κουτάλι.
329 Εκείνη στεκότανε ακόμα δίπλα του. Δε μιλούσε και τον κοίταζε επίμονα. "Διψάω, Ναστάσια". Κατέβηκε και ύστερα από δυο λεπτά ξαναγύρισε φέρνοντας του νερό σ' ένα άσπρο, πήλινο κανάτι. Ο Ρασκόλνικωφ θυμότανε αργότερα πως ήπιε μόνο μια γουλιά και όλο τ' άλλο χύθηκε στο στήθος του.
330 Βρισκότανε σε μια κατάσταση ημιαναισθησίας με πυρετό και παραλήρημα. Αργότερα, θυμήθηκε πολλά πράγματα. 'Άλλοτε του φαινότανε πως ήτανε περιτριγυρισμένος από ένα σωρό ανθρώπους που ήθελαν να τον πάρουν και να τον πάνε κάπου, που συζητούσαν ζωηρά γι' αυτόν και τσακώνονταν μεταξύ τους.
331 Είχε προσέξει επίσης κι έναν άντρα που θα πρέπει να του ήτανε πολύ γνωστός, αλλά δεν κατόρθωνε να θυμηθεί ποιος είναι και λυπότανε τόσο πολύ γι' αυτό, ώστε του 'ρχονταν δάκρυα. Μερικές φορές νόμιζε πως βρίσκεται κρεβατωμένος ένα μήνα τώρα. Άλλες πάλι, του φαινότανε πως όλα έγιναν μέσα σε μια μέρα.
332 Σκιζόταν η καρδιά του όταν το θυμότανε αυτό, βασανιζότανε, βογγούσε, τον πλημμύριζε ξαφνικά ένας τρόμος ακατασίγαστος. Ανασηκωνότανε τότε στο κρεβάτι του, ήθελε να το σκάσει, αλλά πάντα βρισκότανε κάποιος που τον κρατούσε με δύναμη. Ύστερα, ξανάπεφτε στο λήθαργο του. Τέλος συνήλθε εντελώς.
333 Εκείνη την ώρα, όταν έκανε καλό καιρό, έπεφτε πάντοτε στον δεξιό τοίχο μια μακρουλή λουρίδα ήλιου, φωτίζοντας τη γωνιά που ήτανε κοντά στην πόρτα. Η Ναστάσια στεκότανε πάνω απ' το κρεβάτι του μαζί μ' έναν άντρα που ο Ρασκόλνικωφ δεν τον γνώριζε καθόλου και που τον κοίταζε πολύ περίεργα.
334 Ήτανε πολύ άτολμη και δεν της άρεσαν καθόλου οι συζητήσεις και οι εξηγήσεις. Σαράντα χρονών, χοντρή και στρουμπουλή, με μαύρα φρύδια και μαύρα μαλλιά, είχε όλη εκείνη την καλοσύνη που αποχτάει κανείς με το πάχος και την τεμπελιά, κατά τα άλλα όμως ήτανε αρκετά χαριτωμένη.
335 Συνεχίστε". "Να περί τίνος πρόκειται", άρχισε να λέει ο υπάλληλος γυρίζοντας κατά τον Ρασκόλνικωφ: "Εκ μέρους του Αθανάση Ιβάνοβιτς Βαχρούσιν που, καθώς πιστεύω, θα 'χετε ακούσει τ' όνομα του πολλές φορές, κατετέθη στο γραφείο μας μία επιταγή, κατόπιν παρακλήσεως της μητέρας σας.
336 Μην ανησυχείτε, σας παρακαλώ εσείς. Απλώς, μια ιδιοτροπία του είναι. Καθώς βλέπετε, τα 'χει ακόμα χαμένα. Άλλωστε, κάτι τέτοια τα κάνει ακόμα κι όταν είναι στα καλά του... Σεις είσαστε άνθρωπος λογικός. θα τον βοηθήσουμε, ή μάλλον θα βοηθήσουμε το χέρι του και θα υπογράψει.
337 Ύστερ' από λίγο, η Ναστάσια ξαναγύρισε με τη σούπα και είπε πως θα 'φερνε αμέσως και το τσάι. Μαζί με τη σούπα παρουσιάστηκαν και δυο κουτάλια, δυο πιάτα και όλα τα σχετικά: Αλατιέρα, πιπεριέρα, μουστάρδα και κάτι ακόμα, που είχε πολύν καιρό να παρουσιαστεί: Ένα καθαρό τραπεζομάντηλο.
338 Με αδεξιότητα αρκούδας, ανασήκωσε με το αριστερό του χέρι το κεφάλι του Ρασκόλνικωφ που, ωστόσο, δεν είχε καμμιά ανάγκη βοήθειας, ενώ με το δεξί, του 'φέρε στο στόμα μια κουταλιά σούπα, αφού πρώτα τη φύσηξε πολλές φορές, για να μην καεί ο άρρωστος. Αλλά η σούπα, μόλις που ήτανε λίγο χλιαρή.
339 Ο Ρασκόλνικωφ έφαγε μια κουταλιά με λαιμαργία, ύστερα δεύτερη και τρίτη. Ο Ραζουμίχιν όμως, αφού τον τάισε μερικές κουταλιές, σταμάτησε απότομα και είπε πως, για να του δώσει κι άλλο, έπρεπε να ρωτήσει πρώτα τον Ζοσίμωφ. Η Ναστάσια μπήκε μέσα με δυο μπουκάλια μπίρα. "Θέλεις τσάι".
340 Κάθισε πάλι στην καρέκλα του, τράβηξε προς το μέρος του τη σούπα κι άρχισε να καταβροχθίζει το βραστό βοδινό σα να 'χε να φάει τρεις ημέρες. "Φίλε μου Ρόντια, πρέπει να ξέρεις πως τώρα τελευταία, τρώω εδώ, στο σπίτι σου", μουρμούρισε, όσο του επέτρεπε το μπουκωμένο του στόμα που ήτανε γεμάτο κρέας.
341 Σαν αληθινός οικοδεσπότης γέμισε αμέσως ένα φλιτζάνι τσάι και κατόπιν άλλο ένα. Ύστερα, παράτησε το φαγητό του και κάθισε στο ντιβάνι. Όπως και προηγούμενα πέρασε το αριστερό του μπράτσο κάτω απ' το κεφάλι του Ρασκόλνικωφ, τον ανασήκωσε λιγάκι και του 'δώσε να πιεί τσάι με το κουτάλι.
342 Ξέρεις, Ρόντια, εδώ έχει γίνει μια ολόκληρη ιστορία που δεν την έχεις υπ' όψη σου. Όταν το 'σκασες απ' το δωμάτιο μου σαν κλέφτης, δίχως να μου πείς πού έμενες, θύμωσα τόσο πολύ, ώστε αποφάσισα να ψάξω να σε βρω για να σε τιμωρήσω. Άρχισα να σε κυνηγάω την ίδια μέρα κιόλας.
343 Το τί τρεχάματα έκανα και το πόσους ρώτησα, δε λέγεται! Είχα ξεχάσει τη σημερινή σου διεύθυνση, κι εξάλλου δε θα μπορούσα ποτέ μου να τη θυμηθώ, αφού ποτέ μου δεν την ήξερα. Όσο για το παλιό σου δωμάτιο, θυμάμαι μόνο πως βρισκότανε στις Πέντε Γωνιές, στην οικία Χαρλάμοβ.
344 Έψαξα πάρα πολύ να βρω το σπίτι αυτού του κυρίου Χαρλάμοβ, πολύ περισσότερο μάλιστα, γιατί δε λέγεται Χαρλάμοβ αλλά Μπουκ. Πώς μπορεί να γελαστεί κανείς με τα ονόματα! Είχα πραγματικά θυμώσει. Την άλλη μέρα πήγα στο γραφείο διευθύνσεων. Και, σκέψου: Μέσα σε δυο λεπτά μου δίνουν τη διεύθυνση σου.
345 Ο Ρασκόλνικωφ σώπαινε, παρ' όλο που δεν έπαψε να κοιτάζει τον Ραζουμίχιν επίμονα και με αγωνία. "Και μάλιστα", συνέχισε ο Ραζουμίχιν χωρίς να νοιάζεται καθόλου για τη σιωπή του Ρασκόλνικωφ και σα ν' αναφερότανε σε μια απάντηση που του 'δωσαν, "είναι γυναίκα απολύτως καθώς πρέπει από κάθε άποψη".
346 Πώς μπόρεσες λόγου χάρη να τη φέρεις στο σημείο και να τολμήσει να πάψει να σου στέλνει φαγητό; Ή ακόμα να σου κοινοποιήσει κείνο το γραμμάτιο; Τρελλός είσαι που κάθεσαι και υπογράφεις γραμμάτια; Αμ αυτός ο γάμος που λογάριαζες να κάνεις, όταν ζούσε ακόμα η κόρη της Ναταλία Γιεγκόροβνα; Τα ξέρω όλα.
347 Κι επειδή του λόγου σου, αντί να ζείς όπως πρώτα, καθόσουνα και κοπροσκύλιαζες, σκέφτηκε να σε πετάξει έξω. Το 'χε βάλει από καιρό στο νου της, αλλά φοβότανε για το γραμμάτιο. Επί πλέον, την είχες διαβεβαιώσει ότι η μητέρα σου θα την πλήρωνε". "Ήτανε ατιμία από μέρους μου, που είπα αυτό το πράγμα.
348 Πάνω σ' αυτό βασίστηκαν... Τί κουνιέσαι έτσι; Καθώς καταλαβαίνεις, ξέρω πια όλα τα σχετικά με σένα απόξω κι ανακατωτά. Δεν πήγε στράφι που κάθισες και τα εξομολογήθηκες όλα στην Πατσένκα, τον καιρό που σ' έβλεπε σα μέλος της οικογενείας της, και σου μιλάω τώρα έτσι γιατί σ' αγαπώ στ' αλήθεια.
349 Όταν τα 'μαθα όλα αυτά, προσπάθησα, για να 'χω τη συνείδηση μου ήσυχη, να του πω και γω δυο κουβέντες, αλλά στο μεταξύ, αποκαταστάθηκαν αρμονικές σχέσεις ανάμεσα σε μένα και στην Πατσένκα κι έτσι σταμάτησα την υπόθεση "εν τη γενέσει" της που λέμε, μπαίνοντας εγγυητής εγώ ότι θα πλήρωνες.
350 Ακούς, φίλε; Εγγυήθηκα για σένα. Καλέσαμε τον Τσεμπάροβ, του πετάξαμε στα μούτρα καμμιά δεκαριά ρούβλια και του πήραμε πίσω το χαρτί, "ου έχω την τιμή να σου παρουσιάσω. Μας αρκεί ο λόγος σου. Να, παρ' το. Έχω σκίσει και την υπογραφή σου δεόντως". Ο Ραζουμίχιν ακούμπησε το γραμμάτιο στο τραπέζι.
351 Ο Ρασκόλνικωφ, του 'ριξε μια ματιά και δίχως να πει τίποτα γύρισε κατά τον τοίχο. Τότε, ακόμα και ο Ραζουμίχιν φάνηκε σα να πληγώθηκε. "Βλέπω, φίλε μου", είπε ύστερ' από λίγο, "πως έκανα βλακεία πάλι. Νόμιζα πως θα ξέσκαγες λιγάκι με τη φλυαρία μου, αλλά έγινε το αντίθετο. Σου 'πρηξα το συκώτι".
352 Επί πλέον έδειχνες ζωηρότατο ενδιαφέρον για την κάλτσα σου κι όλο μας έλεγες παραπονιάρικα: "Δώστε μου την κάλτσα μου!" Ο ίδιος ο Ζαμιότοβ έψαξε σ' όλες τις γωνιές και σου 'φέρε με τα χέρια του τη βρωμόκαλτσά σου, μάλιστα, με τα κάτασπρα χέρια του, τα μοσκοβολισμένα, που ήτανε γεμάτα δαχτυλίδια.
353 Ζητούσες επίσης και τα ξέφτια του παντελονιού σου, κλαίγοντας με μαύρο δάκρυ! Αναρωτιόμαστε τί μπορεί να ήτανε αυτά τα ξέφτια, αλλά δεν υπήρχε τρόπος για να βγάλουμε άκρη. Και τώρα δουλειά! Πάρε τα τριανταπέντε ρούβλια. Κρατάω τα δέκα και μέσα σε δυο ώρες θα σου δώσω λογαριασμό τί τα 'κάνα.
354 Όρθιος, καταμεσίς στο δωμάτιο του, κοίταζε τριγύρω του με βασανιστική απορία. Πήγε κατά την πόρτα, την άνοιξε, αφουγκράστηκε. Όχι! Δεν ήτανε αυτό... Ξαφνικά, σα να βρήκε τη μνήμη του, όρμησε στη γωνιά, όπου η ταπετσαρία είχε μια τρύπα, έψαξε προσεχτικά χώνοντας το χέρι του μέσα.
355 Αλλά όχι. Ούτε κι αυτό ήτανε. Πήγε στη θερμάστρα, την άνοιξε κι έψαξε στις στάχτες: Τα ξέφτια απ' το παντελόνι του και η φόδρα της ξεσκισμένης τσέπης, ήτανε ακόμα εκεί, όπως τα πέταξε. Συνεπώς, κανένας δεν κοίταξε στη θερμάστρα. Τότε, θυμήθηκε την κάλτσα, που ανέφερε ο Ραζουμίχιν.
356 Τότε, κοίταζα προσεχτικά την άκρη της κάλτσας μου, ενώ τώρα... τώρα ήμουνα άρρωστος. Αλήθεια όμως, γιατί ήρθε εδώ ο Ζαμιότοβ", μουρμούρισε καταρρέοντας, ενώ ξανακαθόταν στο ντιβάνι. "Τί συμβαίνει λοιπόν; Βρίσκομαι ακόμα σε παραλήρημα ή μήπως γίνονται αυτά στ' αλήθεια; Έτσι φαίνεται θα είναι!
357 Άρπαξε το μπουκάλι, όπου είχε μείνει ακόμα ένα ποτήρι μπίρα και τη ρούφηξε μονοκοπανιάς με ευχαρίστηση, σα να 'θελε να σβήσει έτσι τη φωτιά, που έκαιγε στα στήθη του. Αλλά μέσα σ' ένα λεπτό, η μπίρα του 'φέρε μια δυνατή ζαλάδα κι ένιωσε ένα ρίγος ελαφρό, κι ευχάριστο μάλιστα, στις πλάτες του.
358 Έχωσε το κεφάλι του ηδονικά στο προσκέφαλο, διπλώθηκε ακόμα περισσότερο στο μαλακό καπλατισμένο πάπλωμα, που είχε αντικαταστήσει τώρα το κουρελιάρικο παλτό του, αναστέναξε βαθιά κι αποκοιμήθηκε, κάνοντας έναν ύπνο βαθύ και ευεργετικό. Ξύπνησε, ακούγοντας να μπαίνει κάποιος στο δωμάτιο του.
359 Δε βιάζεσαι για τίποτα. Δε φαντάζομαι να έχεις κανένα ραντεβού! Έχουμε όλο τον καιρό μπροστά μας. Περίμενα τρεις ώρες να ξυπνήσεις. Μπήκα δυο φορές εδώ μέσα, αλλά κοιμόσουνα. Πήγα επίσης δυο φορές στον Ζοσίμοβ. Δεν τον βρήκα στο σπίτι του, αλλά δεν έχει σημασία αυτό. Θα 'ρθεί!
360 Χρειάστηκε ν' απουσιάσω λιγάκι και για κάτι προσωπικές μου υποθέσεις. Γιατί σήμερα το πρωί μετακόμισα, τα μετακόμισα όλα, και το θείο μου ακόμα. Γιατί έχω κι ένα θείο τώρα. Στο διάβολο όμως! Ας αρχίσουμε τη δουλειά. Φέρε το δέμα εδώ, Ναστάσια. θα τ' ανοίξουμε αμέσως. Όμως.
361 Μπράβο! Ας δουλέψουμε, όμως, ας δουλέψουμε τώρα. Θα τα θυμηθείς αμέσως όλα. Κοίτα κατά δω, αγαπητέ μου". Άρχισε να λύνει ένα πακέτο, που έδειχνε ότι τον ενδιέφερε περισσότερο απ' τ' άλλα. "Ξέρεις, φίλε μου, το 'χα μαράζι στην καρδιά μου να σε ιδώ και σένα επί τέλους μια μέρα ντυμένον σαν άνθρωπο.
362 Το βλέπεις τούτο δω το κασκέτο".είπε τραβώντας από το πακέτο ένα καπέλο αρκετά όμορφο, αν και φτηνότατο και συνηθισμένο. "Στάσου να στο προβάρω, μια στιγμή". "Όχι τώρα, αργότερα", έκανε ο Ρασκόλνικωφ, κάνοντας τον πέρα απότομα. "Α, όλα κι όλα φίλε μου Ρόντια, μην επιμένεις.
363 Έσκασα γι' αυτό ογδόντα καπίκια και τούτο γιατί ήτανε λίγο φορεμένο. Και μάλιστα, τ' αγόρασα με τη συμφωνία, μόλις θα σου στραπατσαριστεί, να περάσεις από κει του χρόνου και θα σου δώσουν ένα άλλο - εντελώς δωρεάν, λόγω τιμής. Και τώρα, ας περάσουμε στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως λέγαμε στο Γυμνάσιο.
364 Πριν απ' όλα, σε προειδοποιώ ότι είμαι περήφανος για τούτο δω - κι άπλωσε μπροστά στον Ρασκόλνικωφ ένα παντελόνι γκρίζο, από ύφασμα ψιλό, καλοκαιριάτικο – ούτε τρυπίτσα, ούτε λεκές, πολύ εμφανίσιμο, αν και φορεμένο, και στον ίδιο χρωματισμό με το γιλέκο, όπως το απαιτεί η μόδα.
365 Κι εξάλλου, τα φορεμένα είναι πολύ καλύτερα απ' τ' αφόρετα, πιο μαλακά, πιο βολικά. Κατά τη γνώμη μου, Ρόντια, μπορείς να πας μπροστά, σ' αυτόν τον κόσμο, φτάνει μόνο ν' ακολουθείς πάντοτε την εποχή: Όταν δε ζητάς σπαράγγια το Γενάρη, όλο και θα μένουν λίγα ρούβλια στο πορτοφόλι σου.
366 Αυτό ακριβώς έγινε με τούτα δω τα ψώνια: Έχουμε καλοκαίρι και ψώνισα καλοκαιρινά. Το φθινόπωρο θα χρειαστείς πιο ζεστά ρούχα κι έτσι θα μπορείς να τα ξεφορτωθείς αυτά - πολλώ μάλλον αφού ως τότε θα 'χουνε γίνει κουρέλια από μόνα τους, λόγω φυσικών αιτίων, αν όχι λόγω υπερβολικής χρήσεως.
367 Λοιπόν, μάντεψε τώρα πόσα πλήρωσα για όλα αυτά κατά τη γνώμη σου; Δυο ρούβλια και είκοσι καπίκια! Και να λάβεις υπ' όψη σου ότι αγοράστηκαν όλα με τη συμφωνία να μπορείς του χρόνου, μόλις σου χαλάσουνε, να τ' αντικαταστήσεις εντελώς δωρεάν! Έτσι πουλάει πάντοτε το παλιατζίδικο του Φεντιάγεφ.
368 Όσο τώρα για τα εσώρουχα, τα κανόνισα με τη σπιτονοικοκυρά σου. Να λοιπόν τρία πουκάμισα από ύφασμα χοντρό, αλλά με μοντέρνο μπλαστρόν. Έχουμε λοιπόν και λέμε: Ογδόντα καπίκια το κασκέτο, δυο ρούβλια και εικοσιπέντε τ' άλλα πράγματα, μας κάνουν το όλον εννέα ρούβλια και πενηνταπέντε καπίκια.
369 Ορίστε και τα σαρανταπέντε καπίκια ρέστα. Έτσι λοιπόν, Ρόντια, είναι τώρα του κουτιού γιατί, κατά τη γνώμη μου, το παλτό σου όχι μόνον φοριέται ακόμα, αλλά έχει κι έναν αέρα λίαν αριστοκρατικόν - να τί θα πει να ράβεται κανείς στού Σάρμερ! Για κάλτσες και λοιπά, σ' αφήνω να φροντίσεις μόνος σου.
370 Το πλατύ, ελαφρό και καλορραμμένο παλτό του, το ανοιχτόχρωμο καλοκαιριάτικο παντελόνι του και όλα γενικά επάνω του, έδειχναν αμέσως πως ήτανε ντυμένος με την τελευταία λέξη της μόδας. Το πουκάμισο του ήτανε πεντακάθαρο και στην τσέπη του γιλέκου του κρεμότανε μια αλυσιδίτσα ρολογιού ολόχρυση.
371 Ήτανε αργός στις κινήσεις του, φλεγματικός σχεδόν, παρ' όλο που έκανε προσπάθειες να φαίνεται απλός. Η κομπορρημοσύνη του άλλωστε φαινότανε κάθε στιγμή, όσο κι αν προσπαθούσε να την κρύψει. Όλοι όσοι τον γνώριζαν έβρισκαν πως είναι ανυπόφορος, παραδέχονταν όμως πως ήξερε καλά τη δουλειά του.
372 Χθες μόλις ήρθε στην Πετρούπολη για δουλειές του. Βλεπόμαστε μια φορά κάθε πέντε χρόνια". "Τί δουλειά κάνει". "Μούχλιασε όλη του τη ζωή σε μια επαρχία, σαν διευθυντής ταχυδρομείου... Παίρνει τώρα μια συνταξούλα, είναι εξήντα χρονών, δεν αξίζει τον κόπο να μιλάμε γι' αυτόν.
373 Κάθεσαι πάνω στις αρχές σου, λες και είναι τίποτα σούστες και ποτέ δε θα τολμήσεις να κάνεις κάτι που σ' αρέσει. Εμένα, μου φτάνει να 'ναι ο φίλος μου καλός άνθρωπος, δε ζητάω περισσότερα - αυτή είναι η δική μου αρχή. Και ο Ζαμιότοβ είναι πολύ καλός άνθρωπος". "Ναι, αλλά λαδώνεται.
374 Αν καθίσουμε να κρίνουμε έτσι όλους τους ανθρώπους, αναρωτιέμαι αν θα 'μένε κανένας καλός στο τέλος. Είμαι σίγουρος πως και για το δικό μου μούτρο δε θα 'δίνε κανένας ούτε ένα ψητό κρεμμύδι - έστω και αν προσθέταμε μαζί και το δικό σου μούτρο". "Λίγο είπες... εγώ θα έδινα και δύο". "Εγώ μονάχα ένα.
375 Ο Ζαμιότοβ είναι ένα παλιόπαιδο, και θα μου δοθεί η ευκαιρία να του τραβήξω τ' αυτιά, γιατί πρέπει να τον παίρνουμε με το καλό κι όχι να τον κάνουμε πέρα. Δε διορθώνεται ο άνθρωπος με το άγριο και πολύ περισσότερο ένα παλιόπαιδο. Με το παλιόπαιδο πρέπει να είναι κανείς διπλά πονηρός.
376 Όλη αυτή την ώρα στεκότανε στο δωμάτιο και παρακολουθούσε τη συζήτηση, ακουμπισμένη στην κάσα της πόρτας. "Την Ελισάβετ". ψιθύρισε ο Ρασκόλνικωφ, με πνιγμένη φωνή. "Ναι, την Ελισάβετ, που μεταπούλαγε διάφορα πράγματα, την ξέρεις, ε; Ερχότανε εδώ. Σου είχε μάλιστα μπαλώσει ένα πουκάμισο".
377 Το βλέμμμα του διάλεξε και στυλώθηκε σε ένα άσπρο λουλούδι, που μαζί με άλλα ανθάκια ήτανε σχεδιασμένο αδέξια στην κιτρινισμένη και βρώμικη ταπετσαρία. Άρχισε να το εξετάζει, να μετράει πόσα πέταλα είχε και πόσα δοντάκια, πόσες καφετιές γραμμούλες υπήρχανε σ' αυτά τα πέταλα.
378 Ο Ζοσίμοβ κοίταξε περίεργα τον Ρασκόλνικωφ, αλλά αυτός δε σάλεψε καθόλου. "Το ξέρεις Ραζουμίχιν πως έχεις τη μανία να χώνεις παντού τη μύτη σου". είπε ο Ζοσίμοβ. "Δεν έχει σημασία, πάντως θα τον βγάλουμε τον άνθρωπο", φώναξε ο Ραζουμίχιν, χτυπώντας με δύναμη τη γροθιά του στο τραπέζι.
379 Όχι, εκείνο που με εξοργίζει είναι ότι, παρ' όλο που έχουν κάνει λάθη, εξακολουθούν ακόμα να σέβονται απεριόριστα τα ίδια τους τα λάθη. Εκτιμώ τον Πορφυρή αλλά... Να πάρει η οργή, τί είναι πρώτα-πρώτα εκείνο που τους έκανε ν' ακολουθήσουν στραβό δρόμο; Η πόρτα ήτανε κλεισμένη.
380 Απλώς τους έπιασαν, δε μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά. Αλήθεια, έτυχε να τον γνωρίσω αυτόν τον Κοχ. Φαίνεται πως αγόραζε απ' τη γριά τα ληξιπρόθεσμα ενέχυρα". "Ναι, είναι λωποδύτης. Αγοράζει επίσης και γραμμάτια - μεγάλη μάρκα. Ας πάει στο διάβολο! Δε θυμώνω γι' αυτόν καθώς καταλαβαίνεις.
381 Γυρίζουν όμως τα συκώτια μου με τη ρουτίνα τους, την ξεπερασμένη, την αμαθέστατη, τη βλακώδη... Κι όμως υπάρχει η δυνατότητα ν' ανοίξουν έναν καινούργιο δρόμο μ' αυτή την υπόθεση. Μόνο τα ψυχολογικά δεδομένα μπορούν να τους βάλουν στο σωστό δρόμο. "Έχουμε, σου λένε, γεγονότα".
382 Το μισό μέρος όλης της υποθέσεως βρίσκεται ακριβώς στο πώς θα ερμηνεύσεις αυτά τα γεγονότα". "Και ξέρεις εσύ να τα ερμηνεύσεις". "Ξέρω και παραξέρω. Και δε μπορείς να μη μιλήσεις όταν κάτι σου λέει μέσα σου ότι δεν είναι έτσι, όταν καταλαβαίνεις πως μπορείς να βοηθήσεις στην υπόθεση, όταν.
383 Μόλις του 'δωσα το ρούβλι το χάλασε αμέσως, κοπάνισε δυο ποτήρια απανωτά κι έφυγε παίρνοντας τα ρέστα του. Εκείνη την ώρα, δεν είδα να 'ναι μαζί του και ο Ντμίτρι. Την επομένη, ακούσαμε να λένε πως σκοτώσανε με μπαλντά την Αλιόνα Ιβάνοβνα και την αδελφή της Ελισάβετ που τίς γνωρίζαμε.
384 Πήγα το λοιπόν να ιδώ και γω στο σπίτι κι άρχισα να ψωνίζω για να μάθω τί γίνεται. Και το πρώτο-πρώτο που ρώτησα ήτανε τούτο: Εδώ είναι ο Νικολάι; Και ο Ντμίτρι μου απάντησε ότι ο Νικολάι τα 'χε κοπανίσει και γύρισε σπίτι τα χαράματα μεθυσμένος, έμεινε δέκα λεπτά εκεί κι ύστερα ξανάφυγε.
385 Εκείνη τη στιγμή, εκτός απ' αυτόν, μονάχα ένας πελάτης ήτανε στο μαγαζί μου, κάποιος ξένος. Ένας άλλος τακτικός θαμώνας, κοιμότανε στον πάγκο και ήτανε ακόμα τα δυο παιδιά που έχω για το σερβίρισμα. "Μήπως είδες τον Ντμίτρι". τον ρωτάω. "Όχι, μου λέει, δεν τον είδα". "Δεν πέρασες καθόλου από δω".
386 Την ώρα που του 'λεγα τα καθέκαστα για το έγκλημα, τον βλέπω να παίρνει το καπέλο του και να ετοιμάζεται να σηκωθεί. Προσπαθώ τότε να τον κρατήσω. "Περίμενε, Νικολάι", του λέω. "Δεν πίνεις ένα". Αμέσως κάνω νόημα στο ένα παιδί να πάει να σταθεί στην πόρτα και γω φεύγω από τον πάγκο.
387 Φυσικά, κινητοποιήθηκε ολόκληρη η αστυνομία για να βρεί τον Νικολάι. Έπιασαν τον Ντούσκιν, έκαναν έρευνα στο σπίτι του καθώς και στού Ντμίτρι, τα 'φεραν όλα άνω-κάτω στους Κολομένσκυ, αλλά μονάχα προχτές κατάφεραν να κλείσουνε τον Νικολάι στη φυλακή: Τον έπιασαν σ' ένα χάνι.
388 Λίγα λεπτά πιο ύστερα, μια γυναικούλα πήγε στον στάβλο ν' αρμέξει και τί βλέπει από μια χαραμάδα: Ο Νικολάι είχε δέσει το ζουνάρι του σ' ένα δοκάρι, είχε φτιάξει θηλιά και είχε σκαρφαλώσει σ' ένα κούτσουρο προσπαθώντας να περάσει τη θηλιά στο λαιμό του. Μπήγει αμέσως τις φωνές και τρέχει ο κόσμος.
389 Ήτανε οχτώ η ώρα κι ετοιμαζόμαστε να φύγουμε όταν ο Ντμίτρι πιάνει ένα πινέλο και μου λερώνει με μπογιά τα μούτρα. Τον κυνήγησα κι έτρεχα πίσω του ξεφωνίζοντας σαν άγριος, αλλά βγαίνοντας απ' τη σκάλα στην αυλή, πέφτουμε πάνω στον θυρωρό που ήτανε εκεί με κάτι κυρίους, δε θυμάμαι τώρα ποιους.
390 Έτρεξα ξωπίσω του, αλλά δε μπόρεσα να τον πιάσω και ξαναγύρισα στο διαμέρισμα, μόνος, γιατί έπρεπε να τακτοποιήσω τα πράγμα-, τα μου. Κι ενώ ταχτοποιούσα, περίμενα και τον Ντμίτρι να ξαναγυρίσει. Τότε ακριβώς, στο διάδρομο και κοντά στην πόρτα της γωνίας του τοίχου, πατάω σ' ένα κουτάκι.
391 Και ρίχτηκε πάλι στο προσκέφαλο του, με το πρόσωπο γυρισμένο κατ τον τοίχο. Όλοι τους έμειναν για μια στιγμή σιωπηλοί. "Θα είχε, φαίνεται, αποκοιμηθεί και ονειρευότανε", είπε τέλος ο Ραζουμίχιν κοιτάζοντας ερωτηματικά τον Ζοσίμοβ. Εκείνος, όμως, κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
392 Οποιεσδήποτε κι αν είναι αυτές, μια φορά είναι ενδείξεις. Κι αυτό είναι γεγονός! Δε φαντάζομαι να νομίζεις πως θα τον αφήσουν ελεύθερο τον μπογιατζή σου". "Μα, αυτοί του απήγγειλαν κιόλας κατηγορία για δολοφονία. Γι' αυτούς δεν υπάρχει πια ούτε σκιά αμφιβολίας". "Αρπάζεσαι και ξεστρατίζεις.
393 Ο δολοφόνος ήτανε επάνω όταν ο Κοχ και ο Πεστριάκωφ χτύπησαν την πόρτα. Ήτανε κλεισμένος από μέσα με το συρτή. Ο Κοχ έκανε τη βλακεία να κατεβεί κάτω. Και ο δολοφόνος βγήκε απ' το διαμέρισμα και κατέβηκε και κείνος, μια και δεν του απέμενε κανένας άλλος τρόπος σωτηρίας.
394 Περίμενε ώσπου να σβήσει ο θόρυβος από τα βήματα τους και τότε κατέβηκε ήσυχα-ήσυχα τη σκάλα, την ώρα που ο Νικολάι και ο Ντμίτρι κυνηγιόσαντε στο δρόμο, όταν όλοι πια είχανε σκορπίσει και δεν απέμενε κανείς κάτω απ' την εξώπορτα. Μπορεί και να τον είδε κάποιος, αλλά δεν τον πρόσεξε.
395 Ύστερα, αργά-αργά πάλι, άρχισε να εξετάζει τον αχτένιστο κι αξύριστο Ραζουμίχιν, που τον κοίταζε με ενοχλητική περιέργεια, δίχως να κουνιέται καθόλου από τη θέση του. Τέλος, γυρίζοντας κατά τον Ζοσίμοβ, είπε ευγενικά: "Ο φοιτητής ή πρώην φοιτητής Ροντιόν Ρομάνοβιτς Ρασκόλνικωφ, παρακαλώ".
396 Έκανε να γυρίσει κατά τον Ραζουμάχιν, συγκρατήθηκε όμως και απευθύνθηκε γρήγορα-γρήγορα και πάλι στον Ζοσίμοβ. "Αυτός είναι ο Ρασκόλνικωφ", μουρμούρισε ο Ζοσίμοβ δείχνοντας τον άρρωστο με το κεφάλι του. Και χασμουρήθηκε μ' ένα χασμουρητό που κόντεψε να τον ξεμασελιάσει και που δεν είχε τελειωμό.
397 Ο Ρασκόλνικωφ όμως, που κάθε άλλο παρά αυτό περίμενε, τον κοίταξε δίχως ν' απαντήσει αποβλακωμένα και σκεφτικά, σα ν' άκουγε πραγματικά για πρώτη φορά αυτό το όνομα. "Πώς! Είναι δυνατόν να μη λάβατε καμμία είδηση ως τώρα". ρώτησε ο Πιότρ Πετρόβιτς και φαινόταν σα να τα είχε χάσει λίγο.
398 Ο Ρασκόλνικωφ, αντί να του απαντήσει, έπεσε αργά-αργά στο μαξιλάρι του, έπλεξε τα χέρια του πίσω απ' το κεφάλι του κι άρχισε να κοιτάζει το ταβάνι σκεφτικά. Στο πρόσωπο του Λούζιν φάνηκε μια έκφραση λύπης. Ο Ζοσίμοβ και ο Ραζουμίχιν τον κοίταξαν με ακόμα μεγαλύτερη περιέργεια.
399 Και ξαναχασμουρήθηκε. "Πάει πολλή ώρα που ξαναβρήκε τη μνήμη του, απ' το πρωί", συνέχισε ο Ραζουμίχιν. Η οικειότητα του ήτανε τόσο ανοιχτόκαρδη, ώστε ο Πιότρ Πετρόβιτς άλλαξε κι άρχισε να αισθάνεται τώρα πιο άνετα, ίσως γιατί αυτός εδώ ο κακοντυμένος ξυπολιάς του παρουσιάστηκε σα φοιτητής.
400 Έτσι μου ξεφεύγει, μόνο του". Ο Λούζιν σήκωσε τους ώμους. "Η μητέρα σας... όταν ακόμα βρισκόμουνα κοντά της, είχε αρχίσει να σας γράφει ένα γράμμα. Όταν έφτασα εδώ, άφησα επίτηδες να περάσουν λίγες μέρες για να είμαι απολύτως βέβαιος πως θα είσαστε εντελώς ενημερωμένος.
401 Η σιωπή κράτησε ένα λεπτό. Στο μεταξύ ο Ρασκόλνικωφ, που είχε γυρίσει λίγο προς το μέρος του για να του απαντήσει, άρχισε ξαφνικά να τον εξετάζει επίμονα και με μεγάλη περιέργεια σα να μην πρόφτασε να τον ιδεί καλά την πρώτη φορά ή σα να του 'κάνε εντύπωση κάτι καινούργιο που του 'βρίσκε.
402 Ανασήκωσε το κεφάλι του στο μαξιλάρι για να τον βλέπει πιο καλά. Πραγματικά, ο Πιότρ Πετρόβιτς είχε στην όλη του εμφάνιση κάτι που έκανε εντύπωση, κάτι το ξεχωριστό, κάτι που δικαιολογούσε, θα 'λέγε κανείς, τον τίτλο του "μέλλοντος γαμπρού" που του πέταξε κατάμουτρα με αγένεια.
403 Το πρόσωπο του ήτανε πολύ νεανικό και μάλιστα ευχάριστο, έτσι που να μην του φαίνονται καθόλου τα σαράντα του χρόνια. Πλαισιωνόταν και στις δυο μεριές ωραία από φαβορίτες καστανές, που ήτανε κουρεμένες σαν κοτολέτες και πύκνωναν με χάρη γύρω από το φρεσκοξυρισμένο και γυαλιστερό πηγούνι του.
404 Ακόμα και τα μαλλιά του, που μόλις άρχιζαν ν' ασπρίζουν, καλοχτενισμένα και κατσαρωμένα στον κουρέα, δεν είχανε τίποτα το γελοίο επάνω του, ούτε και του 'διναν κείνο το ανόητο ύφος που προσδίδουν συνήθως τα κατσαρωμένα μαλλιά και σε κάνουν να φαίνεσαι σα Γερμανός νεόνυμφος.
405 Μπορεί να είχε κάτι το δυσάρεστο και αντιπαθητικό η επιβλητική, σοβαρή και αρκετά ωραία φυσιογνωμία του, αλλά αυτό πήγαζε από άλλα αίτια. Ο Ρασκόλνικωφ, αφού τον κοίταξε καλά-καλά, μ' ένα φαρμακερό χαμόγελο, ξανάφησε το κεφάλι του να πέσει στο μαξιλάρι κι άρχισε πάλι να κοιτάζει το ταβάνι σκεφτικά.
406 Επί πλέον, έ; και μια δίκη πολύ σημαντική στην οποία είμαι υποχρεωμένος να παραστώ δικηγόρος ενώπιον του Αρείου Πάγου. Αφήνω τις άλλες μου ασχολίες που εύκολα μπορείτε να μαντέψετε. Περιμένω την οικογένεια σας, δηλαδή τη μητέρα σας και την αδελφή σας, από στιγμή σε στιγμή.
407 Όλοι αυτοί οι νεωτερισμοί, οι μεταρρυθμίσεις, οι νέες ιδέες, έχουν φτάσει βέβαια και στην επαρχία, αλλά για να τις ιδεί κανείς καθαρότερα και ολοκληρωμένα, πρέπει να βρίσκεται στην Πετρούπολη, Η πεποίθησίς μου είναι λοιπόν ότι βλέπει και μαθαίνει κανείς περισσότερα παρακολουθώντας τη νέα μας γενιά.
408 Ιδέες, δε λέω όχι, μπορεί να υπάρχουνε πολλές", πρόσθεσε γυρίζοντας κατά τον Πιότρ Πετρόβιτς, "και η έφεση προς το καλό υπάρχει, έστω και σε νηπιακή κατάσταση, ακόμα και τίμιοι άνθρωποι υπάρχουν, παρ' όλο που έχουν πέσει εδώ του κόσμου οι λωποδύτες. Πρακτικό πνεύμα όμως, δεν υπάρχει.
409 Κάναμε λίγα, γιατί δεν είχαμε τον καιρό να κάνουμε περισσότερα. Αφήνω κατά μέρος τα μέσα. Κατά την άποψη μου, υπάρχει κιόλας κάτι που είναι γεγονός: Διαδόθηκαν ιδέες καινούργιες, χρήσιμες, διαδόθηκαν ορισμένα έργα νέα και χρήσιμα, αντί για τις παλιές ρομαντικές ονειροπολήσεις.
410 Συνεπώς, αποχτώντας ένα αγαθό αποκλειστικά και μόνο για τον εαυτό μου, το αποχτώ ταυτόχρονα και για όλους τους άλλους. Κι απ' αυτό βγαίνει ότι ο πλησίον μου παίρνει από μένα κάτι παραπάνω από το μισό παλτό. Κι αυτό, όχι χάρις στην ιδιωτική και ατομική γενναιοδωρία, αλλά εξαιτίας της γενικής προόδου.
411 Όλη αυτή η φλυαρία, όλες αυτές οι αυτοπαρηγοριές και οι ατέλειωτες κοινοτοπίες μ' έχουν αηδιάσει, τρία χρόνια τώρα, τόσο πολύ ώστε κοκκινίζω όχι όταν μιλάω εγώ, αλλά κι όταν ακούω άλλους να μιλούν γι' αυτά τα πράγματα. Φυσικά, εσείς νομίζετε πως θα 'τανε πολύ καλό να μας επιδείξετε τις γνώσεις σας.
412 Εξ άλλου σκόπευε να φύγει σε δυο λεπτά. "Ελπίζω", είπε γυρίζοντας κατά τον Ρασκόλνικωφ, "ότι η σημερινή γνωριμία μας θα γίνει ακόμα στενότερη όταν θα σηκωθείτε, λόγω των περιστατικών που γνωρίζετε... Σας εύχομαι, κυρίως, καλήν ανάρρωσιν". Ο Ρασκόλνικωφ ούτε γύρισε να τον κοιτάξει.
413 Είχε σηκωθεί κιόλας όρθιος και κρατούσε στα χέρια του τα γάντια και το καπέλο του, αλλά προτού να φύγει ήθελε σώνει και καλά να πεί ακόμα μερικά σοφά λόγια. Ήτανε ολοφάνερο πως επιθυμούσε να τους αφήσει καλή εντύπωση και η ματαιοδοξία του κυριάρχησε στη λογική του. "Ναι, ακούσατε τίποτα γι' αυτό".
414 Δε θυμάμαι επί λέξει τα λόγια του, αλλά η ουσία τους ήτανε ότι ήθελε να κάνει γρήγορα περιουσία με, ελάχιστα έξοδα και δίχως κόπο! Συνηθίσαμε να κάνουμε μια ζωή άνετη, να ζούμε εις βάρος των άλλων, να τρώμε μουσκεμένο παξιμάδι. Κι ύστερα, όταν έρθει η ώρα, ο καθένας δείχνει τί είναι ικανός να κάμει.
415 Ακούστε, κύριε", άρχισε να λέει ύστερα από μια μικρή παύση ενώ προσπαθούσε με όλες του τις δυνάμεις να συγκρατηθεί, παρ' όλο που πνιγότανε απ' τη λύσσα του, "όταν ήρθα εδώ μέσα πρόσεξα την παράξενη υποδοχή που μου κάνατε, αλλά έμεινα επίτηδες για να ιδώ ως πού θα πήγαινε αυτό.
416 Ο Λούζιν αποτραβήχτηκε σηκώνοντας με προσοχή το καπέλο ως το ύψος του ώμου του τη στιγμή που έσκυβε για να περάσει το κατώφλι. Μπορούσε να καταλάβει κανείς, ακόμα κι από τη σκυφτή πλάτη του, πως έφευγε πληγωμένος βαθύτατα. "Πώς φέρνεσαι έτσι". είπε ο Ραζουμίχιν κουνώντας το κεφάλι του με αμηχανία.
417 Το είδα και γω πολύ καθαρά. Τον ενδιαφέρει και τον ανησυχεί αυτό το ζήτημα. Γιατί τον τρόμαξαν πολύ με τούτη τη δολοφονία στο αστυνομικό τμήμα, την ίδια μέρα που άρχισε η αρρώστια του. Έπεσε λιπόθυμος όταν τ' άκουσε". "Καλά, θα μου τα διηγηθείς αυτά με λεπτομέρειες απόψε και θα σου πω ύστερα κάτι.
418 Παράξενο όμως! θα 'λέγε κανείς πως ηρέμησε, ξαφνικά, ολότελα. Δεν απέμενε πια τίποτα απ' το μισότρελλο παραλήρημα που τον βασάνιζε πριν από λίγο, ούτε απ' τον πανικόβλητο τρόμο που τον κατείχε τις τελευταίες μέρες. Για πρώτη φορά τώρα βρισκότανε σε μια παράξενη και απροσδόκητη ηρεμία.
419 Η ατμόσφαιρα ήτανε αποπνιχτική, όπως και χτες, εκείνος όμως ανάσαινε λαίμαργα τον βρωμερό και πηγμένο στη σκόνη αέρα που έβλαψε η μεγαλούπολη Στην αρχή, ένιωσε μια μικρή ζαλάδα: Κάτι σαν άγριος δυναμισμός έλαμψε ξαφνικά στα φλογισμένα μάτια του και στο αδυνατισμένο και κατάχλωμο πρόσωπο του.
420 Με μια φωνή σπασμένη και καμπαρετζούδικη αλλά αρκετά καλή και δυνατή, έλεγε το τραγούδι της περιμένοντας να της πετάξουν δυο καπίκια απ' το μαγαζί. Ο Ρασκόλνικωφ στάθηκε μαζί με δυο-τρεις άλλους που άκουγαν το τραγούδι, έβγαλε από την τσέπη του πέντε καπίκια και τ' ακούμπησε στο χέρι της.
421 Η μικρή έπαψε απότομα το τραγούδι της στην πιο ψηλή και την πιο συγκινημένη νότα, φωνάζοντας στον οργανοπαίχτη: "Φτάνει!" Και προχώρησαν κι οι δυο τους στο παρά κάτω μαγαζί. "Σας αρέσουν τα τραγούδια του δρόμου", ρώτησε απότομα ο Ρασκόλνικωφ έναν μεσόκοπο διαβάτη που στεκότανε δίπλα του κι άκουγε.
422 Τώρα πήγαινε προς τα εκεί χωρίς να σκέφτεται τίποτα. Υπάρχει εκεί πέρα ένα μεγάλο κτίριο που στεγάζει μόνο μπιραρίες, εστιατόρια και ταβέρνες. Κάθε τόσο έβγαιναν από κεί γυναίκες, ντυμένες πολύ πρόχειρα, σα να 'τανε "να πεταχτούν ως τη γειτόνισσα", με το φόρεμα τους μόνο και χωρίς καπέλο.
423 Σ' ένα απ' αυτά, γινότανε κείνη τη στιγμή μεγάλος σαματάς: Κάποιος γρατζούναγε κιθάρα, τραγουδούσαν κι είχαν έρθει σε μεγάλα κέφια. Μπροστά στην πόρτα στριμώχνονταν ένα τσούρμο γυναίκες, άλλες καθισμένες στα σκαλιά, άλλες πάνω στο πεζοδρόμιο κι άλλες στέκονταν όρθιες κουβεντιάζοντας.
424 Λίγο πιο πέρα, ένας μεθυσμένος φαντάρος με το τσιγάρο στο στόμα, κλυδωνιζότανε βλασφημώντας δυνατά: θα 'λέγε κανείς πως κάπου ήθελε να μπει' αλλά είχε ξεχάσει πού. Ένας κουρελής βριζότανε με κάποιον άλλο κουρελή. Κι ένας που ήτανε στουπί στο μεθύσι είχε τεντωθεί ξάπλα, καταμεσίς στο δρόμο.
425 Μες στα χαχανητά και τις φωνές, ακουγόταν μια λεπτή φωνούλα που συνοδευότανε από κιθάρα και κάποιος που χόρευε ξεφρενιασμένα, χτυπώντας τα τακούνια του στο ρυθμό του τραγουδιού. Ο Ρασκόλνικωφ σκύβοντας μπροστά στην είσοδο και κοιτάζοντας κατά μέσα, άκουγε σκυθρωπός και βυθισμένος στις σκέψεις του.
426 Όμορφε και χεροδύναμέ μου μη με δέρνεις άδικα! έλεγε η λεπτή φωνή εκείνου που τραγουδούσε. Ο Ρασκόλνικωφ ένιωσε μιαν ακατακίνητη επιθυμία να τ' ακούσει κείνο το τραγούδι, σα να είχανε μονάχα αυτόν το σκοπό όλες του οι σκέψεις. "Αν πήγαινα κεί μέσα'.", είπε από μέσα του.
427 Δυο-τρεις πελάτες έπιναν τσάι. Πιο πέρα, σε μια άλλη αίθουσα ήτανε μια παρέα τρεις-τέσσερις κι έπιναν σαμπάνια, καθισμένοι γύρω από ένα τραπέζι. Ο Ρασκόλνικωφ νόμισε πως γνώρισε ανάμεσα τους τον Ζαμιότοβ. Αλλά από τόσο μακριά δε μπορούσε να ιδεί καλά. "Και τί με νοιάζει", είπε μέσα του.
428 Βρήκε επί τέλους εκείνο που ζητούσε κι άρχισε να διαβάζει: Οι γραμμές χοροπηδούσαν μπροστά στα μάτια του, ωστόσο μπόρεσε να διαβάσει τα γεγονότα ως το τέλος κι άρχισε να ψάχνει γρήγορα-γρήγορα για τα νεώτερα στα επόμενα φύλλα. Έτρεμαν νευρικά τα χέρια του καθώς ξεφύλλιζε τις εφημερίδες.
429 Το σκουρόχρωμο πρόσωπο του φαινότανε ξαναμμένο λίγο απ' τη σαμπάνια που είχε πιει'. ; "Μπα! Σεις εδώ". άρχισε να λέει κατάπληκτος και μ' ένα τόνο που έδινε την εντύπωση πως γνωρίζονταν από πολύν καιρό. Μα, χτες ακόμα ο Ραζουμίχιν, μου έλεγε πως δεν είχατε συνέλθει ακόμα.
430 Τα χείλη του ζάρωσαν πάλι από ένα χαμόγελο ειρωνικό. "Όχι, δε διαβάζω για τις πυρκαγιές", συνέχισε κλείνοντας το μάτι στον Ζαμιότοβ. Ομολογήστε όμως, νεαρέ μου, ότι είχατε μεγάλη φαγούρα να μάθετε τί διάβαζα στις εφημερίδες". "Δε μ' ενδιαφέρει καθόλου. Έτσι το 'πα, εντελώς τυχαία.
431 Ο Ζαμιότοβ τον κοίταξε επίμονα χωρίς να κινηθεί καθόλου, χωρίς ν' αποτραβήξει το πρόσωπο του από το πρόσωπο του Ρασκόλνικωφ. Εκείνο που φάνηκε ακόμα πιο παράξενο στον Ζαμιότοβ ήτανε ακριβώς η σιγή που κράτησε ένα λεπτό, χωρίς να πάψουν καθόλου να κοιτάζονται έτσι σ' αυτό το χρονικό διάστημα.
432 Σώπασαν και οι δύο. Ο Ρασκόλνικωφ ύστερα από το απότομο και σπασμωδικό εκείνο γέλιο, έγινε ξαφνικά σκεφτικός και μελαγχολικός. Ακούμπησε τον αγκώνα του στο τραπέζι και στήριξε το κεφάλι του στο χέρι του. Φαινότανε σα να ξέχασε ολότελα τον Ζαμιότοβ. Η σιγή κράτησε κάμποσο.
433 Έφερε το φλιτζάνι στα χείλη του, έφαγε μια μπουκιά ψωμί και, καθώς κοίταξε τον Ζαμιότοβ, φάνηκε σα να 'ρχεται πάλι στην πραγματικότητα και ν' αποτινάζει το λήθαργο του. Το πρόσωπο του ξαναπήρε σε μια στιγμή την ειρωνική έκφραση που είχε και πριν. Εξακολούθησε να πίνει το τσάι του.
434 Ας υποθέσουμε ότι οι ατζαμήδες πετύχαιναν, ας υποθέσουμε ότι τα κατάφερνε καθένας τους ν' ανταλλάξει από ένα εκατομμύριο. Κι ύστερα; Μπορεί να κρατήσει αυτό το πράγμα σ' όλη τη ζωή τους; Καθένας, σ' ολόκληρη τη ζωή του, θα εξαρτάται από τους άλλους. Καλύτερα να πάει να κρεμαστεί.
435 Ύστερα, όταν θα έφτανα στην τρίτη χιλιάδα, "μια στιγμή", θα του 'λεγα, "μου φαίνεται ότι δε μέτρησα καλά την έβδομη εκατοντάδα, εκείνη εκεί, στη δεύτερη χιλιάδα, ναι, έχω τώρα μια αμφιβολία". Και θ' άφηνα την τρίτη χιλιάδα για να ξαναπάρω τη δεύτερη - κι έτσι θα το πήγαινα ως το τέλος.
436 Κι όταν θα μέτραγα και την πέμπτη χιλιάδα, θα τράβαγα στην τύχη ένα χαρτονόμισμα, θα το κοίταζα κάμποση ώρα στο φως και ύστερα θα του 'λεγα με κάποια αμφιβολία: "Δώστε μου ένα άλλο, σας παρακαλώ". Ώσπου ο ταμίας θα γινότανε μπαρούτι και δε θα 'ξερε πώς να με ξεφορτωθεί.
437 Στην πράξη θα τα βρίσκατε μπαστούνια. Ξέρετε τί λέω εγώ; Κατά τη γνώμη μου, όχι σεις και γω, αλλά και ο πιο τέλειος κακούργος δε μπορεί να είναι σίγουρος για τον εαυτό του. Κοιτάξτε τώρα, για να μην πηγαίνουμε πιο μακριά, πάρτε τούτο το παράδειγμα: Σκότωσαν μια γριά στη συνοικία μας.
438 Πώς μπορεί να μην είναι ένοχος; Σ' αυτό κι ένα παιδάκι ακόμα μπορεί να σας τη φέρει – φτάνει να το θέλει μονάχα". "Είναι γεγονός ότι όλοι ενεργούν μ' αυτόν τον τρόπο", απάντησε ο Ζαμιότοβ. "Το φόνο τον καταφέρνουν σχετικά επιδέξια, ύστερα όμως τους τσιμπάμε στις ταβέρνες.
439 Τα μάτια του Ρασκόλνικωφ πέταγαν αστραπές, είχε γίνει κατακίτρινος και το πάνω του χείλος άρχισε να τρέμει. Έσκυψε όσο μπορούσε προς το μέρος του Ζαμιότοβ κι άρχισε να σαλεύει τα χείλη του, δίχως όμως να βγάζει μιλιά. Κύλησε έτσι μισό λεπτό. 'Ήξερε τί έκανε, αλλά δε μπορούσε να συγκρατηθεί.
440 Η φοβερή λέξη, όπως την άλλη φορά ο σύρτης της πόρτας, ήτανε έτοιμη να εκτιναχθεί από τα χείλη του, ήτανε έτοιμη να ξεκολλήσει, αν δεν τη συγκρατούσε ο Ρασκόλνικωφ. "Κι αν αυτός που σκότωσε τη γριά και την Ελισάβετ είμαι εγώ".ψιθύρισε ξαφνικά. Και αμέσως ύστερα συνήλθε.
441 Βγήκε έξω ανατριχιάζοντας από μια αίσθηση παράξενη, από κάτι σαν υστερία ανάκατη με ένα είδος έντονης χαράς, ήτανε όμως σκυθρωπός και τρομερά εξαντλημένος. Το πρόσωπο του έκανε κάτι σπασμούς σα να τον είχε βρεί πριν από λίγο κρίση επιληψίας. Και η εξάντληση του όσο πήγαινε και μεγάλωνε.
442 Ομολόγησε τα όλα. Ακούς". "Αυτό σημαίνει ότι σας βαρέθηκα όλους θανάσιμα και θέλω να μείνω μόνος μου", απάντησε ήσυχα-ήσυχα ο Ρασκόλνικωφ. "Μόνος σου; Τη στιγμή που δε μπορείς ούτε τα πόδια σου να πάρεις κι είναι τα μούτρα σου άσπρα σαν πανί και λαχανιάζεις; Ηλίθιε!
443 Ο Ραζουμίχιν όμως έγινε έξω φρενών. Τον άρπαξε γερά απ' τους ώμους. "Να σ' αφήσω; Τολμάς να πείς "άφησε με να περάσω", ύστερα απ' αυτό που έκανες; Ε, λοιπόν, ξέρεις τι' θα σου κάνω τώρα αμέσως; θα σε αρπάξω, θα σε δέσω σαν πακέτο και θα σε πάω στο δωμάτιο σου όπου θα σε κλειδώσω".
444 Άσε με λοιπόν, για την αγάπη του θεού! Και ποιο δικαίωμα έχεις να με κρατήσεις με το ζόρι; Τουλάχιστον δε βλέπεις πως έχω τελείως τα λογικά μου όταν σου μιλάω; Πες μου, τέλος πάντων, πώς θα μπορέσω να γλυτώσω απ' την παρουσία σου, πώς θα πάψεις να με προσέχεις και να με περιποιείσαι.
445 Περίμενε φιλαράκο μου", ούρλιαξε ακόμα πιο λυσσαμένα όταν είδε πως ο Ρασκόλνικωφ έκανε να φύγει, "θα τ' ακούσεις όλα τώρα. Ξέρεις πως απόψε έχω καλεσμένους μερικούς φίλους για τα εγκαίνια του σπιτιού μου, ίσως κιόλας να έχουν πάει - πρόσθεσε βιαστικά κι άφησα εκεί τον μπάρμπα μου να τους υποδεχθεί.
446 Συνεπώς, αν δεν ήσουνα ηλίθιος, θα ερχόσουνα στο σπίτι μου απόψε, αντί να χαζεύεις άσκοπα στα πεζοδρόμια. Μια που βγήκες, δεν υπάρχει λόγος να ξαναγυρίσεις εκεί πάνω! θα σου οικονομήσω μια πολύ ωραία και μαλακιά πολυθρόνα - έχουν οι σπιτονοικοκυραίοι μου... θα πάρεις τσάι, θα 'χουμε παρέα.
447 Ο Ρασκόλνικωφ τράβηξε ολόισια κατά τη γέφυρα Χ. Σταμάτησε καταμεσίς, ακούμπησε στα κάγκελα τους αγκώνες του κι έβλεπε πέρα, πολύ μακριά. Όταν άφησε τον Ραζουμίχιν ένιωσε τέτοια εξάντληση ώστε μόλις που μπόρεσε να συρθεί ως εδώ. Ήθελε πολύ να καθίσει κάπου, ή να ξαπλωθεί καταμεσίς στον δρόμο.
448 Ξαφνικά, τινάχτηκε και γλύτωσε έτσι τη λιποθυμία γιατί βρέθηκε απότομα μπροστά σ' ένα φριχτό θέαμα. Ένιωσε πως κάποιος ήρθε και στάθηκε δίπλα του, στα δεξιά του. Γύρισε και είδε πως ήτανε μια ψηλή γυναίκα μ' ένα μαντήλι στο κεφάλι, με χλωμό πρόσωπο, λιπόσαρκο, και μάτια κοκκινισμένα και βαθουλωτά.
449 Ακούστηκε ο πάταγος που έκανε το κορμί της καθώς έπεφτε στα βρώμικα νερά. Βούλιαξε, αμέσως, σε λίγο όμως βγήκε ξανά στην επιφάνεια και την έσερνε αργά-αργά το ρεύμα, με το κεφάλι και τα πόδια βυθισμένα ντο νερό, με την πλάτη απ' έξω, με τη φούστα της να πλέει φουσκωμένη πάνω στα νερά, σαν πάπλωμα.
450 Δε δυσκολεύτηκε πολύ να τη φτάσει γιατί το ρεύμα την είχε φέρει πολύ κοντά στην όχθη Την έπιασε με το δεξί του χέρι απ' το φουστάνι, πιάστηκε με τ' αριστερό από το σκοινί που του έριξε ένας συνάδελφος του κι έβγαλε την απελπισμένη γυναίκα απ' το κανάλι. Την ξάπλωσαν στις πλάκες της προκυμαίας.
451 Σε λίγο άνοιξε τα μάτια της, ανασηκώθηκε, έμεινε καθιστή κι άρχισε να φταρνίζεται και να ξεφυσάει δυνατά, τρίβοντας ασυναίσθητα τα βρεγμένα ρούχα της. Δεν έβγαλε μιλιά. "Έχει πιεί έναν κόρακα! Ναι, έναν κόρακα ήπιε!", φώναξε πάλι η ίδια γυναίκα, δίπλα στην Αφροσινιούσκα τώρα.
452 Η καρδιά του ήτανε άδεια και κλεισμένη. Δεν ήθελε να σκέφτεται. Ακόμα και η αγωνία του έφυγε και δεν απέμενε μέσα του τίποτα από κείνη την έκρηξη ενεργητικότητας που τον έκανε να βγεί από το δωμάτιο του για να "ξεμπερδέψει μ' αυτό". Στη θέση της υπήρχε τώρα απόλυτη απάθεια.
453 Βάδιζε κοιτάζοντας το έδαφος. Ξαφνικά, του φάνηκε πως κάποιος του ψιθύρισε στ' αυτί κάτι. Σήκωσε το κεφάλι του και είδε πως βρισκότανε μπροστά στην πόρτα εκείνου του σπιτιού, ακριβώς μπροστά του. Από το βράδυ του φόνου δεν είχε ξαναπεράσει από κεί. Τον κυρίεψε μια ανεξήγητη και ακατανίκητη λαχτάρα.
454 Στο κεφαλόσκαλο του πρώτου ορόφου είχανε βάλει ένα παράθυρο ολότελα καινούργιο "Δεν υπήρχε τότε", είπε. Να το διαμέρισμα του δεύτερου ορόφου, όπου δούλευαν ο Νικολάι και ο Ντμίτρι. "Κλειστό και η πόρτα του μπογιατισμένη. Συνεπώς, είναι για νοίκιασμα". Να το τρίτο πάτωμα, να το τέταρτο.
455 Δίστασε για μια στιγμή: Η πόρτα ήτανε ορθάνοιχτη υπήρχε κόσμος μέσα και ακούγονταν φωνές. Δεν το περίμενε αυτό. Ταλαντεύτηκε για μια στιγμή τελικά όμως ανέβηκε τα τελευταία σκαλιά και μπήκε μέσα. Βρίσκονταν κάτι εργάτες εκεί που το επιδιόρθωναν κι αυτό. Ο Ρασκόλνικωφ το είδε με κατάπληξη.
456 Φανταζότανε, χωρίς να ξέρει το γιατί, πως θα έβρισκε όπως το είχε αφήσει τότε, ίσως και με τα πτώματα ακόμα ξαπλωμένα κάτω, στην ίδια θέση. Αλλά τώρα ήτανε ένα δωμάτιο με γυμνούς τοίχους χωρίς κανένα έπιπλο: θέαμα παράξενο! Προχώρησε προς το παράθυρο και κάθισε στο πρεβάζι του.
457 Ο Ρασκόλνικωφ σηκώθηκε και μπήκε στην κάμαρα όπου βρισκότανε τότε ο κομμός και η κασέλα. Έτσι καθώς την είδε χωρίς έπιπλα, του φάνηκε πολύ μικρή Κοίταξε τριγύρω του και ξαναγύρισε στο παράθυρο. Ο μεγαλύτερος απ' τους εργάτες τον κοίταξε λοξά. "Τί γυρεύετε σεις εδώ". τον ρώτησε ξαφνικά.
458 Βγήκε πρώτος και κατέβηκε αργά-αργά τη σκάλα. "Ε, θυρωρός!", φώναξε μόλις πέρασε το κατώφλι. Ακριβώς μπροστά στην είσοδο του σπιτιού, έξω στον δρόμο, είχανε μαζευτεί κάμποσοι που χάζευαν κοιτάζοντας τους διαβάτες. Ήτανε δυο θυρωροί, μια χωριάτισσα, ένας τεχνίτης με ρόμπα και μερικοί άλλοι ακόμα.
459 Τα πάντα ήτανε βουβά και νεκρά σαν τις πέτρες πού πάταγε, νεκρά γι' αυτόν, γι' αυτόν μόνο. Ξαφνικά, λίγο πιο μακριά, καμμιά διακοσαριά βήματα από κει που βρισκότανε, στην άκρη του δρόμου, είδε στο σκοτάδι μαζεμένον πολύ κόσμο που γινόταν όλο και περισσότερος, κι άκουσε ζωηρές φωνές και κραυγές.
460 Κρατούσαν τ' άλογα από τα χαλινάρια. Πλήθος κόσμου στριμωχνότανε τριγύρω, πίσω απ' τους αστυνομικούς που έφραζαν το πέρασμα. Ένας απ' αυτούς κρατούσε στα χέρια του ένα φαναράκι και, σκύβοντας, φώτιζε κάτι που βρισκότανε στο πλακόστρωτο, κοντά στις ρόδες. Όλοι μιλούσαν, φώναζαν, αναστέναζαν.
461 Ο αμαξάς τα είχε χαμένα και κάθε τόσο έλεγε: "Τί συφορά, θεούλη μου! Τι συφορά!" Ο Ρασκόλνικωφ άνοιξε όπως μπορούσε δρόμο μεσ' απ' το πλήθος και είδε επί τέλους γιατί είχε γίνει όλη αυτή η αναστάτωση και μαζεύτηκαν τόσοι περίεργοι. Καταγής ήταν ξαπλωμένος ένας άνθρωπος σε αφασία, καταματωμένος.
462 Φυσικά, οι αστυνομικοί, δεν παρέλειψαν να το λάβουν αυτό υπ' όψη τους. Δεν απέμεινε λοιπόν παρά να μεταφέρουν τον τραυματισμένο στο τμήμα και στο νοσοκομείο. Αλλά κανένας δεν ήξερε την ταυτότητα του. Στο μεταξύ ο Ρασκόλνικωφ γλίστρησε ανάμεσα στον κόσμο και πήγε πολύ κοντά.
463 Βρήκε μια ευκαιρία κι έχωσε στο χέρι του αστυνομικού μερικά λεφτά. Δεν έλεγε εξάλλου τίποτα το παράνομο κι οπωσδήποτε το να μεταφέρουν τον τραυματία στο σπίτι του ήτανε πιο απλό. Τον σήκωσαν για να τον μεταφέρουν. Παρουσιάστηκαν πολλοί που προθυμοποιήθηκαν να βοηθήσουν.
464 Παρ' όλο που αυτή δεν ήτανε παρά πάνω από δέκα χρονών και δεν καταλάβαινε ακόμα πολλά πράγματα, ένιωθε πολύ καλά ότι η μητέρα της την είχε ανάγκη. Την παρακολουθούσε πάντοτε λοιπόν με τα μεγάλα, έξυπνα μάτια της κι έκανε προσπάθεια για να καταλάβει εκείνα που της έλεγε.
465 Κι αυτός ο άλλος. Πολιά, ήτανε ο μπαμπάς σου. Είχε θυμώσει τρομερά ο παππούς σου... Έτοιμο είναι το νερό; Έλα, δώσ' μου το νυχτικούλι του και τα καλτσάκια, Λύντα", πρόσθεσε γυρίζοντας κατά τη μικρότερη κόρη της, "εσύ θα κοιμηθείς απόψε δίχως νυχτικό, βάλε τις κάλτσες στην άκρη.
466 Η Κατερίνα Ιβάνοβνα κοκκάλωσε, έγινε κατακίτρινη και της κόπηκε η ανάσα. Το κοριτσάκι, η Λύντα, έμπηξε μια κραυγή και όρμησε προς τη μεγάλη της αδελφούλα, την Πολιά, σφίχτηκε απάνω της κι έτρεμε ολόκληρη. Ο Ρασκόλνικωφ, αφού ξάπλωσε τον Μαρμελάντωφ, πήγε κοντά στην Κατερίνα Ιβάνοβνα.
467 Το νυχτερινό πλύσιμο το 'κάνε η ίδια η Κατερίνα Ιβάνοβνα, τουλάχιστον δυο φορές τη βδομάδα και κάποτε συχνότερα, γιατί είχανε φτάσει στο σημείο να μην έχουν ρούχα για ν' αλλάξουν. Ο καθένας τους είχε απομείνει μόνο με μια αλλαξιά. Αλλά η Κατερίνα Ιβάνοβνα δε μπορούσε να υποφέρει τη βρωμιά.
468 Αφήστε τον τουλάχιστον να πεθάνει εν ειρήνη. Διαφορετικά, σας βεβαιώ ότι, αύριο κιόλας, θα σας καταγγείλω στον γενικό Διοικητή. Ο πρίγκιπας με γνωρίζει πολύ καλά, απ' τα μικρά μου χρόνια, και θυμάται πάντοτε τον Σεμιόν Ζαχάροβιτς που τον είχε τιμήσει πολλές φορές με την εύνοια του.
469 Ήτανε ένα νοικοκυρεμένο γεροντάκι. Γερμανός, που κοίταζε γύρω του δύσπιστα. Πήγε κοντά στον άρρωστο, του έπιασε τον σφυγμό, εξέτασε το κεφάλι του προσεχτικά. Ύστερα, με τη βοήθεια της Κατερίνας Ιβάνοβνας, ξεκούμπωσε το καταματωμένο πουκάμισο κι έγδυσε το στήθος του τραυματισμένου.
470 Αριστερά, στο μέρος ακριβώς της καρδιάς, υπήρχε ένα σημάδι μπλάβο και κιτρινωπό, μια τρομερή κλωτσιά αλόγου, καθώς φαίνεται. Ο γιατρός ζάρωσε τα φρύδια του. Ο αστυφύλακας του εξήγησε πως βρέθηκε στις ρόδες ενός αμαξιού που τον έσυρε στο λιθόστρωτο, κάπου τριάντα βήματα.
471 Εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν πάλι κάτι βήματα. Ο κόσμος που είχε μαζευτεί στον προθάλαμο παραμέρισε και στο κατώφλι παρουσιάστηκε ένας γερός παπάς, με άσπρα μαλλιά, κρατώντας στα χέρια του το δισκοπότηρο με τα Άχραντα Μυστήρια. Τον είχε φέρει ένας αστυφύλακας που ήτανε κάτω, στον δρόμο.
472 Ο Ρασκόλνικωφ παρακάλεσε τον γιατρό να περιμένει λίγο ακόμη. Εκείνος σήκωσε τους ώμους του και έμεινε. Βγήκανε όλοι έξω. Η εξομολόγηση κράτησε πάρα πολύ λίγο. Είναι αμφίβολο αν ο ετοιμοθάνατος κατάλαβε πολλά πράγματα. Μόνο κάτι λέξεις κοφτές και δυσκολοξεχώριστες μπορούσε να προφέρει.
473 Το αγοράκι, με τα γόνατα γυμνά, σήκωνε το χέρι του μαζί με τη μητέρα κι έκανε μακριούς σταυρούς, σκύβοντας και ακουμπώντας το μέτωπο του στο πάτωμα - πράγμα που φαινότανε πως το ευχαριστούσε πολύ. Η Κατερίνα Ιβάνοβνα δάγκωνε τα χείλη της για να συγκρατήσει τα δάκρυα της.
474 Στο μεταξύ, η πόρτα που έβγαζε στ' άλλα διαμερίσματα, είχε ανοιχτεί και πάλι απ' τους περίεργους. Οι θεατές πλήθαιναν όλο και πιο πολύ στον προθάλαμο. Ήτανε νοικάρηδες που έτρεξαν απ' όλα τα πατώματα, αλλά δεν περνούσαν το κατώφλι για να μπουν μέσα. Μονάχα ένα αποκέρι φώτιζε εκείνη τη σκηνή.
475 Τότε η Πολιά, που είχε πάει να φωνάξει την αδελφή της, άνοιξε ζωηρά δρόμο ανάμεσα στον κόσμο που ήτανε στον προθάλαμο και μπήκε μέσα σκασμένη σχεδόν – τόσο πολύ είχε τρέξει. Πέταξε το σάλι της, έψαξε με το βλέμμα για τη μητέρα της και πήγε κοντά της λέγοντας: "Έρχεται! Τη βρήκα στον δρόμο!"
476 Η μητέρα της την έβαλε να γονατίσει και κείνη δίπλα της. Ανάμεσα στον κόσμο γλίστρησε δειλά-δειλά κι αθόρυβα μια νέα. Η ξαφνική εμφάνιση της ήτανε μάλλον παράξενη, μέσα σ' αυτή την κάμαρα που ήτανε γεμάτη αθλιότητα, κουρέλια, θάνατο και απελπισία. Ήτανε κι αυτή κακοντυμένη.
477 Φορούσε ένα φουστάνι πάμφτηνο, αλλά ήτανε στολισμένη συμφωνά με τους κανόνες που επικρατούσαν στον κόσμο της και με σκοπούς έκδηλα ξετσίπωτους. Είχε σταθεί στον προθάλαμο, χωρίς να τολμήσει να περάσει το κατώφλι. Κοίταζε γύρω της χαμένα, δίχως να καταλαβαίνει τίποτα, καθώς φαίνεται.
478 Κάτω από κείνο το καπέλο που το φορούσε στραβά, έβλεπες ένα προσωπάκι αδύνατο, χλωμό, τρομαγμένο, με το στόμα ανοιχτό και τα μάτια γουρλωμένα απ' τη φρίκη. Η Σόνια ήταν δεκαοχτώ χρονών, κοντούλα, λιγνή, αρκετά νόστιμη, ξανθούλα, με θαυμάσια γαλάζια μάτια. Κοίταζε επίμονα το κρεβάτι, τον παπά.
479 Τέλος ακούστηκαν κάτι ψιθυρίσματα από το πλήθος κι έφτασαν καθώς φαίνεται και μερικές λέξεις στ' αυτιά της. Έσκυψε τότε το κεφάλι της, πέρασε το κατώφλι αποφασιστικά και μπήκε μέσα στο δωμάτιο. Αλλά και πάλι στάθηκε κοντώ στην πόρτα. Η εξομολόγηση και η μετάληψη τελείωσαν.
480 Ο παπάς, προτού να φύγει, νόμισε πως είχε καθήκον να της πεί μερικά λόγια παρηγορητικά. "Κι αυτά εδώ, τί θα τα κάνω". του είπε εκείνη διακόπτοντας τον ξερά και οργισμένα, ενώ του έδειχνε τα μικρά παιδιά. "Ο θεός είναι φιλέσπλαχνος. Να 'χετε ελπίδα στη βοήθεια του Υψίστου".
481 Αυτά είναι λόγια παχιά και τίποτα παρά πάνω. Να τον συχωρέσω! Σήμερα, αν δεν τον έλιωναν τ' άλογα, θα γύριζε στο σπίτι μεθυσμένος. Κι ενώ αυτός θα πήγαινε να ροχαλίσει, εγώ έπρεπε να ξενυχτήσω ως το πρωί πλένοντας του το βρωμοπουκάμισο, μαζί με τα ρούχα των παιδιών, γιατί δεν έχει άλλο.
482 Το μαντήλι ήτανε γεμάτο κηλίδες αίμα. Ο παπάς έσκυψε το κεφάλι του αμίλητα. Ο Μαρμελάντωφ, ψυχομαχώντας, δεν έπαιρνε καθόλου τα μάτια του από την Κατερίνα Ιβάνοβνα που είχε σκύψει πάλι από πάνω του. Ήθελε κάτι να της πεί ακόμα και σάλευε τη γλώσσα του με κόπο, ψελλίζοντας λέξεις ακατάληπτες.
483 Και ο ετοιμοθάνατος σώπασε. Την ίδια όμως στιγμή το βλέμμα του, που πλανιότανε στο δωμάτιο, στυλώθηκε σε μια σκοτεινή γωνιά. "Ποιος είναι κει; Ποιος είναι". ψέλλισε άξαφνα, βραχνά και πνιγμένα, ενώ ταυτόχρονα έδειχνε, τρομαγμένα, με τα μάτια του κατά την πόρτα, όπου στεκότανε η Σόνια.
484 Εκείνος όμως, με μια υπεράνθρωπη προσπάθεια, κατόρθωσε ν' ανασηκωθεί λίγο στο ντιβάνι, ακουμπώντας στο ένα του χέρι. Κοίταξε μερικές στιγμές την κόρη του, μ' ένα βλέμμα επίμονο και παράξενο, σα να μην την αναγνώριζε πια. Ποτέ ως τώρα, άλλωστε, δεν την είχε ξαναϊδεί ντυμένη έτσι.
485 Και ξαφνικά, τη γνώρισε, την είδε εκεί, ταπεινωμένη, τσακισμένη, δειλή, να περιμένει με τα λούσα της καρτερικά, ώσπου να 'ρθει κι η δικιά της σειρά ν' αποχαιρετήσει τον ετοιμοθάνατο πατέρα της. Απέραντος πόνος ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του. "Σόνια, παιδί μου. Συχώρεσε με!", φώναξε.
486 Έχασε όμως έτσι το στήριγμα του και σωριάστηκε κάτω απ' το ντιβάνι, με τα μούτρα στο πάτωμα. Όρμησαν, τον ανασήκωσαν και τον ξάπλωσαν πάλι στο ντιβάνι. Αλλά τελείωνε πια. Η Σόνια έβγαλε μια αδύνατη κραυγή κι έτρεξε κοντά στον πατέρα της, τον αγκάλιασε κι έμεινε σ' αυτή τη στάση σα μαρμαρωμένη.
487 Σας βεβαιώ πως μιλούσε για σας με μεγάλο θαυμασμό κι εκτίμηση. Από κείνο το βράδυ έμαθα πόσο αφοσιωμένος ήτανε σε όλους σας, πόσο σας εκτιμούσε και σας αγαπούσε, εσάς ιδίως Κατερίνα Ιβάνοβνα, μ' όλο το κακό του πάθος για το πιοτό. Από κείνο το βράδυ γίναμε φίλοι. Επιτρέψατε μου λοιπόν τώρα να.
488 Ήτανε κάτι σαν το αίσθημα που νιώθει ο καταδικασμένος σε θάνατο, τη στιγμή που του λένε ότι του έδωσαν χάρη! Στη μέση της σκάλας συναπαντήθηκε με τον παπά που κατέβαινε. Ο Ρασκόλνικωφ έκανε τόπο να περάσει και τον χαιρέτησε σιωπηλά. Αμέσως όμως άκουσε πίσω του κάτι βήματα βιαστικά.
489 Ο Ρασκόλνικωφ κοίταζε το αδύνατο, αλλά όμορφο προσωπάκι που του χαμογελούσε βλέποντας τον με χαρά παιδιάστικη. Πήγαινε να κάνει κάποιο θέλημα που, καθώς φαινότανε, της έδινε πολύ μεγάλη χαρά. "Ακούστε, πώς σας λένε... και πού καθόσαστε". τον ρώτησε γρήγορα-γρήγορα και πνιγμένα.
490 Ο Ρασκόλνικωφ ακούμπησε τα χέρια του στους ώμους της και την κοίταξε σα μαγεμένος. Ένιωθε κάτι σα βαθιά χαρά καθώς την κοίταζε, χωρίς κι ο ίδιος να ξέρει το γιατί. "Ποιος σ' έστειλε". "Η μεγάλη μου αδελφή, η Σόνια", απάντησε το κοριτσάκι χαμογελώντας ακόμα πιο χαρούμενα.
491 Και, μια που το θυμήθηκα: Η οικία Ποτσίνκοβ είναι δυο βήματα από δω. θα πήγαινα στού Ραζουμίχιν, κι αν ακόμα έμενε μακρύτερα... Ας κερδίσει το στοίχημά του. Ας το πληρώσω με το κεφάλι μου, δεν έχει σημασία. Η δύναμη! Η δύναμη είναι απαραίτητη, δίχως δύναμη δεν κάνεις απολύτως τίποτα.
492 Ίσως να βιάστηκε λιγάκι για να βγάλει τέτοιο συμπέρασμα, αλλά δεν το σκεφτότανε καθόλου αυτό. "Και όμως ζήτησα να προσευχηθούν για τον δυστυχισμένο Ροντιόν", είπε άξαφνα. "Ε, καλά. Έτσι το 'πάμε, για κάθε ενδεχόμενο", πρόσθεσε χαμογελώντας με τα παιδιαρίσματα του. Ένιωθε πως ήτανε πολύ ευδιάθετος.
493 Ο Ρασκόλνικωφ σταμάτησε στον προθάλαμο. Πίσω απ' το χώρισμα, δυο υπηρέτριες της σπιτονοικοκυράς δούλευαν γρήγορα γύρω από δυο μεγάλα σαμοβάρια και ταυτόχρονα κουβάλαγαν μποτίλιες, πιάτα και δίσκους φορτωμένους με ορντέρβ. Τα πιατικά ήτανε απ' την κουζίνα της σπιτονοικοκυράς.
494 Είναι ένας άνθρωπος πραγματικά πολύτιμος - κρίμα που δε μπορείς να τον γνωρίσεις σήμερα. Εξάλλου ας πάνε όλοι τους στο διάβολο! Δεν ξέρω τί να τους κάνω τώρα κι ύστερα θέλω να πάρω λίγο αέρα. Φίλε μου, ήρθες πάνω στην ώρα. Δυο λεπτά ακόμα και, σίγουρα, θ' αρπαζόμουνα με δαύτους.
495 Δε μπορείς να φαντασθείς τί είναι ικανός να σου ξεφουρνίσει ένας άνθρωπος! Αλλά, εδώ που τα λέμε, γιατί δε θα μπορούσες να το φαντασθείς; Μήπως και μεις δε λέμε ψέματα; Ε, λοιπόν άσ' τους να τα λένε, δε θα τη βρουν αργότερα αυτή την ευκαιρία. Κάθησε μια στιγμή να σου φέρω τον Ζοσίμοβ.
496 Τρίτον, τούτο δω το βόδι, που η ειδικότητα του είναι η χειρουργική, έχει ψώνιο τώρα τελευταία με τις ψυχικές παθήσεις και, σχετικά με σένα, σχημάτισε μια γνώμη τελική ύστερα από την κουβέντα που έκανες με τον Ζαμιότοβ σήμερα.". "Στα είπε όλα ο Ζαμιότοβ". "Όλα, κι έκανε πολύ καλά.
497 Έκλαιγαν και οι δυο τους όλη αυτή την ώρα της αναμονής, υποφέροντας φριχτά για τον αγαπημένο τους. Κραυγές ενθουσιασμού και χαράς υποδέχτηκαν τον Ρασκόλνικωφ Όρμησαν και οι δύο απάνω του. Εκείνος όμως έμεινε ψυχρός σαν πτώμα. Μια σκέψη ξαφνική και ανυπόφορη τον χτύπησε σαν κεραυνός.
498 Πιάνοντας τη Ντουνιά απ' το χέρι τόσο απότομα ώστε παρά λίγο να της στραμπουλίξει τον καρπό, την ανάγκασε να σκύψει για να ιδεί και η ίδια πως πραγματικά ο αδελφός της "συνήλθε". Η μητέρα και η αδελφή κοίταζαν τον Ραζουμίχιν με συγκίνηση και ευγνωμοσύνη, σα να τον είχε στείλει η θεία πρόνοια.
499 Έκανε με το χέρι του νόημα στον Ραζουμίχιν να σταματήσει τις ατέλειωτες και ασυνάρτητες παρηγοριές που έλεγε στη μητέρα του και στην αδελφή του. Τίς έπιασε και τις δύο απ' το χέρι, και για μια στιγμή τίς κοίταξε κατάματα αμίλητα πρώτα τη μια, ύστερα την άλλη. Η μητέρα τρόμαξε με το βλέμμα του.
500 Το βλέμμα αυτό, στο βάθος του, έδειχνε ένα δυνατό αίσθημα που έφτανε ως τον πόνο, ενώ ταυτόχρονα είχε και κάτι το επίμονο, κάτι το παρανοϊκό σχεδόν. Η Πουλχερία Αλεξάνδροβνα άρχισε να κλαίει. Η Αβντότια Ρομάνοβνα ήτανε χλωμή και το χέρι της έτρεμε στη χούφτα του αδελφού της.
501 Η Αβντότια Ρομάνοβνα, με τα μάτια στυλωμένα στον αδελφό της, περίμενε τη συνέχεια. "Ντουνιά", συνέχισε ο Ρασκόλνικωφ με κόπο, "δεν τον θέλω αυτόν τον γάμο. Και γι' αυτό πρέπει, από αύριο κιόλας, να κόψεις κάθε σχέση με τον Λούζιν και να μην ξανακούσω πια να γίνεται λόγος για δαύτον!"
502 Παντρεύεσαι τον Λούζιν για χάρη μου. Αλλά εγώ δεν τη δέχομαι αυτή τη θυσία. Και γι' αυτό αύριο κιόλας, να του γράψεις ένα γράμμα... και να τα διαλύσεις, θα μου το διαβάσεις το πρωί και θα τελειώσουν όλα - έτσι". "Δε μπορώ να το κάνω αυτό", φώναξε η Ντουνιά πληγωμένη. "Με ποιο δικαίωμα.
503 Ο Ρασκόλνικωφ δεν απάντησε κι ίσως να μην είχε τη δύναμη ν' απαντήσει. Ξάπλωσε στο ντιβάνι και γύρισε κατά τον τοίχο, ολότελα εξαντλημένος. Η Αβντότια Ρομάνοβνα κοίταξε τον Ραζουμίχιν περίεργα. Τα μαύρα μάτια της άστραφταν. Κι ο Ραζουμίχιν ανατρίχιασε με τη ματιά που του 'ρίξε.
504 Ας βγούμε έξω, πάμε τουλάχιστον στο πλατύσκαλο. Ναστάσια, φώτισε μας". "Σας τ' ορκίζομαι", εξακολούθησε ψιθυριστά, όταν βγήκανε στη σκάλα, "παρά λίγο να μας αρχίσει στο ξύλο κι εμένα και τον γιατρό! Καταλαβαίνετε; Τον ίδιο τον γιατρό! Κι αυτός υποχώρησε για να μην τον νευριάσει περισσότερο.
505 Εξάλλου, καταλάβαινε πολύ καλά πως δεν ήτανε εύκολο να του ξεφύγουν τώρα. Καθησύχασε όμως ολότελα ύστερα από δέκα λεπτά. Ο Ραζουμίχιν είχε το χάρισμα να δείχνει αμέσως ποιος είναι, σ' οποιαδήποτε κατάσταση κι αν βρισκότανε. Έτσι, ήξερες πολύ γρήγορα με τί άνθρωπο είχες να κάνεις.
506 Σε περίπτωση που δε θα είναι καλά, σας ορκίζομαι ότι θα σάς φέρω αμέσως κοντά του, αν όμως είναι καλά θα πάτε να κοιμηθείτε. Εγώ, θα ξενυχτήσω εδώ, στον προθάλαμο, κι ούτε θα με πάρει χαμπάρι, θα βάλω κα τον Ζοσίμοβ να κοιμηθεί στης σπιτονοικοκυράς για να τον έχω πρόχειρο.
507 Όσο για να μείνετε στης σπιτονοικοκυράς είναι εντελώς αδύνατο. Εγώ θα μπορούσα να μείνω, εσείς όμως όχι... δε θα το δεχότανε, γιατί, γιατί είναι ανόητη, θα ζηλέψει, για την Αβντότια Ρομάνοβνα, αν θέλετε να το μάθετε. Και για σας μπορεί να ζηλέψει, για την Αβντότια όμως, σίγουρα.
508 Από τη στιγμή που σας είδα την έφαγα κατακούτελα... Τέλος πάντων, μη δίνετε σημασία. Παραλογίζομαι, δεν είμαι άξιος σας, είμαι εντελούς ανάξιος για σας. Αλλά, αμέσως μόλις θα σας πάω σπίτι θα τρέξω εδώ κοντά, στο κανάλι, θα ρίξω δυο κουβάδες νερό στο κεφάλι μου και θα μου περάσει.
509 Το θέλω, το είχα προαισθανθεί πέρυσι, μια ορισμένη εποχή. Κουταμάρες, τίποτα δεν προ-αισθάνθηκα, δεδομένου ότι παρουσιαστήκατε μπροστά μου σα να πέσατε από τον ουρανό. Καθώς φαίνεται δε θα κοιμηθώ καθόλου απόψε. Αυτός ο Ζοσίμοβ είχε φοβηθεί σε μια στιγμή ότι τρελλάθηκε.
510 Του 'δωσε επίσης κι ένα φάρμακο, μια σκόνη, την είδα, αλλά πάνω στην ώρα ήρθατε και σεις. Αχ! Καλύτερα να ερχόσαστε αύριο! Πάντως, καλά κάναμε που φύγαμε. Σε μια ώρα, ο Ζοσίμοβ θα σας τα πει όλα. Και δεν είναι μεθυσμένος σαν κι εμένα! Ούτε και γω θα είμαι τότε μεθυσμένος.
511 Τα παχιά και ψεύτικα λόγια, είναι το μοναδικό προνόμιο που έχει ο άνθρωπος απέναντι στ' άλλα ζώα. Με την πλάνη φτάνουμε στην αλήθεια. Είμαι άνθρωπος, επειδή πλανιέμαι. Δεν κατακτήσαμε ποτέ καμμιά αλήθεια, χωρίς να πλανηθούμε προηγουμένως δεκατέσσερις φορές, ίσως μάλιστα κι εκατόν δεκατέσσερις.
512 Και γονάτισε καταμεσής στο πεζοδρόμιο, που ευτυχώς ήταν έρημο κείνη την ώρα. "Ελάτε, τελειώνετε, σας παρακαλώ, τί είναι αυτά που κάνετε". φώναξε η Πουλχερία Αλεξάνδροβνα, φοβερά τρομαγμένη. "Σηκωθείτε, σηκωθείτε", είπε και η Ντουνιά που γελούσε, όχι όμως χωρίς να τρομάξει κι αυτή.
513 Δεν πρόκειται να σηκωθώ ποτέ, αν δε μου δώσετε πρώτα τα χέρια σας! Α, έτσι μπράβο! Και τώρα, φτάνει! Πάμε! Είμαι ένας δυστυχισμένος βλάκας, ανάξιος σας και μεθυσμένος. Κοκκινίζω και δεν είμαι άξιος να σας αγαπώ, το γονάτισμα όμως μπροστά σας είναι καθήκον καθενός που δεν είναι ολότελα κτήνος.
514 Παρ' όλο που τους έβρισα απόψε και μάλιστα πολύ άσχημα, τους εκτιμώ. Ακόμα κι αυτόν τον Ζαμιότοβ, τον εκτιμώ δίχως να τον αγαπάω, γιατί είναι πολύ περίεργο ζωντανό! Ακόμα λοιπόν κι αυτόν τον άξεστο Ζαμιότοβ τον εκτιμώ γιατί είναι τίμιος και ξέρει τη δουλειά του... Αλλά, φτάνει τώρα.
515 Με συγχωρείτε; Είναι αλήθεια πως με συχωρέσατε; Εμπρός, πάμε τότε. Ξέρω τον διάδρομο, έχω ξανάρθει εδώ μέσα. Να, εκεί, στο νούμερο τρία, έγινε κάποιο σκάνδαλο... Πού μένετε εσείς; Σε ποιο νούμερο. Στο οχτώ; Λοιπόν, να κλειδωθείτε καλά και να μην αφήσετε κανέναν να μπεί μέσα.
516 Πώς τ' αποφάσισα εγώ ν' αφήσω τον Ρόντια μου; Δεν το περίμενα καθόλου να τον βρω έτσι - κάθε άλλο παρά αυτό περίμενα να βρω. Τι άγριος που ήτανε! θα 'λέγε κανείς πως δυσαρεστήθηκε που μας είδε". Δάκρυα φάνηκαν στα μάτια της. "Όχι, μητέρα, δεν είναι αυτό, δεν είδες καλά γιατί όλο έκλαιγες.
517 Γιατί αυτό σήμαινε πως τον είχε κιόλας συγχωρέσει. "Είμαι σίγουρη πως αύριο θα 'χει αλλάξει γνώμη", πρόσθεσε, θέλοντας ν' ακούσει πώς θα το 'παίρνε η κόρη της. "Και γω, ξέρω καλά πως αύριο, θα πεί τα ίδια... σχετικά με αυτό το ζήτημα", απάντησε η Αβντότια Ρομάνοβνα διακόποτντάς την.
518 Η Πουλχερία Αλεξάνδροβνα φοβήθηκε να προχωρήσει περισσότερο αυτή τη στιγμή, γιατί ήτανε πολύ λεπτό το ζήτημα. Η Ντουνιά πήγε και τη φίλησε κι η μητέρα της, χωρίς να πεί λέξη, την έσφιξε στην αγκαλιά της δυνατά. Ύστερα κάθησε και περίμενε με αγωνία την επιστροφή του Ραζουμίχιν.
519 Η Αβντότια Ρομάνοβνα ήτανε πολύ όμορφη κοπέλα, ψηλή, λυγερή, γεροδεμένη, γεμάτη αυτοπεποίθηση, πράγμα που φαινότανε στην κάθε κίνησή της, χωρίς όμως αυτό ν' αφαιρεί τίποτα από την απαλότητα και τη χάρη που είχανε οι κινήσεις της. Έμοιαζε με τον αδελφό της στο πρόσωπο, αυτή όμως ήτανε σωστή καλλονή.
520 Τα μάτια της, μαύρα σχεδόν και αστραφτερά έδειχναν περηφάνια και, σε μερικές στιγμές, απέραντη καλοσύνη. Ήτανε χλωμή, όχι όμως αρρωστιάρα. Το πρόσωπο της έλαμπε από υγεία και φρεσκάδα. Το στόμα της ήτανε μικρό και το κάτω χειλάκι, κατακόκκινο, πεταγόταν λίγο προς τα μπρος όπως και το σαγόνι της.
521 Θα προσθέσουμε σ' αυτή την παρένθεση ότι η συντήρηση αυτή είναι ο μόνος τρόπος για να μη χάσει κανείς την ομορφιά του γερνώντας. Τα μαλλιά της άρχιζαν ν' ασπρίζουν και να γίνονται πιο αραιά. Γύρω απ' τα μάτια της υπήρχαν από καιρό τώρα μικρές ρυτίδες που έγιναν απ' τις πολλές λύπες και στενοχώριες.
522 Το πρόσωπο της όμως εξακολουθούσε να είναι ωραίο. Ήτανε η ίδια η εικόνα της Ντουνιάς με είκοσι χρόνια πάρα πάνω εκτός από την έκφραση του κάτω χείλους που δεν ήτανε έτσι τουρλωτό σ' αυτήν. Η Πουλχερία Αλεξάνδροβνα ήτανε μια γυναίκα ευαίσθητη και άτολμη όχι όμως ως την υπερβολή.
523 Μόλις διακυβεύονταν η τιμή της, το καθήκον της και οι βαθύτερες πεποιθήσεις δεν το ξεπερνούσε αυτό το σημείο σε καμμιά περίπτωση. Είκοσι ακριβώς λεπτά μετά την αναχώρηση του Ραζουμίχιν ακούστηκαν στην πόρτα δυο ελαφρά και γρήγορα χτυπήματα. Αυτός ήτανε - ξαναγύρισε κιόλας.
524 Και, πραγματικά, τα 'χε καταφέρει να κουβαλήσει μαζί του και τον Ζοσίμοβ. Αυτός δέχτηκε αμέσως ν' αφήσει το γλέντι για να πάει να ιδεί τον Ρασκόλνικωφ, έφερε όμως χίλιες δυο αντιρρήσεις στο να επισκεφθούν τις γυναίκες γιατί δυσπιστούσε πολύ, βλέποντας τον Ραζουμίχιν μεθυσμένο.
525 Σχετικά με τον άρρωστο είπε ότι για την ώρα η κατάσταση του είναι ικανοποιητική. Κατά τη διάγνωση του, η ασθένεια του πελάτη του, δεν οφείλεται μόνο στις δύσκολες οικονομικές συνθήκες κάτω απ' τις οποίες έζησε τους τελευταίους μήνες, αλλά είχε και άλλες αιτίες, ψυχικής φύσεως.
526 Κι όταν τον άφησε ο Ραζουμίχιν, του 'ρίξε μια επίμονη ματιά και ξαφνικά ξέσπασε σε δυνατά γέλια. Ο Ραζουμίχιν στεκότανε μπροστά του όρθιος, με τα χέρια κρεμασμένα, βυθισμένος σε μαύρες σκέψεις. "Σίγουρα είμαι γαϊδούρι", είπε ενώ το πρόσωπο του σκοτείνιαζε, "αλλά του λόγου σου δεν είσαι καλύτερο".
527 Παραχαϊδεύεις τόσο πολύ τον εαυτό σου που δε μπορώ να καταλάβω πια πώς μπορείς να είσαι ταυτόχρονα καλός γιατρός και μάλιστα αφοσιωμένος. Κοιμάσαι στα πούπουλα (γιατρός, παρακαλώ) κι ωστόσο σηκώνεσαι τη νύχτα για να πας σ' έναν άρρωστο. Ύστερα από τρία-τέσσερα χρόνια, δε θα σηκώνεσαι, βέβαια.
528 Γλύτωσε με από δαύτη, σε ικετεύω, στο όνομα όλων των διαβόλων του σύμπαντος. Είναι μπουκιά και συχώριο! Επί πλέον, θα μου κάνεις μια πολύ μεγάλη χάρη και δε θα το ξεχάσω αυτό ποτέ μου, που να πάρει η οργή!" Ο Ζοσίμοβ, άρχισε να γελάει ακόμα περισσότερο. "Μα το θεό, είσαι τύφλα στο μεθύσι.
529 Αλλά, τί θα κάνω δηλαδή". "Σε βεβαιώ πως δεν έχεις να πολυκουραστείς. Πες της όποια σαχλαμάρα σου 'ρχεται στο νου - φτάνει μονάχα να κάθεσαι κοντά της και να της μιλάς. Εξάλλου, γιατρός είσαι, βρες μια αρρώστια, άρχισε να της κάνεις μια οποιαδήποτε θεραπεία και στ' ορκίζομαι πως δε θα μετανιώσεις.
530 Έχει κάτι επάνω της, μια δύναμη ρουφηχτή, αν μπορώ να το πω έτσι". "Τότε, γιατί την τύλιξες". "Δεν πήγα καθόλου να την τυλίξω, ίσως μάλιστα να τυλίχτηκα εγώ με τη βλακεία μου. Όσο γι' αυτή, πολύ λίγο τη νοιάζει αν είσαι συ ή εγώ. Της φτάνει μόνο να 'χει δίπλα της έναν που να την γλυκοκοιτάζει.
531 Φτάνει μονάχα μην της πεις κουβέντα για έρωτα! Είναι τόσο ντροπαλή, που θα την πιάσουνε σπασμοί. Να κάνεις μόνο ότι δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς αυτή κι αυτό είναι αρκετό, θα έχεις πια στο σπίτι της όλες τις ανέσεις, θα είσαι σα στο δικό σου, διάβαζε, μένε καθιστός, ξάπλωσε, γράφε.
532 Είναι όμως ώρα να ξαπλώσουμε! Άκου, καμμιά φορά μου τυχαίνει να ξυπνάω τη νύχτα και θα πεταχτώ να του ρίξω μια ματιά. Αν έχεις όρεξη, ανέβα και συ να τον ιδείς μια φορίτσα. Μόλις όμως απιστώσεις πως έχει παραλήρημα, ή λίγο πυρετό λόγου χάριν, ή οτιδήποτε ξύπνα με αμέσως.
533 Ταυτόχρονα έβλεπε πολύ καθαρά πως το όνειρο που φούντωσε μέσα του ήτανε από τα πιο απίθανα πράγματα που μπορούσε να φανταστεί, τόσο απραγματοποίητο, ώστε αισθανότανε ντροπή και βιάστηκε να σκεφτεί άλλα πρακτικά ζητήματα, πέρα από κείνα που του πρόσφερε "αυτή η τρισκαταραμένη χτεσινή ημέρα".
534 Βούρτσισε λοιπόν με προσοχή τα ρούχα του. Όσο για τα εσώρουχα, ο Ραζουμίχιν δεν το ανεχότανε να είναι βρώμικα. Πλύθηκε λοιπόν εκείνο το πρωί πολύ προσεχτικά. Στης Ναστάσιας βρήκε σαπούνι κι έλουσε τα μαλλιά του, έτριψε τον λαιμό του κι έπλυνε όσο μπορούσε καλύτερα τα χέρια του.
535 Ο Ζοσίμοβ δεν άφησε να τον ξυπνήσουνε και υποσχέθηκε να ξαναπεράσει κατά τις έντεκα. "Αν τον βρω, φυσικά, εδώ", πρόσθεσε. "Να πάρει ο διάβολος, όταν δεν διευθύνει κανείς τον άρρωστο του, πώς θέλεις να τον γιατρέψει; Ξέρεις αν θα πάει αυτός σπίτι τους ή αν εκείνες θα έρθουν εδώ".
536 Εγώ θα αποχωρήσω, εσύ όμως, σα γιατρός, έχεις περισσότερα δικαιώματα". "Δεν είμαι εξομολόγος, θα 'ρθω και θα ξαναφύγω, δεν έχω καιρό για χάσιμο". "Πάντως είναι κάτι που με ανησυχεί", συνέχισε ο Ραζουμίχιν ζαρώνοντας τα φρύδια του. "Χτες βράδυ, στον δρόμο, ήμουνα φέσι και είπα κάμποσες ανοησίες.
537 Αν ήξερα τί ακριβώς έγινε τότε στο τμήμα κι αν ήξερα ποιος παλιάνθρωπος του έκανε την προσβολή να τον υποπτευθεί! Χμ... δεν θα σ' άφηνα να κάνεις χτες τέτοια συζήτηση. Οι μονομανείς τη σταγόνα το νερό στην κάνουνε ολόκληρον ωκεανό, όλες οι χίμαιρες είναι πραγματικότητα γι' αυτούς.
538 Απ' όσα θυμάμαι, τα μισά, τουλάχιστον, εξηγούνται τώρα απ' αυτά που μας είπε χτες ο Ζαμιότοβ. θυμάμαι μια περίπτωση ενός υποχονδριακού - ήτανε κάπου σαράντα χρονώνπου δε μπορούσε να υποφέρει τις κοροϊδίες ενός νιάνιαρου οχτώ χρονών όταν κάθονταν στο τραπέζι. Και μια μέρα το 'πνίξε.
539 Έχουμε λοιπόν κι εδώ έναν φουκαρά κουρελή, στην αρχή της αρρώστιας του, που τον κάνει σκουπίδι ένα αστυνομικό κτήνος, και μάλιστα του πετάει κατάμουτρα τέτοιου είδους υποψίες! Σε ποιόν; Σ' έναν υποχονδριακό σαν κι αυτόν εδώ! Δίχως αμφιβολία τον βρήκε εκείνη η κρίση γιατί πληγώθηκε η εγωπάθεια του.
540 Γεια σου, ευχαρίστησε εκ μέρους μου την Πρασκόβια Παύλοβνα για τη φιλοξενία της. Κλειδώθηκε στο δωμάτιο της και το πρωί που της φώναξα καλημέρα πίσω από την πόρτα ούτε μου απάντησε. Κι όμως είχε σηκωθεί οπό τις εφτά, της φέρανε από το χωλ το σαμοβάρι που της ετοιμάσανε στην κουζίνα.
541 Οι δυο γυναίκες τον περίμεναν από πολλή ώρα με νευρική ανυπομονησία. Είχανε σηκωθεί από τις εφτά, αν όχι νωρίτερα. Μπήκε μέσα με πρόσωπο σκοτεινιασμένο σαν τη νύχτα, χαιρέτησε αδέξια, και αμέσως θύμωσε - με τον εαυτό του βέβαια. Είχε όμως λογαριάσει δίχως τον ξενοδόχο.
542 Στα τρία χρόνια που έχετε να τον ιδείτε, άλλαξαν τόσα και τόσα πράγματα! Τί να σας πω: Δεκαοχτώ μήνες τώρα που γνωρίζω τον Ρόντια, είναι κατσούφης, θλιμμένος, εγωιστής και ακατάδεχτος. Τον τελευταίο καιρό - ίσως κι από παλιότεραέγινε υποχονδριακός και καχύποπτος. Έχει μεγάλη καρδιά και είναι καλός.
543 Μερικές φορές μένει αμίλητος σχεδόν! Δεν έχει ποτέ καιρό κι όλος ο κόσμος τον ενοχλεί κι όμως κάθεται ολόκληρες ώρες ξαπλωμένος, δίχως να κάνει τίποτα. Δεν ειρωνεύεται καθόλου, όχι γιατί του λείπει το πνεύμα, αλλά γιατί δε θέλει να χάνει τον καιρό του με τέτοιες ανοησίες.
544 Η Αβντότια Ρομάνοβνα, πότε καθότανε μπροστά στο τραπέζι και πότε σηκωνότανε κι έφερνε τις συνηθισμένες βόλτες της πάνω-κάτω στο δωμάτιο με σταυρωμένα τα χέρια και τα χείλη σφιχτά, κάνοντας από καιρό σε καιρό καμμιά ερώτηση, χωρίς να σταματήσει το πήγαιν' έλα. Φαινότανε συλλογισμένη.
545 Τον θεωρώ ακόμα ικανόν να κάνει πράγματα που ούτε μπορεί να τα βάλει ο νους του ανθρώπου. Και, για να μην πηγαίνουμε μακριά, το ξέρετε ότι πριν από δεκαοχτώ μήνες με καταστενοχώρησε, με βασάνισε και παρά λίγο να με στείλει στον τάφο με την ιδέα που του κόλλησε να παντρευτεί εκείνη τη γυναίκα.
546 Η Ντουνιά λέει... Ένας θεός μονάχα ξέρει τί ακριβώς λέει, αφού δε μου ανακοινώνει τους σκοπούς της. Κατά τη γνώμη της, θα ήτανε καλύτερα κι όχι μόνο θα ήτανε καλύτερα, αλλά επιβάλλεται οπωσδήποτε να βρίσκεται εδώ και ο Ρόντια απόψε στις οχτώ, και να συναντηθούν οι δυο τους.
547 Περασμένες δέκα!", πρόσθεσε ρίχνοντας μια ματιά στο όμορφο χρυσό ρολογάκι της που κρεμότανε στον λαιμό της με μια λεπτή βενετσιάνικη αλυσιδίτσα και ερχότανε σε χτυπητή αντίθεση με όλο το άλλο ντύσιμο της. "Δώρο αρραβώνων", σκέφτηκε ο Ραζουμίχιν. "Αχ! Πέρασε η ώρα, πέρασε.
548 Ο Ραζουμίχιν κοίταζε με θαυμασμό τη Ντουνιά και καμάρωνε στη σκέψη ότι θα τη συνόδευε. "Εκείνη η βασίλισσα, σκεφτότανε, που μπάλωνε τις κάλτσες της στη φυλακή σίγουρα θα ήτανε πολύ περισσότερο βασίλισσα εκείνη τη στιγμή, παρά όταν βρισκότανε στις δόξες και στον θρόνο της".
549 Βρισκότανε μέσα πριν από δέκα λεπτά και είχε ξανακαθήσει στην ίδια θέση, όπως και χτες, στη γωνία, πάνω στο ντιβάνι. Ο Ρασκόλνικωφ στεκότανε στη άλλη γωνία, αντίκρυ. Ήτανε ντυμένος και μάλιστα είχε πλυθεί και χτενιστεί με προσοχή, πράγμα που είχε πολύ καιρό να κάμει. Ξαφνικά, όλο το δωμάτιο γέμισε.
550 Ο Ζοσίμοβ, που πρόσεχε τον ασθενή του με τον ιδιαίτερο εκείνο ζήλο του νεαρού γιατρού, είδε, όχι δίχως απορία, ότι τη στιγμή που έμπαιναν μέσα οι δικοί του, φάνηκε σα να 'παίρνε μια μυστική και οδυνηρή απόφαση, σα να βρισκότανε μπροστά σ' ένα καινούργιο μαρτύριο που έπρεπε να το υποστεί.
551 Ποιες είναι αυτές οι αιτίες, δεν το ξέρω, σείς όμως, πρέπει να τις γνωρίζετε. Είσαστε έξυπνος άνθρωπος και ασφαλώς θα τίς προσέξατε ο ίδιος. Μου φαίνεται πως η αρχή της αρρώστιας σας συμπίπτει με τη διακοπή της φοιτήσεως σας στο Πανεπιστήμιο. Δεν πρέπει να μείνετε δίχως απασχόληση.
552 Η Αβντότια Ρομάνοβνα, όμως, που κοίταξε τον αδελφό της ανήσυχα, το πρόσεξε. "Δεν τολμώ σχεδόν να μιλήσω για σένα, μητέρα", εξακολούθησε ο Ρασκόλνικωφ σα να 'λέγε μάθημα που το είχε μάθει το πρωί απ' έξω. "Μονάχα σήμερα μπόρεσα να καταλάβω πόσο θα βασανίστηκες περιμένοντας με να γυρίσω".
553 Και λέγοντας αυτά, άπλωσε ξαφνικά το χέρι του προς την αδελφή του, χωρίς να πει' λέξη. Το χαμόγελο του όμως έδειχνε αληθινή συγκίνηση αυτή τη φορά. Η Ντουνιά άρπαξε αμέσως το χέρι του και το 'σφίξε θερμά με χαρά κι ευγνωμοσύνη. Τώρα της πρωτομίλαγε μετά τον χτεσινό τσακωμό τους.
554 Ο Ρασκόλνικωφ καθόταν βυθισμένος σε βαθιά ονειροπόληση, μ' ένα παράξενο χαμόγελο στα χλωμά του χείλη και φαινότανε σα να μην προσέχει τίποτα. Κάποια σκέψη στριφογύριζε μες στο μυαλό του. "Ε, λοιπόν; Τί έγινε μ' αυτόν που πάτησαν τ' άλογα; Σε διέκοψα και προηγουμένως", είπε ο Ραζουμίχιν.
555 Ακολούθησε σιγή. Όλη αυτή η συζήτηση είχε κάτι το δραματικό - όπως και η σιωπή τους και η συμφιλίωση τους και η συγγνώμη που ζήτησε. Το 'νιωθαν όλοι τους. "Θα 'λεγε κανείς πως με φοβούνται", σκεφτότανε ο Ρασκόλνικωφ ανασηκώνοντας τα μάτια του και βλέποντας τη μητέρα του και την αδελφή του.
556 Λένε πως την έσπαζε στο ξύλο". "Έτσι ζούσαν πάντοτε". ρώτησε ο Ρασκόλνικωφ γυρίζοντας κατά την αδελφή του. "Όχι, το αντίθετο μάλιστα. Ήτανε πάντα υπομονετικός και ευγενικός μαζί της. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα, της φερνότανε με μεγάλη επιείκεια, αν λογαριάσουμε τον χαρακτήρα της.
557 Έφαγε, λένε, με πολλή όρεξη". "Μετά το ξύλο". "Το είχε συνηθίσει πια... και αμέσως μετά το φαγητό, για να μην αργήσει, πήγε κατ' ευθείαν στο μπάνιο. Ξέρεις, πρόσεχε πολύ τον εαυτό της και μπανιαριζότανε. Στο σπίτι τους έχουνε μια πηγή με κρύο νερό και κεί συνήθως έκανε τα μπάνια της κάθε μέρα.
558 Γιατί το είπες τώρα αυτό. Ντουνιά, ψιθύρισε ταραγμένα η Πουλχερία Αλεξάνδροβνα. Είναι αλήθεια πως καθώς ερχόμαστε, σ' όλο το ταξίδι έλεγα από μέσα μου στο τραίνο: Όταν θα ξανανταμώσουμε, πόσα και πόσα θα 'χουμε να πούμε! Ήμουνα τόσο πολύ ευτυχισμένη και δε μου αποφάνηκε καθόλου το ταξίδι.
559 Και, καθώς τα 'λέγε αυτά, ταράχτηκε πιο πολύ και χλώμιασε: Η ψυχή του πλημμύρισε και πάλι από κείνη τη φοβερή αίσθηση του θανάσιμου κρύου. Έβλεπε και πάλι ξεκάθαρα ότι είπε ένα φοβερό ψέμα, ότι όχι μονάχα δε θα μπορούσε πια να μιλήσει μ' ανοιχτή καρδιά, αλλά ούτε απλώς να κουβεντιάσει με κανέναν.
560 Σηκώθηκε και χωρίς να κοιτάξει κανέναν, τράβηξε ολόισα κατά την πόρτα. "Τί κάνεις εκεί". του φώναξε ο Ραζουμίχιν, πιάνοντας τον απ' το χέρι. Ο Ρασκόλνικωφ ξανακάθησε κι άρχισε να κοιτάζει γύρω του σιωπηλά. Όλοι τον έβλεπαν με κατάπληξη. "Τί πληκτικοί που είσαστε όλοι!", φώναξε άξαφνα.
561 Τι να σας πω όμως τώρα; Ούτε και τα θυμάμαι καλά-καλά. Ήτανε ένα κορίτσι αρρωστιάρικο", συνέχισε ξαναπαίρνοντας το ονειροπαρμένο ύφος του και χαμηλώνοντας τα μάτια. "Υπέφερε πάντοτε, της άρεσε να ελεεί τους ζητιάνους και το μόνο που σκεφτότανε ήτανε να πάει σε μοναστήρι.
562 Ο Ρασκόλνικωφ κοίταξε την αδελφή του επίμονα, αλλά δεν άκουσε ή δεν καταλάβαινε καλά τα λόγια της. Ύστερα, σηκώθηκε βυθισμένος σε βαθιά ονειροπόληση, πήγε κοντά στη μητέρα του, τη φίλησε και ξαναγύρισε για να καθήσει στη θέση του. "Την αγαπάς ακόμα!", είπε η Πουλχερία Αλεξάνδροβνα κατασυγκινημένη.
563 Ύστερα σώπασε κι άρχισε να τρώει τα νύχια του, ξαναπέφτοντας στην ονειροπόληση του. "Τί παλιοδωμάτιο που έχεις, Ρόντια", είπε η Πουλχερία Αλεξάνδροβνα για να σπάσει τη θλιβερή σιωπή. "Σωστό φέρετρο! Είμαι σίγουρη πως η μελαγχολία σου οφείλεται κατά το ήμισυ στο δωμάτιο σου".
564 Ύστερα, θα χαρώ βέβαια πολύ αν μπορώ να φανώ χρήσιμη στους δικούς μου. Αυτό όμως δεν ήτανε η κυριότερη αιτία για να πάρω την απόφαση μου". "Ψέματα λέει", σκεφτότανε ο Ρασκόλνικωφ τρώγοντας τα νύχια του με αληθινή μανία. "Η εγωίστρια! Δε θέλει να παραδεχτεί πως της αρέσει να κάνει ευεργεσίες.
565 Βέβαια, μπορεί να έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, ελπίζω όμως ότι θα με εκτιμήσει... Γιατί γελάς πάλι". "Και συ, γιατί κοκκινίζεις πάλι; Λες ψέματα, Ντουνιά, λες ψέματα, σκόπιμα, από γυναικείο πείσμα, μου παρουσιάζεις τα πράγματα όπως σε συμφέρει. Δεν είναι δυνατό να εκτιμάς τον Λούζιν.
566 Εκείνος, το πήρε με μεγάλη περιέργεια, αλλά προτού το ξεδιπλώσει, γύρισε και κοίταξε τη Ντουνιά κατάπληκτος. "Παράξενο!", είπε αργά-αργά, σα να του ήρθε άξαφνα κάποια καινούργια σκέψη, "αναρωτιέμαι όμως γιατί να εξοργίζομαι; Προς τί όλη αυτή η φασαρία; Παντρέψου με όποιον θέλεις!"
567 Κάθε άλλο. Το ύφος του μ' έκανε να σκεφτώ κάτι που δε μου φαίνεται καθόλου περιττό σε τούτη την περίπτωση. Υπάρχει εδώ μια έκφραση που λέει ότι "την ευθύνην θα φέρετε υμείς" και που είναι βαρυσήμαντη και ολοκάθαρη. Έπειτα, είναι και η απειλή ότι θα φύγει αμέσως αν έρθω γω.
568 Και μάλιστα δεν περίμενα ". "Είναι γραμμένο σε γλώσσα δικανική και δε μπορείς να γράψεις διαφορετικά σ' αυτή τη γλώσσα - ίσως να βγήκε κάπως πιο χοντρό απ' όσο ήθελε. Αλλά θα σε απογοητεύσω λίγο: Υπάρχει εδώ μέσα και άλλη μια έκφραση ακόμα, μια συκοφαντία για μένα, πολύ πρόστυχη μάλιστα.
569 Όλα αυτά διατυπωμένα και πάλι σε ύφος δικαστηριακό, δείχνουν ξεκάθαρα τις προθέσεις του και μια βιασύνη μάλλον απλοϊκή Είναι έξυπνος άνθρωπος αλλά δε φτάνει να 'ναι έξυπνος κανείς για να φερθεί έξυπνα Όλα αυτά μας δίνουν την εικόνα του ανθρώπου... Και δε νομίζω πως σ' εκτιμάει πάρα πολύ.
570 Όλοι γύρισαν προς το μέρος της με κατάπληξη και περιέργεια. Ο Ρασκόλνικωφ δεν τη γνώρισε αμέσως. Ήτανε η Σόνια Σεμιόνοβνα Μαρμελάντωφ. Την είχε ιδεί χτες για πρώτη φορά, ήτανε τέτοια όμως η στιγμή, το περιβάλλον και τα ρούχα που φορούσε, ώστε στη μνήμη του αποτυπώθηκε μια εικόνα ολότελα διαφορετική.
571 Η Σόνια κάθησε τρέμοντας σχεδόν από τον φόβο της και κοίταξε δειλά τις δυο γυναίκες. Έβλεπε κανείς πως δε μπορούσε κι η ίδια να το χωνέψει ότι καθότανε δίπλα τους. Τρόμαξε τόσο πολύ μ' αυτή τη σκέψη που σηκώθηκε αμέσως απότομα και γύρισε κατά τον Ρασκόλνικωφ καταταραγμένη.
572 Τα 'χασέ βλέποντας τον Ρόντια να την κοιτάζει επίμονα και προκλητικά, κι ωστόσο, δε μπόρεσε ν' αποστερήσει απ' τον εαυτό της τούτη τη μικρή ικανοποίηση. Η Ντουνιά κάρφωσε το βλέμμα της ολόισα πάνω στο πρόσωπο της δύστυχης κοπέλας κι άρχισε να την κοιτάζει επίμονα, σοβαρά κι ερευνητικά.
573 Αχ! Πάλι είπα αντίο. Η Πουλχερία Αλεξάνδροβνα θα 'θελε να χαιρετήσει και τη Σόνια αλλά δεν τα κατάφερε και βγήκε βιαστικά απ' το δωμάτιο. Η Αβντότια Ρομάνοβνα, σα να περίμενε τη σειρά της, καθώς περνούσε μπροστά από τη Σόνια ακολουθώντας τη μητέρα της, τη χαιρέτησε με μια ευγενική υπόκλιση.
574 Η Σόνια, ταράχτηκε, υποκλίθηκε γρήγορα-γρήγορα και φοβισμένα ενώ το πρόσωπο της πήρε μια έκφραση πονεμένη, σα να ήτανε μεγάλο μαρτύριο το γεγονός ότι η Αβντότια Ρομάνοβνα της φέρθηκε μ' ευγένεια και την πρόσεξε. "Αντίο Ντουνιά", είπε στον προθάλαμο ο Ρασκόλνικωφ. "Δώσ' μου το χέρι σου".
575 Πνίγεται κανείς εκεί μέσα, κάνει τόση ζέστη! Αλλά και πού μπορείς να πάρεις ανάσα σε τούτη δω την πόλη; Οι δρόμοι είναι σα δωμάτια χωρίς παράθυρα, θεέ μου, τί πόλη! Στάσου, πρόσεχε, θα σε τσαλαπατήσουν. Κοίτα, μεταφέρουν ένα πιάνο. Κοίτα κει πώς σπρώχνουν! Φοβάμαι επίσης και κείνη την κοπέλα.
576 Πριν από λίγο έτρεμα μήπως ζητήσει η μητέρα μου να το ιδεί, τη στιγμή που έγινε συζήτηση για το ρολόι της Ντουνιάς. Είναι το μόνο πράγμα που μας απομένει απ' τον πατέρα μου. Αν χαθεί η μητέρα μου θ' αρρωστήσει απ' το κακό της. Έτσι είναι οι γυναίκες! Πες μου λοιπόν τι πρέπει να κάνω.
577 Θυμήθηκε ξαφνικά πως ο Ρασκόλνικωφ θα πήγαινε στο σπίτι της, σήμερα το πρωί ίσως, ή και τώρα, σε λίγο!" "Φτάνει να μην έρθει σήμερα", μουρμούρισε με την καρδιά σφιγμένη σα να προσπαθούσε να καθησυχάσει ένα τρομαγμένο παιδάκι, "θεέ μου! Στο σπίτι... σε κείνο το δωμάτιο.
578 Είχε γαλανά μάτια με βλέμμα ψυχρό, επίμονο και σκεφτικό και χείλη κατακόκκινα. Γενικά, φαινότανε θαυμάσια διατηρημένος και πολύ μικρότερος απ' όσο ήτανε. Όταν η Σόνια βγήκε στο κανάλι, βρέθηκαν δίπλα-δίπλα στο ίδιο πεζοδρόμιο και πρόφτασε να ιδεί ότι ήτανε σκεφτική και αφηρημένη.
579 Η Σόνια δεν απάντησε. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε στην κάμαρα της δίχως να ξέρει το γιατί ένιωθε κάτι σα ντροπή και φόβο. Ο Ραζουμίχιν ήτανε τρομερά ξαναμμένος, καθώς πήγαιναν στον Προφύρη. "Θαυμάσια, φίλε μου", είπε πολλές φορές, "είμαι πολύ ευχαριστημένος, πολύ ευχαριστημένος".
580 Λίγο άγαρμπος βέβαια, δηλαδή... όχι πως δεν ξέρει να φέρνεται καλά στις κοινωνικές του σχέσεις, από άλλη άποψη τον λέω άγαρμπο. Είναι έξυπνος κάθε άλλο παρά κουτός, μόνο που έχει μια νοοτροπία κάπως περίεργη. Είναι δύσπιστος, σκεπτικιστής, κυνικός, του αρέσει να δουλεύει τους άλλους.
581 Πέρυσι διαλεύκανε μια υπόθεση δολοφονίας, όπου είχανε χαθεί όλα τα ίχνη του δολοφόνου. θέλει πολύ, μα πάρα πολύ να σε γνωρίσει". "Γιατί το θέλει τόσο πολύ". "Όχι γιατί... αλλά, ξέρεις, τώρα τελευταία που ήσουνα άρρωστος έτυχε πολλές φορές να του μιλήσω για σένα. Ε, λοιπόν.
582 Αλήθεια είναι". "Ποια ταραχή; Δε βρίσκομαι σε καμμιά ταραχή", απάντησε ο Ραζουμίχιν θυμωμένα. "'Έλα, έλα τώρα, αγαπητέ μου. Το πράγμα είναι ολοφάνερο. Πριν από λίγο καθόσουνα στην καρέκλα έτσι όπως δεν κάθεσαι ποτέ άκρη-άκρη, σε είχε πιάσει τρεμούλα κι όλο τιναζόσουνα, με το παραμικρό.
583 Ο Ραζουμίχιν, συνετέλεσε πάρα πολύ σ' αυτό, σα να το 'κάνε επίτηδες. "Α, που να σε πάρει ο διάβολος", ούρλιαξε ο Ραζουμίχιν και, κάνοντας μια κίνηση με το χέρι του, έριξε ένα στρογγυλό τραπεζάκι όπου βρισκότανε ακουμπισμένο ένα ποτήρι με μισοπιωμένο τσάι. Σωριάστηκαν όλα κάτω με μεγάλο πάταγο.
584 Να πώς παρουσιαζότανε η σκηνή: Ο Ρασκόλνικωφ είχε ξεκαρδιστεί στα γέλια, ξεχνώντας να τραβήξει το χέρι του από τη χούφτα του οικοδεσπότη, έχοντας όμως αίσθηση του μέτρου περίμενε να 'ρθει η κατάλληλη στιγμή για να πάρει το χέρι του όσο το δυνατό πιο γρήγορα και με τον φυσικότερο τρόπο.
585 Ο Ρασκόλνικωφ του εξέθεσε την υπόθεση του καθαρά και με ακρίβεια, με λίγες και καλοδεμένες φράσεις. Έμεινε μάλιστα πολύ ευχαριστημένος από τον εαυτό του και μπόρεσε στο μεταξύ να προσέξει καλύτερα τον Πορφυρή. Αυτός πάλι, δεν πήρε ούτε για μια στιγμή τα μάτια του απ' τον συνομιλητή του.
586 Ο Ραζουμίχιν, καθισμένος απέναντι, μπροστά στο ίδιο τραπέζι, παρακολουθούσε με ανυπομονησία και νευρικότητα τον Ρασκόλνικωφ να εκθέτει την υπόθεση και τα βλέμματα να πηγαινοέρχονται από τον έναν στον άλλο κατά τρόπο λίγο υπερβολικό. "Α τον ηλίθιο!", μούγκριζε από μέσα του ο Ρασκόλνικωφ.
587 Αλλά αυτό δεν είναι λόγος για να με θεωρείς εγωιστή και τσιγκούνη, γιατί αυτά τ' ασήμαντα πραγματάκια, μπορεί πολύ καλά να μην είναι για μένα καθόλου ψωροπράγματα. Σου το 'πα και πριν από λίγο πως εκείνο τ' ασημένιο ρολόι που δεν αξίζει πεντάρα, είναι το μοναδικό ενθύμιο απ' τον πατέρα μου.
588 Κορόιδευε όσο θέλεις, αλλά η αλήθεια είναι ότι έχει έρθει τώρα η μητέρα μου", πρόσθεσε γυρίζοντας κατά τον Πορφυρή "κι αν το μάθαινε", συνέχισε ξαναγυρίζοντας γρήγορα κατά τον Ραζουμίχιν και προσπαθώντας, προπάντων, να κάνει τη φωνή του τρεμουλιαστή, "σε βεβαιώ πως θα την έπιανε μαύρη απελπισία.
589 Και σαν να μην είχε γίνει τίποτα, έσπρωξε προσεχτικά το σταχτοδοχείο προς το μέρος του Ραζουμίχιν που έριχνε αλύπητα τις στάχτες του τσιγάρου του πάνω στο χαλί. Ο Ρασκόλνικωφ τινάχτηκε, αλλά ο Πορφυρής φαινότανε πως δεν τον έβλεπε, απασχολημένος καθώς ήτανε με το τσιγάρο του Ραζουμίχιν.
590 Τώρα πια που πέρασε κάθε κίνδυνος, μπορώ να σου τα λέω έξω από τα δόντια". "Μ' έψησαν χτες", είπε ξαφνικά ο Ρασκόλνικωφ γυρίζοντας κατά τον Πορφυρή μ' ένα κοροϊδευτικό και θρασύτατα προκλητικό χαμόγελο. "Το Όκασα και πήγα να νοικιάσω κανένα άλλο δωμάτιο για να μη μπορούν να μ' ανακαλύψουν.
591 Αν ήθελες να τη βοηθήσεις οπωσδήποτε, ας της έδινες δεκαπέντε, είκοσι, ας πούμε, ρούβλια και να κράταγες τρία τουλάχιστον για τον εαυτό σου, όχι να της τα πετάξεις και τα είκοσι πέντε!" "Ίσως να βρήκα πουθενά κανένα θησαυρό, πού ξέρεις; Γι' αυτό ήμουνα τόσο ανοιχτοχέρης.
592 Και θα ιδείτε τότε πόσο σας περιφρονώ!" Ανάσανε με κόπο. "Αν όμως όλα αυτά είναι μόνο δικιά μου φαντασίωση, αν είναι αυταπάτη και κάνω πέρα για πέρα λάθος, θυμώνοντας γιατί μου λείπει η πείρα και είμαι ανίκανος να κρατήσω καλά αυτό τον άθλιο ρόλο; Ίσως όλα αυτά να μην ειπώθηκαν σκόπιμα.
593 Να, μου μπαίνει πάλι πυρετός! Πριν από λίγο μου 'κλείσε ή δε μου 'κλείσε το μάτι ο Πορφυρής; Κουταμάρα, αλήθεια, για ποιο λόγο δηλαδή θα μου 'κλείνε το μάτι; θέλουν να μου σπάσουν τα νεύρα ή μόνο με παραπλανούν; Ή είναι δικιά μου αυταπάτη, ή τα ξέρουν όλα! Ακόμα και ο Ζαμιότοβ φέρνεται με θράσος.
594 Γιατί όλα αυτά δεν είναι γεγονότα, είναι μόνο μια ψευδαίσθηση. Ούτε και το ότι πήγα στο διαμέρισμα είναι γεγονός – εξηγείται εύκολα, ξέρω τί θα πρέπει να τους πω... Ξέρουν τί έγινε εκεί στο διαμέρισμα; Δε θα φύγω αν δεν το μάθω! Γιατί να 'ρθω εδώ; Να που θυμώνω τώρα - κι αυτό είναι γεγονός.
595 Τίποτ' άλλο. Αυτή είναι η αγαπημένη τους έκφραση. Έτσι βγαίνει το συμπέρασμα πως, αν αναδιοργανώσουμε την κοινωνία, τα εγκλήματα θα εξαφανιστούν. Γιατί οι άνθρωποι δεν θα είναι πια δυσαρεστημένοι με τίποτα και θα γίνουν όλοι τους αγαθοί, ώσπου ν' ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου.
596 Γι' αυτούς όλα εξηγούνται με τη βλακεία και μόνο! Να, επίσης και για ποιο λόγο απεχθάνονται τόσο πολύ τη ζωντανή εξελικτική πορεία της ζωής. Η ζωντανή ψυχή! Κολοκύθια, σου λένε. Η ζωντανή ψυχή έχει απαιτήσεις, η ζωντανή ψυχή δεν υπακούει κατά τρόπο μηχανικό, είναι φιλύποπτη, είναι αντιδραστική.
597 Και να μας έχει ποτίσει προηγουμένως ποντς - το φανταζόσαστε; Όχι, φίλε μου, δεν έχεις δίκιο. Το "περιβάλλον" έχει μεγάλη σημασία για το έγκλημα. Στα λέω εγώ". "Το ξέρω πως έχει μεγάλη σημασία, αλλά για πες μου: Ένας άντρας σαράντα χρονών βιάζει μια κοπελίτσα δέκα χρονών.
598 Το περιβάλλον τον ανάγκασε να το κάνει". "Αν το καλοεξετάσουμε μπορούμε να πούμε πως σε τελευταία ανάλυση πραγματικά το περιβάλλον τον ανάγκασε", απάντησε ο Πορφυρής με εκπληκτική σοβαρότητα. Ο βιασμός μιας παιδούλας μπορεί να εξηγηθεί θαυμάσια με την επίδραση του περιβάλλοντος".
599 Είναι ικανός να σε δουλεύει έτσι δυο βδομάδες. Πέρυσι, μας είχε κάνει να πιστέψουμε ότι για κάποιο λόγο θα γινότανε καλόγερος! Και μας δούλευε μ' αυτό δυο μήνες. Τώρα τελευταία πάλι, του κατέβηκε η ιδέα να μας κάνει να πιστέψουμε ότι θα παντρευτεί, ότι όλα ήτανε έτοιμα για τον γάμο.
600 Μ' ενδιέφερε πάρα πολύ το άρθρο σας.". "Έκανα, θυμάμαι, μια ανάλυση ψυχολογίας του εγκληματία καθ' όλη την διάρκεια του εγκλήματος του". "Ακριβώς και υποστηρίζατε μ' επιμονή ότι η διάπραξη ενός εγκλήματος συνοδεύεται πάντοτε από μια νοσηρή κατάσταση. Είναι μια άποψη πρωτότυπη.
601 Οι συνηθισμένοι πρέπει να ζουν υπάκουα και δεν έχουν κανένα δικαίωμα να παραβιάζουν τους νόμους γιατί, βλέπεις, είναι κοινοί άνθρωποι, ενώ οι εξαιρετικοί έχουν το δικαίωμα να κάνουν κάθε έγκλημα και να παραβιάζουν οποιονδήποτε νόμο, ακριβώς επειδή είναι άνθρωποι "εξαιρετικοί".
602 Με λίγα λόγια, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι όλοι και μάλιστα όχι μονάχα οι μεγάλοι, αλλά κι αυτοί που μόλις ξεπερνούσανε τα συνηθισμένα επίπεδα, που έφερναν δηλαδή κάτι το καινούργιο, όλοι τους λοιπόν ήτανε αναγκασμένοι από την ίδια τους τη φύση να είναι εγκληματίες - άλλος λίγο, άλλος πολύ, φυσικά.
603 Βλέπετε λοιπόν ότι δε λέω τίποτα το εντελώς καινούργιο ως τώρα. Αυτά τα πράγματα έχουν γραφτεί και διαβαστεί χιλιάδες φορές. Όσο για τον διαχωρισμό που κάνω σε κοινούς και εξαιρετικούς ανθρώπους, αναγνωρίζω ότι είναι μια ιδέα κάπως αυθαίρετη, αλλά δε δίνω συγκεκριμένους αριθμούς.
604 Κατά τη γνώμη μου μάλιστα είναι υποχρεωμένοι να υπακούουν γιατί αυτός είναι ο προορισμός τους και δεν υπάρχει τίποτα το ταπεινωτικό σ' αυτή την υπακοή. Στη δεύτερη ανήκουν όλοι αυτοί που παραβαίνουν το νόμο, αυτοί που γκρεμίζουν ή έχουν την τάση να γκρεμίσουν, ανάλογα με τις ικανότητες τους.
605 Αν όμως ένας απ' αυτούς χρειαστεί να περάσει πάνω από ένα πτώμα ή από ένα ποτάμι αίμα για να φτάσει στον σκοπό του μπορεί, κατά τη γνώμη μου, ν' αποφασίσει ενσυνείδητα να το κάνει σε σχέση βέβαια πάντοτε με την ιδέα του και την έκταση του περιεχομένου της, σημειώστε το αυτό καλά.
606 Αυτή η παρατήρηση σας, έχει ακόμα μεγαλύτερη φινέτσα από την προηγούμενη". "Ευχαριστώ". "Παρακαλώ. Σημειώσατε όμως ότι το λάθος δε μπορεί σχεδόν να γίνει παρά μονάχα στην πρώτη κατηγορία, δηλαδή από τους "κοινούς" ανθρώπους (όπως τους ονόμασα, όχι πολύ πετυχημένα ίσως).
607 Βέβαια, θα μπορούσε κανείς να τους μαστιγώσει μερικές φορές που πήρανε αέρα τα μυαλά τους και να τους ξαναβάλει στη θέση τους - αυτό μονάχα τίποτα περισσότερο. Εξ άλλου, δεν είναι ανάγκη ν' αναλάβει κάποιος το μαστίγωμα: Αυτομαστιγώνονται γιατί είναι άνθρωποι με ανεπτυγμένον ηθικό κόσμο.
608 Μερικοί, προσφέρουν στους άλλους αυτή την εξυπηρέτηση, ενώ άλλοι μαστιγώνονται με τα ίδια τους τα χέρια... Επιβάλλουν επίσης στον εαυτό τους και διάφορες μετάνοιες ενώπιον του κοινού, πράγμα που είναι ωραίο και εποικοδομητικό. Με μια λέξη, δεν έχετε κανένα λόγο για ν' ανησυχείτε.
609 Ένα μόνον είναι ολοφάνερο: Ότι ο ρυθμός της γεννήσεως των ανθρώπων όλων των κατηγοριών και υποδιαιρέσεων, καθορίζεται με ακρίβεια και αλάνθαστα από κάποιο φυσικό νόμο. Προς το παρόν, δεν τον γνωρίζουμε βέβαια αυτόν το νόμο, πιστεύω όμως πως υπάρχει και πως μπορούμε να τον μάθουμε αργότερα.
610 Ο Ρασκόλνικωφ, γύρισε το χλωμό και λυπημένο σχεδόν πρόσωπο του σιωπηλά, δίχως να του απαντήσει. Δίπλα σ' αυτή την ήρεμη και πονεμένη φυσιογνωμία, ο ανοιχτά προκλητικός, εξοργιστικός και αγενής τόνος που είχε πάρει τώρα η φωνή του Πορφυρή, φάνηκε αλλόκοτος στον Ραζουμίχιν.
611 Ας υποθέσουμε, παραδείγματος χάριν, ότι ένας άντρας ή κάποιος νεαρός φαντάζεται πως είναι Λυκούργος ή Μωάμεθ κι αρχίζει αμέσως να εξαφανίζει όλα τα εμπόδια, που θα παρενοχλούν την εκπλήρωση της αποστολής του... Προορισμός μου, θα πεί, είναι να κάνω ένα μεγάλο και παράτολμο εγχείρημα.
612 Ο Ρασκόλνικωφ ούτε γύρισε να τον κοιτάξει. "Πρέπει να παραδεχτώ", απάντησε ήρεμα, "ότι πραγματικά δεν αποκλείεται να παρουσιαστούν τέτοιες περιπτώσεις. Απ' αυτό το δόλωμα, πιάνονται προπάντων οι βλάκες και οι ματαιόδοξοι, ιδίως, οι νέοι". "Τα βλέπετε; Τί γίνεται τότε".
613 Να", πρόσθεσε δείχνοντας τον Ραζουμίχιν, "αυτός μου 'λέγε τώρα δα ότι επιτρέπω έτσι να χύνεται αίμα. Ε λοιπόν, και τί μ' αυτό; Δεν είναι αρκετά ασφαλισμένη η κοινωνία με τις εξορίες, τις φυλακές, τους ανακριτές, τα κάτεργα; Γιατί λοιπόν ν' ανησυχούμε; Τρέξτε να πιάσετε τον κλέφτη!
614 Έχεις δίκιο, αλλά γιατί; Δεν το καταλαβαίνω για ποιο λόγο; Για ποιόν". "Ίσως ν' άλλαξε τη νύχτα γνώμη". "Αντίθετα, αντίθετα! Αν τους κόλλαγε αυτή η παράλογη ιδέα, θα προσπαθούσαν να την κρύψουνε με κάθε τρόπο, δε θα φανέρωναν το παιχνίδι τους για να συγκεντρώσουνε κι άλλες ενδείξεις.
615 Δεν έχουν όμως την παραμικρή απόδειξη, και όλα αυτά είναι καθαρή αυταπάτη, ασυναρτησίες, αστήριχτα πράγματα και γι' αυτό τον λόγο αγωνίζονται να με τυλίξουν με την αδιαντροπιά τους. Ίσως να φρύαξε απ' το κακό του που δεν έχει αποδείξεις και να ξέσπασε από τη στενοχώρια του.
616 Μια μυρουδιά μπογιατίλας βασιλεύει εκεί μέσα, η ζέστη είναι στους τριάντα βαθμούς Ρεωμύρου, η ατμόσφαιρα αποπνικτική από τον κόσμο που στριμώχνεται εκεί μέσα. Εκεί, ακούει να μιλάνε για τον φόνο προσώπου που το έχει ιδεί την προηγούμενη ημέρα και πάνω απ' όλα αυτά είναι και το στομάχι του άδειο.
617 Αλλά την ίδια κιόλας στιγμή, φάνηκε ξαφνικά πολύ ανήσυχος, σα να του σφηνώθηκε κάποια σκέψη εντελώς αναπάντεχη και εναγώνια. Είχανε φτάσει τώρα μπροστά στην πόρτα της πανσιόν Μπακαλιέγεβ. "Έμπα μέσα εσύ και σε λίγο έφτασα κι εγώ", του είπε απότομα ο Ρασκόλνικωφ. "Πού θα πας; Φτάσαμε!"
618 Υπήρχε φόβος να το βρουν λοιπόν και να παρουσιάσουν ξαφνικά εναντίον του ένα πειστήριο αναμφισβήτητο. Στεκόταν έτσι, σα βυθισμένος σε σκέψεις, ενώ σάλευε στα χείλη του ένα παράξενο χαμόγελο, ταπεινωμένου και μισότρελλου ανθρώπου. Τέλος, πήρε το κασκέτο του και βγήκε απ' το δωμάτιο.
619 Κατέβηκε σκεφτικά ως την αυλόπορτα. "Να, αυτός είναι!", φώναξε κάποιος δυνατά. Σήκωσε το κεφάλι του. Ο θυρωρός, όρθιος στο κατώφλι της κατοικίας του, τον έδειχνε σε κάποιον κοντό και φτωχοντυμένο άνθρωπο που φορούσε κάτι σαν καμιζόλα, με γιλέκο και φαινότανε από μακριά σα χωριάτης.
620 Στο κεφάλι του είχε έναν κούκο λιγδιασμένο που έγερνε προς το στήθος του και όλο του το κορμί ήτανε καμπουριασμένο. Το πατσαλιασμένο και ζαρωμένο πρόσωπο του έδειχνε άνθρωπο που είχε περάσει τα πενήντα και τα μικρούτσικα μάτια του, χωμένα στις κόγχες, κοίταζαν σκληρά, αυστηρά και δυσαρεστημένα.
621 Σκέφτηκε λίγο κι ύστερα γύρισε και μπήκε μέσα. Ο Ρασκόλνικωφ όρμησε πίσω από τον άγνωστο και τον είδε αμέσως να βαδίζει αργά-αργά στην απέναντι μεριά του δρόμου, με τα μάτια στυλωμένα προς το χώμα σκεφτικά. Τον έφτασε γρήγορα, αλλά για λίγη ώρα δεν του είπε τίποτα και μόνο τον ακολουθούσε.
622 Τέλος, πέρασε δίπλα και κοίταξε λοξά το πρόσωπο του. Εκείνος τον πρόσεξε αμέσως, του 'ρίξε μια γρήγορη ματιά, αλλά και πάλι χαμήλωσε τα μάτια του. Βάδισαν έτσι δίπλα-δίπλα για λίγο, δίχως να πούνε λέξη. "Με ζητήσατε... από το θυρωρό", του είπε τέλος ο Ρασκόλνικωφ με μάλλον σιγανή φωνή.
623 Ο Ρασκόλνικωφ βάδιζε δίπλα του. Τα γόνατα του λύγισαν, ένιωσε μια παγωνιά στη ράχη του και για μια στιγμή η καρδιά του σταμάτησε, σα να είχε ξεκολλήσει ξαφνικά από τη θέση της. Περπάτησαν έτσι καμμιά εκατοστή βήματα, δίπλα-δίπλα, χωρίς να βγάλουνε μιλιά. Ο άλλος δεν τον κοίταζε πια.
624 Ο άγνωστος έστριψε σ' έναν δρόμο αριστερά και προχώρησε δίχως να κοιτάζει γύρω του. Ο Ρασκόλνικωφ, στεκότανε ακόμα ασάλευτος στην ίδια θέση. Ύστερα από καμμιά πενηνταριά βήματα, είδε τον άγνωστο να γυρίζει και να τον κοιτάζει, ενώ αυτός στεκότανε ακόμα ασάλευτος στην ίδια θέση.
625 Δε μπορούσε να διακρίνει καλά, του φάνηκε όμως ότι είδε να τον κοιτάζει πάλι με το ίδιο ψυχρό και θριαμβευτικό χαμόγελο που ήτανε γεμάτο μίσος. Αργά-αργά, με βήματα κλονισμένα, ενώ λύγιζαν τα γόνατα του κι ένιωθε την παγωνιά του τρόμου, ξαναγύρισε στο σπίτι κι ανέβηκε στην καμαρούλα του.
626 Έβγαλε το κασκέτο του, τ' ακούμπησε στο τραπέζι και στάθηκε ολόρθος δίπλα, ασάλευτος, δέκα ολόκληρα λεπτά. Ύστερα, εξουθενωμένος πια, ξάπλωσε στο ντιβάνι του, τεντώθηκε και βογγούσε. Τα μάτια του ήτανε κλειστά. Έμεινε ξαπλωμένος έτσι κάπου μισή ώρα. Δε σκεφτόταν τίποτα.
627 Έρχονταν τα πράγματα το ένα πίσω απ' τ' άλλο και στροβιλίζονταν σαν κυκλώνας. Μερικά του άρεσαν κι αγκιστρωνότανε επάνω τους αλλά έσβηναν πολύ γρήγορα και γενικά ένιωθε να τον πιέζει κάτι στα στήθη του, όχι όμως πάρα πολύ έντονα... Μερικές φορές μάλιστα είχε κάτι σαν αίσθηση ευδαιμονίας.
628 Το ανάλαφρο ρίγος που τον έπιασε δεν του είχε περάσει ακόμα, αλλά ούτε κι αυτό του ήτανε δυσάρεστο. Ξεχώρισε τα βιαστικά βήματα του Ραζουμίχιν κι άκουσε τη φωνή του. Έκλεισε τα μάτια κι έκανε πως κοιμάται. Ο Ραζουμίχιν άνοιξε την πόρτα και στάθηκε για λίγο στο κατώφλι όρθιος.
629 Η γριά ήτανε μόνο μια κακιά στιγμή. Εκείνο που επιζητούσα ήτανε να ξεπεράσω τον φραγμό όσο το δυνατόν νωρίτερα... δε σκότωσα ένα πλάσμα ανθρώπινο αλλά δολοφόνησα μιαν αρχή, την αρχή. Τη σκότωσα την αρχή, αλλά δε στάθηκα ικανός να περάσω αντίπερα κι έμεινα στην ίδια όχθη.
630 Το μόνο που μπόρεσα να κάνω ήτανε ο φόνος. Και πάλι, ούτε και σ' αυτό τα κατάφερα καλά, κατά πως φαίνεται. Η ηθική αρχή; Γιατί πριν από λίγο εκείνος ο χαζός ο Ραζουμίχιν τα 'βαλε με τους σοσιαλιστές; Είναι άνθρωποι φιλόπονοι και πρακτικοί, δουλεύουνε για την "παγκόσμια ευτυχία".
631 Έχει δίκιο, έχει δίκιο ο Προφήτης όταν στήνει κάπου σ' έναν δρόμο μια γερή πυροβολαρχία και ρίχνει πάνω σε δικαίους και αδίκους χωρίς να καταδέχεται να δώσει εξηγήσεις σε κανέναν. Υπάκουσε τρεμουλιάρικο πλάσμα και πρόσεχε μη θελήσεις τίποτα γιατί δεν είναι δική σου δουλειά το να θέλεις.
632 Έχασε τις αισθήσεις του και του φάνηκε παράξενο που δε θυμόταν πια πως έγινε και βρέθηκε στον δρόμο... Είχε νυχτώσει για καλά. Το σκοτάδι γινόταν πιο πηχτό και τ' ολόγιομο φεγγάρι έλαμπε όλο και πιο δυνατά, αλλά η ατμόσφαιρα ήτανε αποπνικτική. Ένα σωρό κόσμος κυκλοφορούσε στους δρόμους.
633 Στον αγέρα απλωνότανε μια μυρουδιά από ασβέστες, σκόνες και σαπισμένα νερά. Ο Ρασκόλνικωφ βάδιζε λυπημένα, βυθισμένος σε σκέψεις, θυμότανε πολύ καλά ότι βγήκε απ' το δωμάτιο του με κάποιο σκοπό, ότι είχε μια επείγουσα δουλειά, αλλά δε μπορούσε να θυμηθεί τί ακριβώς ήτανε αυτό.
634 Ο Ρασκόλνικωφ προχώρησε γρήγορα-γρήγορα κατά την πόρτα κι άρχισε να κοιτάζει: "Δε θα γυρίσει πίσω του αυτός ο άνθρωπος, δε θα του πεί κάτι". Πραγματικά, όταν πέρασε εκείνος τη στοά της αυλόπορτας και βγήκε στην αυλή, γύρισε ξαφνικά το κεφάλι του και του έκανε το ίδιο νόημα με το χέρι.
635 Ο Ρασκόλνικωφ μπήκε αμέσως στη στοά της αυλόπορτας, αλλά βγαίνοντας στην αυλή, είδε πως ο άγνωστος δεν υπήρχε, θα πρέπει ν' ανέβηκε απ' την πρώτη σκάλα, δεξιά. Όρμησε πίσω του. Κι αλήθεια, δυο πατώματα πιο πάνω, ακουγότανε ακόμα κάποιος που ανέβαινε αργά-αργά, με βήματα κανονικά.
636 Αθόρυβα, πατώντας στα νύχια των ποδιών του, μπήκε στο σαλόνι που λουζόταν απ' το πεντακάθαρο φως του φεγγαριού. Όλα ήτανε ακόμα στη θέση τους, όπως τότε: Τα καθίσματα, ο καθρέφτης, το ντιβάνι και οι εικόνες με τα κάδρα τους. Απ' τα παράθυρα κοίταζε ένα φεγγάρι πελώριο, ολοστρόγγυλο και χαλκοκόκκινο.
637 Ξαφνικά άκουσε κάτι σαν τρίξιμο, σα να είχε κάποιος σπάσει ένα ξυλαράκι κι αμέσως ύστερα ξανάγινε σιωπή! Μια μύγα πετάχτηκε κι άρχισε να βομβίζει θρηνητικά πάνω στο τζάμι. Την ίδια στιγμή είδε να κρέμεται στη γωνιά, ανάμεσα στο ντουλαπάκι και στο παράθυρο, κάτι σαν γυναικείο παλτό.
638 Την κοίταξε και παράλυσε απ' τον τρόμο: Η γριά, καθιστή στην καρέκλα, γελούσε αθόρυβα και σφιγγότανε βάφοντας όλα της τα δυνατά για να μην την ακούει αυτός! Ξαφνικά του φάνηκε πως μισάνοιξε η πόρτα της κρεβατοκάμαρας και πως γελούσαν και ψιθύριζαν κι από κεί. Τον έπιασε άγρια λύσσα.
639 Η πόρτα που έβγαζε στη σκάλα έμενε ορθάνοιχτη και σ' όλα τα σκαλιά, από πάνω ως κάτω, υπήρχε πλήθος κόσμου και δεν έβλεπες τίποτ' άλλο από κεφάλια... κεφάλια. Τον κοίταζαν όλοι τους κι όλοι φαίνονταν σα να ήθελαν να κρυφτούνε, κι όλοι τους σώπαιναν σα να περίμεναν να γίνει κάτι.
640 Ήτανε φανερό πως το 'χε πάρει απόφαση να περιμένει πολλή ώρα. Καθόσο μπορούσε να διακρίνει μέσα απ' τα μισόκλειστα βλέφαρα του, ο άνθρωπος αυτός δεν βρισκότανε στην πρώτη του νεότητα, ήτανε γεροδεμένος και είχε κάτι γένια πυκνά και ολόξανθα, σχεδόν άσπρα... Πέρασαν δέκα λεπτά.
641 Το φως ήτανε αρκετό ακόμα, αλλά είχε αρχίσει να βραδιάζει. Στο δωμάτιο βασίλευε απόλυτη σιγή. Από τη σκάλα, δεν ερχότανε κανένας θόρυβος. Ακουγότανε μονάχα το βόμβισμα μιας μεγάλης μύγας που χτυπιότανε πάνω στο τζάκι. Στο τέλος, άρχισε να του γίνεται ανυπόφορο αυτό το πράγμα.
642 Συνεπώς αυτό που βλέπεις δεν είναι παρά εφιάλτης". Κι όμως δεν είναι απολύτως λογικό αυτό. Συμφωνώ πως τα φαντάσματα παρουσιάζονται μονάχα στους αρρώστους, αυτό όμως αποδείχνει ότι μπορείς να τα ιδείς μονάχα όταν είσαι άρρωστος και όχι ότι δεν υπάρχουνε αυτά καθ' εαυτά κιόλας".
643 Δε σας είπα λοιπόν την αλήθεια όταν ισχυριζόμουνα πως είμαστε δυο φρούτα πεσμένα από το ίδιο δέντρο". "Με συγχωρείτε", είπε ο Ρασκόλνικωφ νευριασμένα, "με συγχωρείτε. Σας παρακαλώ να μου εξηγήσετε χωρίς αργοπορία, για ποιο λόγο μου κάνατε την τιμή να με επισκεφθείτε και.
644 Είμαι σίγουρος πως έχετε ήδη σχηματίσει γνώμη γι' αυτόν, αν τον είδατε έστω και μισή ώρα, ή αν πήρατε γι' αυτόν σωστές και συγκεκριμένες πληροφορίες. Δεν είναι σπουδαίος γαμπρός για την Αβντότια Ρομάνοβνα, που, κατά τη γνώμη μου, θυσιάζεται σ' αυτήν την υπόθεση μεγαλόψυχα για.
645 Μην ανησυχείτε, Ροντιόν Ρομάνοβιτς, αν δούλευα για λογαριασμό μου δε θα σας μιλούσα με τόση ειλικρίνεια, δεν είμαι δα και τόσο βλάκας. Πάνω σ' αυτό θα σας αποκαλύψω ένα ψυχολογικό παράδοξο: Πριν από λίγη ώρα, δικαιολογώντας τον ερωτά μου για την Αβντότια Ρομάνοβνα, σας είπα ότι εγώ ήμουνα το θύμα.
646 Τα παιδιά μου μείνανε στη θεία τους, είναι αρκετά πλούσια και δεν έχουνε ανάγκη από τη δική μου παρουσία. 'Άλλωστε, τί είδους πατέρας είμαι εγώ γι' αυτά; Πήρα μαζί μου μονάχα τα λεφτά που μου χάρισε πέρυσι η Μάρθα Πετρόβνα. Μου φτάνουν. Συμπαθάτε με, μπαίνω στο θέμα μου.
647 Γι' αυτήν μου μίλαγαν την άλλη φορά. Δεν ξέρω γιατί, αλλά τον φοβάμαι πολύ αυτόν τον άνθρωπο. Ήρθε εδώ αμέσως μετά την ταφή της γυναίκας του. Είναι πολύ παράξενος και φαίνεται αποφασισμένος να κάνει κάτι. Δίνει την εντύπωση πως κάτι ξέρει. Πρέπει να προστατέψουμε τη Ντουνιά απ' αυτόν τον άνθρωπο.
648 Γύρισε και με κοίταξε μονάχα. Τότε κι εγώ έφτυσα και έφυγα - αυτό ήτανε όλο κι όλο. Δηλαδή χαζομάρες. Με τον Ζαμιότοβ δεν είπα κουβέντα. Νόμιζα, ξέρεις, πως τα είχα κάνει θάλασσα, κατεβαίνοντας όμως τη σκάλα μου ήρθε μια ιδέα που με ξαλάφρωσε: Για ποιο λόγο να χολοσκάμε, λέω.
649 Αν διέτρεχες κανέναν κίνδυνο ή αν υπήρχε κάτι, τότε, μάλιστα. Αλλά τώρα τί σε νοιάζει στο κάτω-κάτω; Τί σχέση έχεις εσύ μ' όλα αυτά; Παράτα τους, λοιπόν, κι αργότερα θα τους πάρουμε στην κοροϊδία. Εγώ μάλιστα αν ήμουνα στη θέση σου, θα διασκέδαζα με την καρδιά μου σκαρώνοντας τους μια φάρσα.
650 Πράγμα παράξενο, ως εκείνη τη στιγμή ούτε μια φορά δεν του είχε περάσει απ' τον νου: "Τί θα σκεφτεί ο Ραζουμίχιν όταν το μάθει". Καθώς το σκέφτηκε τώρα στάθηκε και τον κοίταξε στα μάτια. Πολύ λίγο τον ένοιαζε για την αναφορά του Ραζουμίχιν και για την επίσκεψη του στον Προφύρη.
651 Είχαν γίνει τόσα άλλα από τότε και πέρασαν ακόμα άλλα τόσα. Στον διάδρομο, πέσανε πάνω στον Λούζιν. Είχε φτάσει στις οχτώ ακριβώς, αλλά χασομέρησε ώσπου να βρεί το δωμάτιο κι έτσι μπήκανε μέσα κι οι τρεις μαζί δίχως να κοιταχτούνε όμως και χωρίς να χαιρετιστούν. Οι νεαροί περάσανε πρώτοι.
652 Η Πουλχερία Αλεξάνδροβνα προχώρησε για να τον καλωσορίσει, ενώ η Ντουνιά χαιρετούσε τον αδελφό της. Ο Πιότρ Πετρόβιτς μπήκε και χαιρέτησε πολύ ευγενικά τις κυρίες, φαινότανε όμως σα να διπλασίασε το επίσημο ύφος του, αλλά τα είχε κάπως χαμένα και δεν είχε συνέλθει ακόμα.
653 Εξ άλλου, δεν του άρεσαν τα μυστήρια, κι εδώ υπήρχε ένα σημείο σκοτεινό που έπρεπε να το ξεκαθαρίσει: Για να παρακούσουν έτσι ανοιχτά τις εντολές του θα πεί πως υπήρχε κάποιος λόγος, κι ήθελε να τον μάθει το γρηγορότερο. Πάντα θα 'βρισκε καιρό για να τίς τιμωρήσει, αφού είχε τον τρόπο να το κάνει.
654 Την έδερνε μάλιστα κι απάνθρωπα. Μια μέρα λοιπόν το κοριτσάκι αυτό βρέθηκε κρεμασμένο στη σοφίτα. Η ανάκριση απεφάνθη ότι πρόκειται περί αυτοκτονίας. Μετά τας συνήθεις διατυπώσεις φαινότανε ότι θα σταματούσε η υπόθεση εκεί, αλλά αργότερα κατηγγέλθη ότι η παιδίσκη είχε βιαστεί από τον.
655 Έξω απ' αυτό μου ανακοίνωσε πως η Μάρθα Πετρόβνα οχτώ μέρες πριν πεθάνει πρόφτασε και σου άφησε με τη διαθήκη της τρείς χιλιάδες ρούβλια, που θα μπορέσεις να τα πάρεις πολύ σύντομα". "Μεγάλο τ' όνομα σου. Κύριε", φώναξε η Πουλχερία Αλεξάνδροβνα κάνοντας τον σταυρό της. "Προσευχήσου για την ψυχή της.
656 Ο Πιότρ Πετρόβιτς καθησύχασε αμέσως. "Υπάρχουν προσβολές, Αβντότια Ρομάνοβνα, που με την καλύτερη θέληση του κόσμου δε μπορεί κανείς να τίς ξεχάσει. Όλα έχουν τα όρια τους που δεν τα περνάει κανείς ατιμωρητί, γιατί όταν τα περάσει μια φορά, δε μπορεί να γυρίσει προς τα πίσω".
657 Όταν, ύστερα από το γράμμα σας, τον κάλεσα να παραβρεθεί οπωσδήποτε στην αποψινή μας συζήτηση, δεν του έκανα καθόλου γνωστές τις προθέσεις μου. Εκείνο που θέλω να καταλάβετε είναι πως, αν δεν συμφιλιωθείτε, τότε θα είμαι υποχρεωμένη να διαλέξω ανάμεσα στους δύο: Εσάς ή εκείνον.
658 Έτσι μπήκε το ζήτημα κι από τους δυο σας. Δε θέλω ούτε και μου επιτρέπεται να κάνω λάθος στην εκλογή μου. Εσείς θέλετε να διακόψω κάθε σχέση με τον αδελφό μου και κείνος θέλει να φύγω από σας. Αυτή τη στιγμή εννοώ να μάθω και θα το μάθωαν είναι πραγματικός αδελφός για μένα.
659 Και αν ακόμα παραμερίσω το πρσβλητικόν και παράλογον δι' εμέ γεγονός ότι με τοποθετείτε εις την αυτήν μοίραν μ' έναν... αυθάδη νεανίαν, με τα λόγια που είπατε προ ολίγου φαίνεται ότι δεν αποκλείετε την πιθανότητα να πάρετε πίσω τον λόγο που μου δώσατε. Λέτε: "ή εσείς, ή αυτός".
660 Πείτε μου, λοιπόν, σας παρακαλώ, με ποιόν τρόπο διαπιστώσατε τα λόγια μου στο γράμμα που στείλατε στον Ροντιόν Ρομάνοβιτς"."Δεν θυμάμαι ακριβώς", απάντησε η Πουλχερία Αλεξάνδροβνα χάνοντας την ψυχραιμία της, "τα διατύπωσα όπως τα κατάλαβα. Δεν ξέρω πως, σας τα διαβίβασε ο Ρόντια.
661 Όλ' αυτά είναι συκοφαντίες και κακοήθειες". "Με συγχωρείτε κύριε", απάντησε ο Λούζιν τρέμοντας απ' τον θυμό του. "Αν επεκτάθηκα στο γράμμα μου εις τας πράξεις και ιδιότητας σας, το έκανα διότι η μητέρα και η αδελφή σας με παρεκάλεσαν να τους πω ποίαν ακριβώς εντύπωσιν μου κάνατε.
662 Ελπίζω ότι από τούδε και εις το εξής θα θεωρείτε ότι ερρυθμίσθη και διεφωτίσθη αυτό το θέμα άπαξ δια παντός. Και τώρα σας αφήνω δια να μη διαταράξω περισσότερον την χαράν της οικογενειακής σας συγκεντρώσεως και δια να πείτε τα μυστικά σας με την ησυχία σας (σηκώθηκε και πήρε το καπέλο του).
663 Οι προθέσεις της ήτανε καλές. Έπειτα μου γράφετε σα να με διατάζετε. Βλέπετε λοιπόν την κάθε επιθυμία σας σα διαταγή; Θα σας έλεγα πως ίσα-ίσα τώρα πρέπει να είσαστε ιδιαίτερα ευγενικός και επιεικής μαζί μας, γιατί σας δείξαμε εμπιστοσύνη και εγκαταλείψαμε τα πάντα για να έρθουμε εδώ.
664 Ο ισχυρισμός αυτός ήτανε τόσο χαρακτηριστικός για τον Λούζιν, ώστε ο Ρασκόλνικωφ μ' όλο που είχε γίνει κατακίτρινος από τον θυμό του κι από την προσπάθεια που έκανε για να συγκρατηθεί, δε μπόρεσε να μην ξεσπάσει σε δυνατά γέλια. Η Πουλχερία Αλεξάνδροβνα όμως έγινε έξω φρενών.
665 Κρατούσε το τουπέ του γιατί πίστευε πως δεν υπήρχε καμμιά πιθανότητα να ξεγλιστρήσουν απ' τα χέρια του αυτές οι δυο φτωχές και ανυπεράσπιστες γυναίκες. Η βεβαιότητα αυτή σφηνώθηκε στο κεφάλι του από τη ματαιοδοξία του προ πάντων κι από την αυτοπεποίθησή του που έφτανε ως τον ναρκισσισμό.
666 Κι όμως, όταν αρραβωνιάστηκε με τη Ντουνιά, ήτανε απόλυτα σίγουρος πως οι συκοφαντίες αυτές είναι ασύστατες. Τις είχε διαψεύσει άλλωστε και η ίδια η Μάρθα Πετρόβνα και είχανε πάψει πια να κυκλοφορούν στη μικρή επαρχιακή πόλη, όπου η συμπεριφορά της Ντουνιάς είχε κάνει την καλύτερη εντύπωση.
667 Έτσι, τώρα που κατέβαινε τη σκάλα, πίστευε ότι τον πρόσβαλαν βαθύτατα και ότι δεν τον κατάλαβαν καθόλου! Η Ντουνιά του ήτανε απλούστατα απαραίτητη και δεν το χωρούσε το μυαλό του να παραιτηθεί απ' αυτή. Χρόνια τώρα έκανε όνειρα γλυκά για να παντρευτεί, αλλά περίμενε να μαζέψει πρώτα λεφτά.
668 Λίγο πριν απ' τη συνάντηση τους, σα να 'γίνε επίτηδες, είχε πάρει επί τέλους οριστικά την απόφαση ν' αλλάξει καριέρα για να επεκτείνει τον κύκλο της δραστηριότητας του και, ταυτόχρονα, να περάσει σιγά-σιγά στ' ανώτερα κοινωνικά στρώματα, πράγμα που αποτελούσε ένα από τα πιο γλυκά του όνειρα.
669 Η γοητεία μιας χαριτωμένης, ηθικής και μορφωμένης γυναίκας μπορούσε να ομορφύνει τη ζωή του, να του δημιουργήσει πολλές συμπάθειες, να στήσει γύρω του ένα φωτοστέφανο... Κι άξαφνα, όλα αυτά να γίνουνε συντρίμμια! Η απροσδόκητη, η τερατώδης διακοπή των σχέσεων τους, τον χτύπησε σαν κεραυνός.
670 Τί έκανε στο κάτω-κάτω; Φέρθηκε μόνο με κάποια απρέπεια: Δεν πρόφτασε καλά-καλά να εξηγηθεί. Αστειευότανε, βρε αδελφέ, και παραφέρθηκε λιγάκι. Και να τελειώσουν έτσι όλα τόσο σοβαρά! Στο κάτω-κάτω αγαπούσε τη Ντουνιά με τον τρόπο του, την είχε κάνει κιόλας χτήμα του στα όνειρα του και τώρα.
671 Εκεί, καθώς έψαχνε μες στο σκοτάδι ν' ανακαλύψει πού βρισκότανε η είσοδος του Καπερναούμωφ, άνοιξε ξαφνικά, δύο βήματα πιο πέρα, μια πόρτα. Την έπιασε μηχανικά. "Ποιος είναι". ρώτησε μια γυναικεία φωνή τρομαγμένα. "Εγώ! Ήρθα να σε δώ", απάντησε ο Ρασκόλνικωφ και μπήκε σ' ένα κρούτσικο χωλάκι.
672 Σε λίγο ήρθε και η Σόνια με το κερί και στάθηκε μπροστά του όρθια με αμηχανία, ταραγμένη και κατατρομαγμένη απ' αυτή τη νυχτερινή επίσκεψη. Ξαφνικά, το πρόσωπο της έγινε κατακόκκινο και τα μάτια της βούρκωσαν. Πνιγότανε κι ένιωθε κάτι σα ντροπή ανάμικτη με κάποια γλύκα.
673 Στον τοίχο υπήρχαν τρία παράθυρα που έβλεπαν προς το κανάλι κι ο τοίχος, προχωρώντας λοξά, σχημάτιζε μια κόχη τρομερά μυτερή που χανότανε στο βάθος, έτσι που μες στο μισοσκόταδο δε μπορούσες να διακρίνεις τίποτα εκεί μέσα. Η άλλη γωνία, αντίθετα, ήτανε υπερβολικά ανοιχτή.
674 Στη δεξιά γωνιά βρισκότανε το κρεβάτι και δίπλα σ' αυτό, κοντά στην πόρτα, μια καρέκλα. Στον τοίχο, και στη μεριά όπου ήτανε το κρεβάτι, πολύ κοντά στην πόρτα που έβγαζε στο διπλανό διαμέρισμα, υπήρχε ένα τραπέζι από άσπρο ξύλο, σκεπασμένο με ύφασμα μπλε, και μπροστά του δυο ψάθινες καρέκλες.
675 Ακόμα και το κρεβάτι δεν είχε μπροστά κανένα παραπέτασμα. Η Σόνια κοίταζε αμίλητα τον επισκέπτη που εξέταζε το δωμάτιο της με τόση προσοχή και με τόση αναίδεια, ώστε στο τέλος άρχισε να τρέμει από τον φόβο της, σα να βρισκότανε μπροστά σ' έναν δικαστή που θα έκρινε την τύχη της.
676 Είναι έντεκα", είπε βιαστικά, σα να 'βρίσκε σ' αυτό μια διέξοδο. "Πριν από λίγο άκουσα το ρολόι του νοικοκύρη που χτυπούσε έντεκα, το άκουσα... είναι έντεκα". "Ήρθα να σας δω για τελευταία φορά", εξακολούθησε ο Ρασκόλνικωφ σκυθρωπά, κι ας ήτανε πρώτη φορά που ερχόταν. "Μπορεί να μη σας ξαναδώ πια.
677 Την κοίταξε σκεφτικά και ξαφνικά πρόσεξε πως αυτός καθότανε, ενώ εκείνη έμενε ακόμα όρθια μπροστά του. "Γιατί στεκόσαστε όρθια; Καθήστε", είπε με μια φωνή που άλλαξε ξαφνικά κι έγινε γλυκιά και χαϊδευτική. Η Σόνια κάθησε. Εκείνος την κοίταξε για λίγο με καλοσύνη, με συμπόνια σχεδόν.
678 Είναι πολύ καλοί άνθρωποι και τα παιδιά τους έρχονται συχνά και με βλέπουν εδώ". "Είναι βραδύγλωσσοι". "Ναι, αυτός είναι βραδύγλωσσος και κουτσός. Το ίδιο κι η γυναίκα του. Δηλαδή αυτή, δεν είναι ακριβώς βραδύγλωσση, αλλά τα λόγια δε βγαίνουν εύκολα από το στόμα της. Είναι πολύ καλή γυναίκα.
679 Το μυαλό της είναι σαλεμένο, δεν το προσέξατε; Άλλοτε είναι ανήσυχη σα μικρό κοριτσάκι και θέλει να 'ναι όλα εντάξει στο τραπέζι αύριο και τα φαγιά και όλα τ' άλλα, κι άλλοτε στείβει τα χέρια της, φτύνει αίμα, κλαίει και χτυπάει το κεφάλι της στον τοίχο από την απελπισία της.
680 Αλλά δε μας έφταναν τα λεφτά, μας λείπαν πολλά ακόμα. Κι είχε διαλέξει κάτι μποτινάκια τόσο όμορφα, γιατί είχε καλό γούστο, δεν ξέρετε εσείς. Έβαλε τότε τα κλάματα εκεί, μες στο μαγαζί, μπροστά τους εμπόρους, γιατί δε μας έφταναν τα λεφτά. Ραγιζότανε η καρδιά σου να τη βλέπεις.
681 Και δεν έχετε ιδεί ακόμα τίποτα. Αν όμως τα ξέρατε όλα, θεέ μου, αν τα ξέρατε όλα... Πόσες και πόσες φορές δεν την έκανα να κλάψει! Ακόμα και τη βδομάδα που μας πέρασε, μια βδομάδα πριν από τον θάνατο του πατέρα. Αχ' Πόσο σκληρά της φέρθηκα! Και πόσες, πόσες φορές ακόμα το 'κανα αυτό.
682 Πήγα τότε", συνέχισε κλαίγοντας "και μου λέει ο πατέρας: "Σόνια, διάβασε μου κάτι, έχω πονοκέφαλο, διάβασε μου... Να, τούτο δω το βιβλίο". Ήτανε ένα βιβλίο που του το 'χε δανείσει ο Αντρέι Σεμιόνοβιτς Λεμπεζιάτνικοβ, ένας γείτονας που του 'δίνε όλο κάτι τέτοια βιβλία, πολύ αστεία.
683 Της άρεσαν πολύ της Κατερίνας Ιβάνοβνα όταν τους είδε, τους φόρεσε, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και τους έβρισκε τόσο ωραίους, τόσο ωραίους! "Σόνια", μου είπε, "δώσ' μου τους σε παρακαλώ". Είπε σε παρακαλώ γιατί έκανε σαν τρελλή. Και να πείς πως της χρειάζονταν; Όχι, αλλά.
684 Αλλά δε ζητάει ποτέ από κανέναν τίποτα, είναι πολύ περήφανη και θα προτιμούσε να δώσει εκείνη ό,τι της μένει. Κι όμως, αυτή τη φορά, μου ζήτησε τους γιακάδες. Και γώ λυπόμουνα να τους δώσω. "Τί τους θέλεις, Κατερίνα Ιβάνοβνα". της είπα. Ναι, το είπα αυτό, ενώ δεν έπρεπε ποτέ να της μιλήσω έτσι.
685 Τον άκουγε κοιτάζοντας ικετευτικά, με τα χέρια σταυρωμένα σα να προσευχότανε άφωνα και σα να εξαρτιόνταν όλα απ' αυτόν. Ο Ρασκόλνικωφ σηκώθηκε κι άρχισε να πηγαινοέρχεται στο δωμάτιο. Πέρασε ένα λεπτό. Η Σόνια στεκότανε όρθια με τα χέρια κρεμασμένα και το κεφάλι σκυμμένο.
686 Πονούσε αφάνταστα. "Δεν υπάρχει τρόπος να οικονομήσετε τίποτα λεφτά, να τα βάλετε στην άκρη για τις δύσκολες ημέρες". ρώτησε σταματώντας ξαφνικά μπροστά της. "Όχι", μουρμούρισε η Σόνια. "Όχι, βέβαια, αλλά κάνατε καμμιά τέτοια προσπάθεια".πρόσθεσε, κοροϊδευτικά σχεδόν.
687 Το πρόσωπο της Σόνιας αλλοιώθηκε απότομα. Ένας σπασμός τρεμουλιαστός πέρασε στα χαρακτηριστικά της. Τον κοίταξε με ανέκφραστη αυστηρότητα, κάτι πήγε να πεί, αλλά δε μπόρεσε να βγάλει λέξη απ' το στόμα της ξαφνικά έκλεισε στις χούφτες της το πρόσωπο της κι άρχισε να κλαίει με λυγμούς.
688 Περάσανε ακόμα πέντε λεπτά. Ο Ρασκόλνικωφ εξακολουθούσε να πηγαινοέρχεται στο δωμάτιο δίχως να την κοιτάζει. Τέλος την πλησίασε. Τα μάτια του πέταγαν σπίθες. Την έπιασε απ' τους ώμους και κοίταξε προσεχτικά το κλαμένο πρόσωπο της. Το βλέμμα του ήτανε στεγνό, διαπεραστικό, φλογισμένο.
689 Η Σόνια οπισθοχώρησε σαν να 'βλέπε μπροστά της έναν τρελλό. Και πραγματικά ο Ρασκόλνικωφ φαινότανε ολότελα τρελλός. "Τί κάνετε; Τί κάνετε εκεί; Γονατίσατε μπροστά σε μένα". μουρμούρισε κιτρινίζοντας και η καρδιά της σφίχτηκε άξαφνα από τον πόνο. Ο Ρασκόλνικωφ σηκώθηκε αμέσως.
690 Ο Ρασκόλνικωφ την κοίταξε παράξενα. Τα διάβασε όλα στο βλέμμα της. Ώστε, λοιπόν, το 'χε σκεφτεί κι εκείνη. Ίσως, στην απελπισία της, θα 'χε σκεφτεί σοβαρά πολλές φορές να δώσει έτσι άξαφνα ένα τέλος. Και θα το σκέφτηκε τόσο σοβαρά, ώστε δεν παραξενεύτηκε καθόλου ακούγοντας τον να της το λέει.
691 Τί ήτανε λοιπόν εκείνο που την κράταγε να πραγματοποιήσει την απόφαση της και να δώσει στη ζωή της ένα τέλος; Κατάλαβε τότε τί σήμαιναν γι' αυτήν τα φτωχά ορφανούλια και κείνη η δυστυχισμένη, μισότρελλη και φθισικιά Κατερίνα Ιβάνοβνα που χτύπαγε το κεφάλι της στους τοίχους.
692 Έβλεπε όμως ξεκάθαρα ότι η Σόνια, με τον χαρακτήρα και τη λίγη μόρφωση που είχε, δεν ήτανε ποτέ δυνατόν να μείνει για πάντα σ' αυτή την κατάσταση. Αναρωτιότανε λοιπόν πώς άντεξε τόσον καιρό σ' αυτή την κατάσταση χωρίς να τρελλαθεί, αν παραδεχτούμε ότι δεν είχε τη δύναμη να πνιγεί.
693 Στεκότανε με πείσμα σ' αυτή τη σκέψη. Την προτιμούσε αυτή τη διέξοδο, πιο πολύ απ' όλες τις άλλες. 'Άρχισε και πάλι να εξετάζει τη Σόνια επίμονα. "Ώστε λοιπόν προσεύχεσαι πολύ στον θεό, Σόνια". τη ρώτησε. Δε του μίλησε αμέσως. Εκείνος στεκότανε όρθιος, πλάι της, και περίμενε την απάντηση.
694 Το έβλεπε κάθε φορά που πέρναγε από κει, καθώς πηγαινοερχόταν στο δωμάτιο. Το πήρε και το κοίταξε. Ήτανε η "Καινή Διαθήκη", μεταφρασμένη στα ρωσικά. Το βιβλίο ήτανε παλιό, πολύ μεταχειρισμένο, δερματόδετο. "Πού το βρήκες αυτό". τη ρώτησε από την άλλη άκρη του δωματίου.
695 Από στιγμή σε στιγμή όλα γίνονταν πιο παράξενα και πιο θαυμαστά εδώ μέσα. Έφερε το βιβλίο κοντά στη φλόγα του κεριού κι άρχισε να το ξεφυλλίζει. "Πού μιλάει για τον Λάζαρο". ρώτησε ξαφνικά. Η Σόνια εξακολουθούσε να κοιτάζει κάτω με πείσμα και δεν του έδωσε καμμιά απάντηση.
696 Ύστερα κάθησε, ακούμπησε τους αγκώνες του στο τραπέζι, έγειρε το πρόσωπο του στην παλάμη του και κοίταζε πέρα βλοσυρά, έτοιμος ν' ακούσει. "Σε τρεις βδομάδες θα είμαι κι εγώ εκεί πέρα, εκτός αν γίνει τίποτα χειρότερο", είπε μέσα του. Η Σόνια προχώρησε με κάποιο δισταγμό προς το τραπέζι.
697 Τα βιβλικά της λόγια αντηχούσαν μέσα του παράξενα. 'Έπειτα, τί ήτανε κι αυτό το νέο; Αυτές οι ακατανόητες συναντήσεις με την Ελισάβετ - αποβλακωμένες και οι δύο απ' τον μυστικισμό. "Μπορεί και γω να πάθω το ίδιο - είναι κολλητικό", σκέφτηκε. "Διάβασε λοιπόν!", της φώναξε ξαφνικά νευριασμένος.
698 Ταυτόχρονα όμως ήξερε πολύ καλά ότι όσο μεγάλος κι αν ήτανε ο τρόμος της όταν άρχισε να διαβάζει, καιγόταν απ' τη βασανιστική λαχτάρα να συνεχίσει, παρά τη θλίψη και παρά τους φόβους της, ήθελε να διαβάσει γι' αυτή για ν' ακούσει αυτός, τώρα προπάντων "ό, τι κι αν γίνει ύστερα".
699 Έκανε για μια στιγμή να σταματήσει, να ρίξει μια κλεφτή ματιά σ' αυτόν, αλλά συγκρατήθηκε γρήγορα και συνέχισε το διάβασμα. Ο Ρασκόλνικωφ, την άκουγε δίχως να κάνει την παραμικρή κίνηση, δίχως να γυρίσει το κεφάλι, με τους αγκώνες ακουμπισμένους στο τραπέζι και κοιτάζοντας πλάι.
700 Ναι, έτσι είναι. Έτρεμε πια ολόκληρη, με αληθινό πυρετό. Το περίμενε ο Ρασκόλνικωφ. Κόντευε να φτάσει στο σημείο εκείνο που μιλάει για το πρωτάκουστο θαύμα και ήτανε πλημμυρισμένη από ένα αίσθημα θριάμβου. Η φωνή της έγινε μεταλλική και σταθερή απ' τη χαρά και το θριαμβικό της αίσθημα.
701 Έκλεισε το βιβλίο και σηκώθηκε ζωηρά. "Δεν έχει τίποτ' άλλο για την ανάσταση του Λαζάρου", ψιθύρισε σκληρά και κοφτά, κι ύστερα έμεινε ακίνητη, βλέποντας στο πλάι, γιατί ντρεπότανε να σηκώσει τα μάτια της να τον κοιτάξει. Το πυρετικό τρεμούλιασμα της δεν είχε σταματήσει.
702 Το κερί στο στραβωμένο κηροπήγιο κόντευε να τελειώσει και φώτιζε αχνά μέσα σε τούτο το άθλιο δωμάτιο έναν φονιά και μια πόρνη που – παράξενο αλήθεια - συναντήθηκαν για να διαβάσουν το αιώνιο βιβλίο. "Ήρθα να σου μιλήσω για κάτι", είπε δυνατά κι απότομα ο Ρασκόλνικωφ ζαρώνοντας τα φρύδια του.
703 Πρέπει, επί τέλους, να σκεφτείς σοβαρά και να ιδείς την πραγματικότητα όπως είναι, αντί να κάθεσαι να κλαψουρίζεις και να φωνάζεις ότι ο θεός δεν θα επιτρέψει τέτοιο πράγμα. Για πες μου, τί θα γίνει αν αύριο σε πάνε στο νοσοκομείο; Η άλλη έχει χάσει το μυαλό της, είναι φθισικιά, θα πεθάνει.
704 Τί θα γίνουν τα μικρά; Είναι δυνατό να μην καταστραφεί η Πολιά; Δεν έχεις ιδεί λοιπόν στους δρόμους αυτά τα παιδιά που τα στέλνουν οι μανάδες τους να ζητιανέψουν; Έμαθα πού και πώς ζουν οι μανάδες τους. Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες τα παιδιά δε μπορούν να μείνουν παιδιά.
705 Αυτός είναι ο σκοπός: θυμήσου τα λόγια μου - είναι τα εφόδια που σου δίνω για τον δρόμο που θα πάρεις. Ίσως να σου μιλάω για τελευταία φορά. Αν δε γυρίσω αύριο, θα τα μάθεις όλα μόνη σου, και τότε ξαναθυμήσου τα λόγια μου. Κι αργότερα, σε κανένα χρόνο, ίσως καταλάβεις τη σημασία τους.
706 Πίσω από τη δεξιά πόρτα που χώριζε το δωμάτιο της Σόνιας από το διαμέρισμα της Γερτρούδης Κάρλοβα Ρέσλιχ, υπήρχε ένα ενδιάμεσο δωμάτιο άδειο από πολύ καιρό που ανήκε στην κυρία Ρέσλιχ και που ήθελε να το νοικιάσει, καθώς φαινότανε από τα ενοικιαστήρια που είχε κολλημένα στην πόρτα και στα παράθυρα.
707 Η συζήτηση του είχε φανεί πολύ ενδιαφέρουσα, άξια να τη θυμάται κανείς. Του έδωσε τέτοια χαρά, ώστε πήγε και κουβάλησε μια καρέκλα για να μπορεί την ερχόμενη φορά, αύριο, λόγου χάρη, να την παρακολουθήσει αναπαυτικότερα και να μην κάνει τον κόπο να στέκεται μια ώρα ολόκληρη όρθιος.
708 Στο μεταξύ στεκότανε όρθιος στην αίθουσα αναμονής, ενώ τριγύρω του πηγαινοέρχονταν ένα σωρό άνθρωποι που, καθώς φαινότανε, δεν τον πρόσεχαν καθόλου. Στο διπλανό δωμάτιο, που έμοιασε με γραφείο, μερικοί γραφιάδες έγραφαν κι ήτανε φανερό πως δεν είχανε ιδέα για το τί γύρευε αυτός εκεί.
709 Στον τοίχο που ήτανε στο βάθος, ή καλύτερα στον τοίχο που αποτελούσε το χώρισμα, έβλεπες μια πόρτα κλεισμένη. 'Άρα θα πρέπει να 'τανε κι άλλα γραφεία πίσω από το χώρισμα. Αμέσως μόλις μπήκε μέσα ο Ρασκόλνικωφ, ο Πορφυρής έκλεισε την πόρτα πίσω του κι έμειναν μόνοι τους.
710 Καπνίζετε; Ορίστε, πάρτε ένα", συνέχισε προσφέροντας του τσιγάρο. "Ξέρετε, σας δέχομαι εδώ μέσα αλλά το διαμέρισμα μου είναι εκεί, πίσω απ' αυτό το χώρισμα... Μου παρέχει στέγη το δημόσιο, μένω όμως προσωρινά αλλού με νοίκι γιατί κάνουν κάτι επισκευές εδώ. Κοντεύουνε να τελειώσουν όμως.
711 Η απερισκεψία ωστόσο ήτανε έκδηλη κι από τις δυο μεριές. Ο Πορφυρής φαινότανε σα να κοροϊδεύει κατάμουτρα τον Ρασκόλνικωφ κι εκείνος πάλι δεχότανε το γέλιο του με κακία - πράγμα όμως που δε φαινότανε να ενοχλεί καθόλου τον Πορφυρή. Το πρόσεξε αυτό ο Ρασκόλνικωφ, ήτανε πολύ σημαντικό γι' αυτόν.
712 Με μια λέξη", συνέχισε υψώνοντας τη φωνή και νιώθοντας πως αυτό που είπε για την αρρώστια του ήτανε ακόμα περισσότερο άστοχο, "με μια λέξη σας παρακαλώ να μ' ανακρίνετε ή να μ' αφήσετε ν' αποσυρθώ αμέσως. Αν όμως μ' ανακρίνετε, παρακαλώ να γίνει η ανάκριση με όλους τους τύπους.
713 Μα, τί πάθατε λοιπόν; Για ποιο πράγμα να σας ανακρίνω". φώναξε ο Πορφυρής Πετρόβιτς, αλλάζοντας ξαφνικά στάση και κόβοντας αμέσως το γέλιο του. Μην ανησυχείτε, σας παρακαλώ", συνέχισε ενώ άλλοτε πηγαινοερχότανε με ύφος πολυάσχολο κι άλλοτε έτρεχε κοντά στον Ρασκόλνικωφ βιαστικά για να τον καθήσει.
714 Πού οφείλεται αυτό, αγαπητέ μου; Είναι γιατί δεν έχουμε κοσμικά ενδιαφέροντα ή μήπως γιατί παρα-είμαστε έντιμοι και δε θέλουμε να εξαπατήσει ο ένας τον άλλο; Δεν το ξέρω. Σείς, τί λέτε; Μα, αφήστε το κασκέτο σας. θα 'λεγε κανείς πως είσαστε έτοιμος να φύγετε αμέσως κι αυτό το πράγμα με στενοχωρεί.
715 Πρώην κρατικοί σύμβουλοι, ακόμα και μυστικοσύμβουλοι κάνουν με μεγάλη τους χαρά και ταχτικά σκοινάκι, κατά πως λέγεται. Το λέει η επιστήμη σήμερα. Όσο για τα καθήκοντα μας εδώ μέσα, τις ανακρίσεις μας κι όλες αυτές τις διατυπώσεις... βλέπετε, αγαπητέ μου σεις ο ίδιος μιλήσατε γι' ανακρίσεις.
716 Κι όλο τα ίδια και τα ίδια, σα να κοπανάμε ένα ταμπούρλο. Να όμως που μας έρχεται τώρα η μεταρρύθμιση κι αν όχι τίποτ' άλλο θα μας αλλάξουν την ονομασία, χε! χε! χε! Όσο για τις δικαστικές μεθόδους μας - για να χρησιμοποιήσω την πνευματωδέστατη έκφραση μας - είμαι απολύτως σύμφωνος μαζί σας.
717 Τώρα, δεν περπατούσε πια αλλά έτρεχε σχεδόν πέρα-δώθε, σαλεύοντας όλο και περισσότερο τα χοντρά του πόδια, έχοντας το δεξί του χέρι πίσω από την πλάτη του, ενώ με τ' αριστερό έκανε συνεχώς διάφορες κινήσεις που, κάθε φορά έρχονταν σε μια εκπληκτική αντίθεση με τα λόγια του.
718 Προοριζόσαστε και σείς για τη δικαιοσύνη Ροντιόν Ρομάνοβιτς". "Ναι! σπούδαζα νομικά". "Να λοιπόν ένα παραδειγματάκι που μπορεί να σας χρησιμεύσει αργότερα, δηλαδή μη φαντασθείτε ότι τολμώ να κάνω μάθημα τώρα, σ' εσάς προπάντων που γράφετε άρθρα για την εγκληματικότητα.
719 Αν, λόγου χάριν, τον συλλάβω πρόωρα, του παρέχω μια ηθική υποστήριξη, να πούμε, χε! χε! χε! Γελάτε; (ο Ρασκόλνικωφ δεν είχε καμμιά όρεξη να γελάσει: καθότανε στη θέση του σφίγγοντας τα δόντια και είχε στυλώσει το φλογερό του βλέμμα μέσα στα μάτια του Πορφυρή Πετρόβιτς).
720 Μας τυχαίνουν τέτοια περιστατικά πολύ αστεία. Ε, λοιπόν τότε, θ' αφήσω τον ανθρωπάκο μας ολότελα ήσυχο, δε θα τον συλλάβω ούτε θα τον ενοχλήσω καθόλου, αλλά στην κάθε ώρα και στο κάθε λεπτό θα ξέρει ή τουλάχιστον θα υποψιάζεται ότι τα γνωρίζω όλα, ότι τον παρακολουθώ άγρυπνα.
721 Κι αν κατέχεται αδιάκοπα από την υποψία και τον φόβο, σας ορκίζομαι ότι θα χάσει τα μυαλά του και θα 'ρθεί μονάχος του και μάλιστα μπορεί ακόμα να κάνει και κάτι που θα μοιάζει με το δύο και δύο ίσον τέσσερα, κάτι δηλαδή που θα αποτελεί, ας πούμε, μαθηματική απόδειξη. Κι αυτό θα είναι το ευχάριστο.
722 Δεν είναι σήμερα η αδύνατη πλευρά μας, τα άρρωστα, τα παρατεντωμένα νεύρα; Και η χολή; Είναι συσσωρευμένη μέσα τους τόση χολή και γι' αυτόν ακριβώς το λόγο μπορεί να γίνουν μερικές φορές για μας αληθινό χρυσωρυχείο - σας βεβαιώ. Τί με νοιάζει λοιπόν που τριγυρίζει ελεύθερος.
723 Να πάει στα βάθη της χώρας μας; Εκεί πέρα όμως ζουν μόνο μουζίκοι, βέροι Ρώσοι, ενώ ο φιλαράκος μας έχει τη μόρφωση των σημερινών καιρών και θα προτιμήσει να τον χώσουν φυλακή παρά να ζει ανάμεσα σε ξένους ανθρώπους σαν τους μουζίκου μας, χε! χε! χε! Όλα αυτά όμως είναι σαχλαμάρες και εκτός ουσίας.
724 Τί πάει να πεί θα το σκάσει; Είναι απλώς μια διατύπωση, η ουσία όμως βρίσκεται αλλού. Δε θα μου το σκάσει όχι μόνο γιατί δε θα 'χει πού να πάει, αλλά και για λόγους ψυχολογικούς, χε! χε! Τί ωραία έκφραση, ε; Δε θα το 'σκαγε, ακόμα κι αν είχε πού να πάει, γιατί δεν του το επιτρέπουν νόμοι φυσικοί.
725 Δεν το πιστεύετε". Ο Ρασκόλνικωφ δεν του 'δώσε καμμιά απάντηση. Στεκότανε ακίνητος, χλωμός, με τα μάτια στυλωμένα επίμονα στο πρόσωπο του Πορφυρή. "Έξοχο μάθημα", είπε μέσα του παγώνοντας. "Δεν παίζει πια όπως εχτές τη γάτα με το ποντίκι. Έχει βέβαια τον λόγο του που μου δείχνει τη δύναμη του και.
726 Προσπαθείς, απλούστατα, να με μπερδέψεις, να μ' ερεθίσεις πρόωρα και να με γραπώσεις καθώς θα βρίσκομαι σ' αυτή την κατάσταση. Γελάστηκε όμως, δε θα κάνει τίποτα. Αλλά γιατί, γιατί μου τα λέει όλα αυτά; Ποντάρει τάχα στα νεύρα μου; Όχι φιλαράκο, δε θα βγάλεις τίποτα, ό,τι κι αν μαγερέψεις.
727 Συγκέντρωσε όλες τις δυνάμεις του, έτοιμος ν' αντιμετωπίσει κάποια τρομερή και άγνωστη καταστροφή. Μερικές στιγμές, του ερχόταν να χυμήξει κατά πάνω του και να τον πνίξει αμέσως - φοβόταν πολύ ότι θα τον έπιανε αυτή η μανία απ' την πρώτη κιόλας στιγμή που μπήκε εδώ μέσα.
728 Το βλέπω, το βλέπω, Ροντιόν Ρομάνοβιτς, πως με κοροϊδεύετε γιατί, αν και πολίτης, παίρνω τα παραδειγματάκια μου απ' τη στρατιωτική ιστορία. Τί να κάνουμε όμως, είναι η αδυναμία μου, ψοφάω για πολεμικά θέματα και μου αρέσει να διαβάζω καθετί που έχει σχέση με στρατούς...
729 Και τώρα, ακούστε, να σας πω την αλήθεια, με κάθε λεπτομέρεια, γι' αυτή την ιδιάζουσα περίπτωση που λέγαμε. Η πραγματικότητα και η φύση, καλέ μου κύριε, είναι πράγματα πολύ σημαντικά και πολλές φορές συμβαίνει να μας κοψομεσιάζουν και τους πιο μελετημένους υπολογισμούς μας.
730 Σου σκαρώνει τόσες και τόσες κατεργαριές - κι άντε να τα βγάλει πέρα ύστερα ένας φουκαράς ανακριτής, που παρασέρνεται κι αυτός από τη φαντασία του συχνότατα γιατί είναι άνθρωπος κι εκείνος. Η φύση όμως ξελασπώνει τον φουκαρά τον ανακριτή - κι εδώ ακριβώς είναι η συμφορά.
731 Ας υποθέσουμε ότι ξεγλιστράει μ' ένα ψέμα - ο άνθρωπος δηλαδή που είναι η "ιδιάζουσα περίπτωση" ή "ινκόγχνιτο" - και ότι το λέει με μια πονηριά εκπληκτική, θα μπορούσε να πιστέψει κανείς ότι θα θριαμβεύσει και ότι θα χαρεί στο τέλος τους καρπούς της εξυπνάδας του, κι όμως τον βλέπεις ξαφνικά και.
732 Να ο σατανάς! Μια άλλη φορά, παρασύρεται από το σπινθηροβόλο πνεύμα του κι αρχίζει να δουλεύει τον άνθρωπο που τον υποψιάζεται, χλωμιάζει δήθεν επίτηδες, σα να το κάνει για να διασκεδάσει, αλλά το χλώμιασμά του παραείναι φυσικό, σαν να ήτανε αληθινό. Να τη κι άλλη μία υποψία.
733 Τα χείλη του έτρεμαν, τα μάτια του πετούσαν σπίθες απ' την οργή και η φωνή του, που ως εκείνη τη στιγμή ήτανε συγκρατημένη, αντήχησε τώρα δυνατά: "Δε θα το ανεχθώ", φώναξε με όλη του τη δύναμη, δίνοντας μια γροθιά στο γραφείο. "Τ' ακούτε. Πορφυρή Πετρόβιτς; Δε θα το ανεχθώ!"
734 Έτσι που πάτε, αγαπητέ μου, θα σας πιάσει πάλι εκείνη η αρρώστια", είπε κακαριστά ο Πορφυρής με προσποιητικό ενδιαφέρον, αλλά με ύφος κάπως σαστισμένο, "θεέ μου! Πώς γίνεται να προσέχετε τόσο λίγο τον εαυτό σας; Ακούστε: ο Ντμίτρι Προκόφιτς, φεύγοντας από σας, ήρθε χτες το βράδυ στο σπίτι μου.
735 Του πέρναγε το ρίγος αλλά φούντωνε όλο το κορμί του απ' τον πυρετό. Με απέραντη κατάπληξη και τεταμένη προσοχή άκουγε τον Πορφυρή που φαινόταν τρομαγμένος κι έδειχνε μεγάλο φιλικό ενδιαφέρον. Δεν πίστευε λέξη απ' αυτά που του 'λέγε, ένιωθε όμως μια παράξενη διάθεση να τα πιστέψει.
736 Αν πραγματικά είσαστε ένοχος ή οπωσδήποτε ανακατεμένος σ' αυτή την καταραμένη υπόθεση, για πείτε μου: θα λέγατε σεις ο ίδιος ότι το κάνατε αυτό έχοντας όλες σας τις αισθήσεις; Και να επιμένετε κιόλας, ναι, να επιμένετε πεισματικά! Είναι δυνατόν να κάνατε ποτέ σας τέτοιο πράγμα; Πείτε μου.
737 Και πραγματικά του 'δείξε ένα κλειδί που έβγαλε από την τσέπη του. "Λες ψέματα!", ούρλιαξε ο Ρασκόλνικωφ, μη μπορώντας πια να κρατηθεί, "λες ψέματα καταραμένε καραγκιόζη!" Και όρμησε κατά πάνω στον Πορφυρή που οπισθοχωρούσε προς την πόρτα χωρίς όμως να δείχνει κανένα φόβο.
738 Αλλά όχι! Φέρε τις αποδείξεις σου! Τα κατάλαβα όλα! Δεν έχεις αποδείξεις. Κάνεις μόνο κάτι άθλιες και ασήμαντες εικασίες, που σου υπέβαλε ο Ζαμιότοβ... Ήξερες τον χαρακτήρα μου, θέλησες να μ' εξοργίσεις πρώτα και ύστερα να μ' εξουθενώσεις με τους παπάδες και τους ψευδομάρτυρές σου.
739 Σίγουρα ούτε ο Ρασκόλνικωφ, ούτε ο Πορφυρής μπορούσαν να φαντασθούν αυτή τη λύση, με τον δρόμο που είχανε πάρει τα πράγματα. Αργότερα ο Ρασκόλνικωφ να πώς ξανάφερε στο μυαλό του αυτή τη σκηνή: Ο θόρυβος που ακούστηκε πίσω απ' την πόρτα έγινε ακόμα πιο δυνατός και ξαφνικά η πόρτα μισάνοιξε.
740 Για μια στιγμή έγινε μια αληθινή πάλη απ' έξω κι έπειτα σαν κάποιος να 'σπρώχνε μ' όλη του τη δύναμη έναν άλλον και το αποτέλεσμα ήτανε να μπει μέσα ένα άτομο πολύ χλωμό και να τραβήξει ολόισια προς το γραφείο του Πορφυρή Πετρόβιτς. Αυτός ο άνθρωπος, με την πρώτη ματιά, είχε μια όψη πολύ παράξενη.
741 Κοίταζε ολόισια μπρος του, αλλά φαινότανε σαν μη βλέπει κανέναν. Στα μάτια του έλαμπε μια αστραπή αποφασιστικότητας, αλλά ταυτόχρονα, σ' ολόκληρο το πρόσωπο του, είχε απλωθεί θανάσιμη χλωμάδα, σα να τον πήγαιναν για εκτέλεση. Τα χείλη του ήτανε κάτασπρα κι έτρεμαν ελαφρά.
742 Εκείνος που τον έσπρωξε έτσι άξαφνα μπήκε μαζί του στο γραφείο και τον άρπαξε απ' τους ώμους: Ήτανε ένας χωροφύλακας. Ο Νικολάι έκανε μιαν απότομη κίνηση κι ελευθερώθηκε ακόμα μια φορά από το πιάσιμο του. Κάτι περίεργοι μαζεύτηκαν στο κατώφλι και μερικοί απ' αυτούς προσπαθούσαν να μπουν μέσα.
743 Έκανε να του μιλήσει, αλλά απότομα σταμάτησε, τον κοίταξε κατάματα, έπειτα γύρισε το βλέμμα του στον Νικολάι, ξανακοίταξε τον Ρασκόλνικωφ, ύστερα πάλι γύρισε κατά τον Νικολάι και τέλος ρίχτηκε φρενιασμένα κατά πάνω του. "Γιατί μου λες από τώρα κιόλας πως τα είχες χαμένα". φώναξε σχεδόν με μίσος.
744 Και πιάνοντας τον απ' το μπράτσο του 'δείξε την πόρτα. "Φαίνεται πως δεν το περιμένατε αυτό", είπε ο Ρασκόλνικωφ που, φυσικά, δεν καταλάβαινε τίποτα ακόμα, αλλά είχε ξαναβρεί το θάρρος του. "Μα, ούτε και σεις θα το περιμένατε. Για ιδέστε πώς τρέμει το χέρι σας, χε! χε!"
745 Καθώς περνούσε μέσα απ' τα γραφεία ο Ρασκόλνικωφ πρόσεξε πως όλοι τον κοίταζαν καλά-καλά. Στον προθάλαμο πρόλαβε ν' αναγνωρίσει ανάμεσα στο πλήθος εκείνον του σπιτιού τους δύο θυρωρούς που τους πρότεινε να πάνε μαζί του στο τμήμα. Στέκονταν όρθιοι και φαίνονταν σα να περιμένουν κάτι.
746 Γύρισε και είδε τον ανακριτή που τον έφτασε λαχανιάζοντας. "Ακόμα μια λεξούλα, Ροντιόν Ρομάνοβιτς. Για όλα αυτά, ας γίνει ό, τι θέλει ο θεός, πάντως για τον τύπο θα έχω ακόμα μερικές ερωτήσεις να σας υποβάλω... Λοιπόν θα ξαναϊδωθούμε πάλι, οπωσδήποτε". Στάθηκε μπροστά του χαμογελαστός.
747 Δε σας ξεφεύγει τίποτα, όλα τα προσέχετε. Είστε πολύ έξυπνος, έχετε ένα πνεύμα χωροτατζίδικο και πιάνετε πάντοτε την κωμική πλευρά." χε, χε. Λεν πως ανάμεσα σ' όλους τους συγγραφείς μας, εκείνος που είχε αυτή την ικανότητα στον μεγαλύτερο βαθμό ήταν ο Γκόγκολ, ε". "Ναι, ο Γκόγκολ".
748 Ήταν τόσο κουρασμένος και τόσο εξουθενωμένος, που μόλις μπήκε μέσα, ρίχτηκε στο ντιβάνι κι έμεινε έτσι ξαπλωμένος κάμποση ώρα, προσπαθώντας να ξεκουραστεί και να βάλει σε κάποια τάξη τις σκέψεις του Ούτε καν προσπάθησε να δώσει μιαν εξήγηση στην συμπεριφορά του Νικολάι.
749 Καθόταν στο ντιβάνι του σκυφτός, με τους αγκώνες ακουμπισμένους στα γόνατα του και με το πρόσωπο σκεπασμένο ανάμεσα στα δυο του χέρια. Ένα ρίγος νευρικό διέτρεχε ακόμα όλο το κορμί του. Τελικά σηκώθηκε, πήρε το κασκέτο του και αφού σκέφτηκε για λίγο τράβηξε κατά την πόρτα.
750 Ξαφνικά ένιωσε στην καρδιά του κάτι σα χαρά. Ήθελε να πάει το γρηγορότερο στης Κατερίνας Ιβάνοβνας. Φυσικά ήτανε πολύ αργά για την κηδεία, αλλά θα πρόφταινε το δείπνο και σε λίγο θα ξανάβλεπε εκεί τη Σόνια. Κοντοστάθηκε, σκέφτηκε λίγο και φάνηκε στα χείλη του ένα θλιμμένο χαμόγελο.
751 Άρα, και ο Πορφυρής δεν είχε κανένα θετικό δεδομένο, κανένα γεγονός, έξω απ' το παραλήρημα, εκτός από κείνη την ψυχολογία που είναι όμως δίκοπο μαχαίρι. Συνεπώς, αν δεν παρουσιάζονταν τίποτ' άλλα στοιχεία (και δεν έπρεπε, δεν έπρεπε να παρουσιαστεί το παραμικρό!) τότε.
752 Ξαναγύρισα ύστερα από μια ώρα, αλλά δε με δέχτηκε. Την τρίτη φορά με παρουσίασαν μπροστά του. Του τα είπα έτσι όπως έγιναν κι αμέσως άρχισε να πηδάει στο γραφείο χτυπώντας στο στήθος του γροθιές: "Αχ, τί μου κάνατε, κακούργοι! Αν το 'ξερά θα 'στελνα αμέσως χωροφύλακες να τον πιάσουν".
753 Ύστερα βγήκε έξω τρέχοντας, φώναξε κάποιον κι άρχισε να του μιλάει σε μια γωνιά, κατόπιν ξαναγύρισε κοντά μου και μου 'κάνε διάφορες ερωτήσεις, φωνάζοντας και βρίζοντας. Το τί είπε, δε λέγεται! Εγώ του τα διηγήθηκα όλα, του είπα ότι δεν τολμήσατε χτες να μου απαντήσετε και ότι δε μ' αναγνωρίσατε.
754 Ήτανε το δεύτερο σφάλμα που έκανε χτες χωρίς να το καλοσκεφτεί, πάνω στη διαχυτικότητα και τον εκνευρισμό του. 'Έπειτα, όλο εκείνο το πρωινό σα να γινότανε επίτηδες τον βρήκανε πολλές αναποδιές, η μια πίσω από την άλλη. Ακόμα και στον Άρειο Πάγο πήγε στραβά εκείνη η υπόθεση που είχε αναλάβει.
755 Αρνήθηκαν κι αυτοί να του επιστρέψουν έστω κι ένα ρούβλι από τα λεφτά που είχε δώσει προκαταβολή για την επίπλωση, μ' όλο που ακόμα δε βρισκότανε στο διαμέρισμα του ούτε ένα κομμάτι. "Δεν είναι, βέβαια, δυνατόν να παντρευτώ μόνο και μόνο επειδή αγόρασα έπιπλα", έλεγε μέσα του τρίζοντας τα δόντια.
756 Πόνεσε πολύ εκείνη τη στιγμή και, φυσικά, αν ήτανε στο χέρι του να σκοτώσει αμέσως τον Ρασκόλνικωφ κάνοντας μονάχα μια ευχή, θα την έκανε δίχως να διστάσει καθόλου. "Ένα άλλο σφάλμα μου ήτανε που δεν τους έδωσα λεφτά", σκεφτότανε μελαγχολικά, καθώς γύριζε στο δωμάτιο του Λεμπεζιάτνικωφ.
757 Γιατί μαζί με τ' άλλα, είχε μάθει πως ανάμεσα στους καλεσμένους, θα βρισκότανε και ο Ρασκόλνικωφ. Εκείνη την ημέρα ο Αντρέι Σεμιόνοβιτς Λεμπεζιάντνικωφ είχε μείνει στην κάμαρα του για κάποιο λόγο. Οι σχέσεις του Πιότρ Πετρόβιτς μαζί του ήτανε περίεργες, αλλά και αρκετά φυσικές.
758 Τότε που βρισκότανε ακόμα στην επαρχία, είχε ακούσει να λένε ότι ο άλλοτε προστατευόμενος του Αντρέι Σεμιόνοβιτς ήτανε ένας από τους πιο προχωρημένους προοδευτικούς και ότι έπαιζε σπουδαίο ρόλο σε κάτι περίεργους κύκλους που είχανε αποχτήσει μεγάλη φήμη. Αυτό το πράγμα του έκανε τρομερή εντύπωση.
759 Πριν από μερικά χρόνια, στην επαρχία, όταν ακόμα βρισκότανε στην αρχή της καριέρας του, του παρουσιάστηκαν δυο περισώσεις όπου δυο σπουδαία πρόσωπα - που τον είχανε τότε υπό την προστασία τους και ήτανε αγκιστρωμένος επάνω τους-δοκιμάστηκαν πολύ σκληρά μ' αυτές τις καταγγελίες.
760 Για την περίπτωση αυτή υπολόγιζε πολύ στον Αντρέι Σεμιόνοβιτς και όταν πήγε να ιδεί τον Ρασκόλνικωφ είχε μάθει κιόλας κουτσά-στραβά να στρώνει ορισμένες φράσεις που είχε ακούσει από άλλους. Φυσικά, πολύ γρήγορα, άρχισε να βλέπει τον Αντρέι Σεμιόνοβιτς σαν άνθρωπο εξαιρετικά κοινό και ανόητο.
761 Γενικά, ακόμα κι αν βεβαιωνότανε ότι όλοι οι προοδευτικοί ήτανε το ίδιο βλάκες, σαν τον Αντρέι Σεμιόνοβιτς, δε θα σταματούσαν οι ανησυχίες του. Δεν έδινε δεκάρα βέβαια για όλες αυτές τις θεωρίες, τις ιδέες και τα συστήματα με τα οποία του είχε πρήξει το συκώτι ο Αντρέι Σεμιόνοβιτς.
762 Επί πλέον, είχε διαρκώς σχεδόν πονόματο. Δούλευε σε κάποιο γραφείο. Ήτανε μαλακός σαν χαρακτήρας, μιλούσε όμως πάντοτε με μια οίηση που έφτανε πολλές φορές ως την προκλητικότητα, πράγμα που ερχότανε σ' αντίθεση με την καχεκτική του εμφάνιση και τον έκανε να φαίνεται γελοίος.
763 Τι αποκαλύψεις πια να κάνει τέτοιο ανθρωπάκι! Μια που το 'φέρε η κουβέντα θα σημειώσουμε ακόμα πως ο Πιότρ Πετρόβιτς άκουγε μ' ευχαρίστηση τα παινέματα που του 'κάνε ο Αντρέι Σεμιόνοβιτς σ' αυτές τις δέκα μέρες, στην αρχή προπάντων, παρ' όλο που μερικές φορές ήτανε αρκετά παράξενα.
764 Ο Αντρέι Σεμιόνοβιτς, που ποτέ του σχεδόν δεν είχε λεφτά, πηγαινοερχότανε στο δωμάτιο κι έκανε πως κοιτάζει με αδιαφορία και μάλιστα με περιφρόνηση τις δεσμίδες. Ο Πιότρ Πετρόβιτς αντίθετα δεν πίστευε καθόλου πως ο Αντρέι Σεμιόνοβιτς μπορούσε να βλέπει τα λεφτά αυτά με αδιαφορία.
765 Όλα αυτά είναι κουτσομπολιά! Απλώς, αμύνθηκα. Εκείνη μου ρίχτηκε πρώτη να με ξεσχίσει με τα νύχια της. Νομίζω πως έχει ο άνδρας το δικαίωμα να υπερασπίσει τον εαυτό του... Εξ άλλου για λόγους αρχής, δεν επιτρέπω σε κανένα να χρησιμοποιεί εναντίον μου βία, γιατί κάτι τέτοιο είναι δεσποτισμός σχεδόν.
766 Όλο μπερδεύομαι μαζί σου... Δεν πάω στο τραπέζι της παρηγοριάς, όχι γιατί έγινε εκείνο το επεισόδιο αλλά μόνο και μόνο για λόγους αρχής, για να μην πάρω μέρος σ' αυτή την αηδιαστική πρόληψη του τραπεζιού της παρηγοριάς, θα μπορούσα όμως και να πάω έτσι, για να σπάσω πλάκα.
767 Δυστυχώς όμως δεν θα υπάρχουνε παπάδες. Αν ήτανε και παπάδες, σίγουρα θα πήγαινα". "Δηλαδή θα πήγαινες να ξενοφάς κι ύστερα θα 'φτυνες στα φαγιά τους και σ' αυτούς ακόμα που σε κάλεσαν". "Δεν είναι φτύσιμο αλλά απλή διαμαρτυρία, θα πήγαινα με τον σκοπό να κάνω μια ωφέλιμη πράξη.
768 Κι απ' αυτόν τον σπόρο, να ξετρυπώσει ένα γεγονός. Πού την βλέπεις την προσβολή; Στην αρχή, μπορεί βέβαια να προσβληθούν, ύστερα όμως θα το καταλάβουν και μόνοι τους ότι τους έκανα καλό. Το ίδιο έγινε και με την Τερέμπιοβα (που προσχώρησε τώρα στην "κομούνα"), όταν παράτησε την οικογένεια της και.
769 Την κατηγόρησαν ότι έγραψε στον πατέρα και στη μητέρα της πως δεν ήθελε να ζει πια με τις προλήψεις και θα έκανε γάμο ελεύθερο. Ήτανε πολύ χοντρό, λένε, έπρεπε να τους λυπηθεί και να τους το γράψει πιο ήπια. Για μένα όλα αυτά είναι βλακείες, δεν υπάρχει λόγος να στεκόμαστε σε τύπους.
770 Δε θα σου συχωρέσω ποτέ ότι με εξαπάτησες κρύβοντας μου ότι μπορεί να οργανωθεί και διαφορετικά η κοινωνία με τις κομούνες. Το 'μαθα τώρα τελευταία από έναν μεγαλόκαρδο άνθρωπο. Του δόθηκα και θα ιδρύσω μαζί του μία κομούνα Σου το λέω ανοιχτά γιατί πιστεύω ότι θα 'τανε ανέντιμο να σε απατώ.
771 Στη σημερινή κοινωνία, η κατάσταση αυτή δεν είναι καθόλου φυσιολογική, αφού υπαγορεύεται απ' την ανάγκη, στη μελλοντική κοινωνία όμως θα είναι ολότελα φυσιολογική αφού θα είναι μια κατάσταση που θα τη διαλέγει ελεύθερα η γυναίκα... Αλλά και τώρα είχε κάθε δικαίωμα να το κάνει.
772 Υπέφερε οικονομικά κι αυτό ήτανε το μοναδικό της κεφάλαιο, να πούμε, που είχε κάθε δικαίωμα να το διαθέσει όπως ήθελε. Φυσικά, στη μελλοντική κοινωνία τα κάθε είδους κεφάλαια δεν θα έχουν λόγο να υπάρχουν, ο ρόλος όμως της κοινής γυναίκας θα πάρει διαφορετική μορφή και θα ρυθμιστεί ορθολογιστικά.
773 Η Κατερίνα Ιβάνοβνα τα διέδωσε αυτά γιατί δεν κατάλαβε τίποτα. Εγώ δεν το 'βαλα ποτέ στον νου μου να πιάσω σχέσεις με τη Σόνια Σεμιόνοβα. Απλώς φρόντιζα για την ιδεολογική της μόρφωση, χωρίς κανένα απολύτως συμφέρον, προσπαθώντας να ξυπνήσω μέσα της το πνεύμα της διαμαρτυρίας.
774 Μόνο τη διαμαρτυρία της ήθελα, τίποτα πάρα πάνω. Και το κατάλαβε από μόνη της ότι δεν μπορούσε πια να μένει εδώ, σ' αυτή την πανσιόν". "Μήπως την κάλεσες να προσχωρήσει κι αυτή στην κομούνα". "Εσύ όλο κοροϊδεύεις και θα μου επιτρέψεις να σου πω ότι δεν τα καταφέρνεις καθόλου καλά.
775 Εμείς έχουμε προχωρήσει ακόμα πιο πολύ και αρνιόμαστε πολύ περισσότερα πράγματα. Αν σηκωνότανε από τον τάφο του ο Ντομπρολιούμποβ θα είχαμε να πούμε πάρα πολλά μαζί του. Όσο για τον Μπιελίνσκυ, θα στον έκανα με τα κρεμμυδάκια. Στο μεταξύ, εξακολουθώ να μορφώνω ιδεολογικά τη Σόνια Σεμιόνοβνα.
776 Τί ακατατόπιστος που είσαι ακόμα! Εμείς αγωνιζόμαστε για την ελευθερία της γυναίκας και συ έχεις στον νου σου μόνο... Αφήνοντας κατά μέρος το ζήτημα της γυναικείας αγνότητας, πράγμα καθ' εαυτό άχρηστο και μάλιστα παράλογο, καταλαβαίνω απόλυτα την επιφυλαχτικότητα που δείχνει απέναντι' μου.
777 Βέβαια, αν μου 'λέγε: "θέλω να γίνεις δικός μου", θα το 'βλεπα σα μεγάλη μου επιτυχία, αφού μάλιστα η κοπέλα αυτή μου αρέσει πολύ. Τώρα όμως, τώρα τουλάχιστον, σίγουρα κανένας δεν της φέρνεται με τόση ευγένεια και τόσον σεβασμό, κανένας δεν εκτίμησε περισσότερο από μένα τα προσόντα της.
778 Περιμένω και ελπίζω αυτό είναι όλο!" "Κάνε της καλύτερα κανένα δωράκι. Στοιχηματίζω πως δεν το σκέφτηκες ακόμα". "Δεν καταλαβαίνεις τίποτα απ' αυτά, στο είπα και πάλι. Βέβαια, τέτοια είναι η δουλειά της, υπάρχει όμως κι ένα άλλο ζήτημα, τελείως διαφορετικό. Εσύ απλώς την περιφρονείς.
779 Στέκεσαι σ' ένα γεγονός που, κατά την εσφαλμένη αντίληψη σου, είναι αξιοπεριφρόνητο και αρνιέσαι να φερθείς ανθρωπινά σ' ένα ανθρώπινο πλάσμα. Ένα μονάχα με λυπεί εμένα: Εδώ και λίγον καιρό έπαψε ολότελα να διαβάζει και δε μου ζητάει πια δανεικά βιβλία. Άλλοτε της δάνειζα.
780 Όλο αυτές τις καταραμένες "ανάγκες" έχεις στο μυαλό σου", φώναξε με κακία. "Φτου! Τα βάζω τώρα με τον εαυτό μου κι έχω πικρά μετανιώσει που σου μίλησα πρόωρα γι' αυτές τις καταραμένες ανάγκες! Να πάρει ο διάβολος! Για όλους που είναι σαν κι εσένα, έχουν γίνει πια πέτρα σκανδάλου.
781 Το θέμα των βόθρων, παρά την καινοτομία του, υπήρξε πολλές φορές αιτία διαφωνιών του Πιότρ Πετρόβιτς με τον νεαρό του φίλο. Η ανοησία του Αντρέι Σεμιόνοβιτς βρισκότανε στο ότι θύμωνε στ' αλήθεια, ενώ ο Λούζιν έσπαζε απλώς πλάκα. Και τούτη τη στιγμή, είχε πολύ μεγάλη όρεξη να τον κουρντίσει.
782 Σκοπεύω να φύγω σήμερα ή αύριο και θα ήθελα να της πω κάτι... Εξ άλλου, μπορείς να παρακολουθήσεις και συ την κουβέντα μας και μάλιστα θα είναι καλύτερα να την παρακολουθήσεις. Γιατί αλλιώς, ένας θεός ξέρει τί μπορεί να βάλεις με τον νου σου". "Δε θα έβαζα τίποτα με τον νου μου.
783 Ο Πιότρ Πετρόβιτς τη δέχτηκε "με καλοσύνη και ευγένεια", ταυτόχρονα όμως και με κάποια πρόσχαρη οικειότητα που, κατά την αντίληψη του, ταίριαζε πολύ σ' έναν τόσο σοβαρό και αξιοσέβαστο κύριο, σαν κι αυτόν, τη στιγμή που μίλησε μ' ένα πλάσμα τόσο νεανικό και, από μια ορισμένη άποψη, τόσο ενδιαφέρον.
784 Η Σόνια κάθισε, έριξε τριγύρω της μια ματιά, κοίταξε τον Λεμπεζιάντνικωφ, τα λεφτά πάνω στο τραπέζι, ύστερα πάλι τον Πιότρ Πετρόβιτς Απ' αυτή τη στιγμή, δεν πήρε πια τα μάτια της από πάνω του, λες και κάτι την τραβούσε σ' αυτόν. Ο Λεμπεζιάντνικωφ προχώρησε κατά την πόρτα.
785 Εκεί είναι. Τον είδα τώρα που έμπαινε... Γιατί". "Τότε, σε παρακαλώ πολύ να μείνεις μαζί μας και να μη μ' αφήσεις μόνο μου μ' αυτή τη νέα. Δεν είναι τίποτα σπουδαίο κι ένας θεός ξέρει τί συμπεράσματα μπορεί να 'βγαιναν απ' αυτό. Δε θέλω να πάει ο Ρασκόλνικωφ και να τους πει.
786 Μου φαίνεται πως όλη αυτή η πάμφτωχη οικογένεια, μόνο από σας θα κρέμεται πια". "Με συγχωρείτε", είπε ξαφνικά η Σόνια, ενώ σηκωνότανε όρθια, "τί ακριβώς της είπατε χτες για τη σύνταξη; Γιατί μου είπε χτες πως θα κάνετε τις σχετικές ενέργειες για να της βγάλετε μια σύνταξη.
787 Νομίζω όμως ότι ο πατέρας σας, όχι μονάχα τ' απαιτούμενα χρόνια υπηρεσίας δεν είχε συμπληρώσει, αλλά ούτε καν βρισκόταν εν υπηρεσία όταν πέθανε. Μ' ένα λόγο μπορεί να υπάρχει κάποια ελπίδα, πολύ μικρή όμως, γιατί στην πραγματικότητα δεν δικαιούται ενισχύσεως, αντιθέτως μάλιστα.
788 Αλλά... υπάρχει κι ένα ζήτημα που πρέπει να το θίξουμε από τώρα. Γι' αυτό ακριβώς έλαβα το θάρρος να σας ενοχλήσω, Σοφία Σεμιόνοβνα, προσκαλώντας σας να 'ρθείτε εδώ. Έχω τη γνώμη ότι τα λεφτά αυτά δεν πρέπει να πάνε στα χέρια της Κατερίνας Ιβάνοβνα. θα ήτανε επικίνδυνο κάτι τέτοιο.
789 Αύριο όλα αυτά θα πέσουν στην πλάτη σας, γιατί δε θα 'χουνε ξανά ούτε το καθημερινό τους. Κι αυτό είναι παράλογο. Έτσι ο έρανος πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να γίνει με τέτοιο τρόπο, ώστε η δύστυχη χήρα να μην ιδεί καθόλου στα χέρια της τα λεφτά, που θα τα διαχειριζόσαστε αποκλειστικά εσείς.
790 Περί τίνων κεράτων πρόκειται; Και γιατί μιλάμε για κέρατα; Στην ελεύθερη ένωση δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα. Τα κέρατα είναι φυσική συνέπεια του γάμου. Είναι, να πούμε, το μέσον που επανορθώνει το λάθος του γάμου. Είναι, μια διαμαρτυρία. Απ' αυτή την άποψη δεν έχει τίποτα το ταπεινωτικό.
791 Γελάς; Γελάς γιατί δεν έχεις τη δύναμη να ξεπεράσεις τις προλήψεις. Καταλαβαίνω πολύ καλά, που να με πάρει ο διάβολος, πόσο δυσάρεστο είναι να σε κερατώνει η γυναίκα σου στον νόμιμο γάμο, αλλά αυτό είναι μια αισχρή συνέπεια ενός αισχρού δεσμού που εξευτελίζει και τον άντρα και τη γυναίκα.
792 Ο διάβολος να με πάρει, σκέφτομαι όμως καμμιά φορά πως αν παντρευόμουνα (ελεύθερα ή νόμιμα αδιάφορο), θα έφερνα εγώ ο ίδιος στη γυναίκα μου έναν εραστή, εφόσον θ' αργούσε να τον βρεί μόνη της. "Αγάπη μου, θα της έλεγα, σ' αγαπώ βέβαια, αλλά θέλω να μ' εκτιμάς κιόλας, επιμένω σ' αυτό".
793 Τον άκουγε αφηρημένα. Ήτανε ολοφάνερο πως τον απασχολούσε κάτι άλλο, πράγμα που το είδε στο τέλος κι ο Λεμπεζιάτνικωφ. Ο Πιότρ Πετρόβιτς ήταν μάλιστα ταραγμένος, έτριβε τα χέρια του, βυθιζότανε σε σκέψεις. Όλα αυτά τα θυμήθηκε αργότερα ο Αντρέι Σεμιόνοβιτς, ξαναφέρνοντας τα στο μυαλό του.
794 Θα ήτανε δύσκολο να πει κανείς πώς ακριβώς σφηνώθηκε στο σαλεμένο μυαλό της Κατερίνας Ιβάνοβνα αυτή η περίεργη ιδέα για το τραπέζι της παρηγοριάς. Γιατί χρειάστηκε να ξοδέψει γι' αυτό δέκα ρούβλια και περισσότερο, απ' τα είκοσι που της είχε δώσει ο Ρασκόλνικωφ για την κηδεία του Μαρμελάντωφ.
795 Κάτι τέτοια κύματα εγωισμού και ματαιοδοξίας κατακλύζουν πολλές φορές και τους φτωχότερους ακόμα ανθρώπους, και τους πιο παραγκωνισμένους. Και κάποτε οι υπερβολές αυτές μεταμορφώνονται σε ανάγκες επιτακτικές. Εξ άλλου, η Κατερίνα Ιβάνοβνα δεν ήτανε καθόλου απ' τους ανθρώπους που το βάζουν κάτω.
796 Όσο για φαγητά, εκτός απ' τα καθιερωμένα κόλλυβα από ρύζι και σταφίδες, υπήρχανε δυο - τρία ακόμα κι ανάμεσα σ' αυτά ήτανε και τηγανίτες-όλα μαγειρεμένα στην κουζίνα της Αμαλίας Ιβάνοβνα. Επί πλέον υπήρχαν και δυο σαμοβάρια για όσους ήθελαν να πιουν τσάι και ποντς μετά το φαγητό.
797 Προσφέρθηκε από την πρώτη κιόλας στιγμή να βοηθήσει την Κατερίνα Ιβάνοβνα κι έτρεχε ασταμάτητα όλη τη χτεσινή ημέρα κι όλο το πρωινό σήμερα, με το κεφάλι του σκυφτό και με τη γλώσσα κρεμασμένη έξω. Θα 'λεγε μάλιστα κανείς ότι φρόντιζε να τον προσέξουν όλοι ότι του είχε βγει' η γλώσσα.
798 Πραγματικά, όλα ετοιμάστηκαν όσο καλύτερα γινότανε: Το τραπέζι στρώθηκε αρκετά καθαρά. Πιάτα, πιρούνια, μαχαίρια, ποτήρια, ρακοπότηρα και φλιτζάνια ήτανε, φυσικά, ετερόκλιτα και διαφόρων τύπων, γιατί τα δανείστηκαν από πολλούς νοικάρηδες, βρίσκονταν όμως όλα την ορισμένη ώρα στη θέση τους.
799 Έτσι περιορίστηκε μόνο στο να της δείξει μια ψυχρότητα. Ένα άλλο δυσάρεστο επεισόδιο μεγάλωσε ακόμα περισσότερο τη δυσαρέσκεια της. Απ' όλους τους νοικάρηδες που ήτανε καλεσμένοι κανένας δε συνόδεψε την εκφορά, εκτός από τον Πολωνό, που τα κατάφερε να 'ρθεί και στο νεκροταφείο.
800 Αντίθετα, στις παρηγοριές, σα να λέμε στους μεζέδες, πλάκωσαν οι πιο φτωχοί και οι πιο ασήμαντοι από δαύτους, μερικοί μάλιστα φορώντας τα καθημερινά τους - με δυο λόγια όλη η κουρελαρία. Οι σοβαρότεροι νοικάρηδες, που είχανε μια καλύτερη κοινωνική θέση, απουσίαζαν όλοι τους σα να 'τανε συνεννοημένοι.
801 Με την ευκαιρία θα σημειώσουμε πως όταν η Κατερίνα Ιβάνοβνα παινευόταν για την περιουσία ή για τις μεγάλες γνωριμίες κάποιου, το 'κάνε πάντοτε χωρίς να 'χει το παραμικρό συμφέρον και δίχως κανέναν υπολογισμό, αλλά μόνον παινεύοντας κάποιον και για να δώσει ακόμα μεγαλύτερη αξία σ' αυτόν που παίνευε.
802 Τί νόμιζε λοιπόν πως είναι και η αφεντιά του; Τον κάλεσε για ψυχικό και γιατί έμενε στο ίδιο δωμάτιο με τον Πιότρ Πετρόβιτς - ήτανε φίλοι, βλέπεις, και δεν μπορούσαμε να μην τον καλέσουμε κι αυτόν. Δεν ήρθε επίσης και κάποια κυρία "του κόσμου", μαζί με την "γεροντοκοριασμένη" θυγατέρα της.
803 Λογάριαζε να τους το εξηγήσει αυτό το πράγμα στο τραπέζι και να τους μιλήσει για τον μπαμπά της τον κυβερνήτη. Ταυτόχρονα θα έβρισκε τον τρόπο να τους πεί πως δεν υπήρχε λόγος να γυρίζουν αλλού το κεφάλι τους όταν τη βλέπουν και πως δεν υπήρχε μεγαλύτερη βλακεία απ' αυτό.
804 Η απρέπεια όμως αυτουνού ξεπερνούσε τα όρια και η Αμαλία Ιβάνοβνα με τον Πολωνό τα κατάφεραν, ύστερα από πολλές προσπάθειες, να τον διώξουν. Εξ άλλου ο Πολωνός είχε κουβαλήσει μαζί του και δυο συμπατριώτες του που δεν είχανε μείνει ποτέ στης Αμαλίας Ιβάνοβνα, ούτε και τους ήξερε κανείς στο σπίτι.
805 Η Πολιά, σα μεγαλύτερο, ανάλαβε να τα προσέχει, να τους δώσει να φάνε και να τους σκουπίζει τη μύτη, όπως γίνεται με τα παιδιά που είναι από "καθώς πρέπει σπίτια". Η Κατερίνα Ιβάνοβνα αναγκάστηκε μ' ένα λόγο να τους δεχθεί όλους με διπλασιασμένη ακαταδεξία και ψυχρότητα.
806 Καταλαβαίνει πως μιλάμε γι' αυτήν και γούρλωσε τα μάτια, δε μπορεί ν' ακούσει όμως και κοντεύουνε να πεταχτούνε τα μάτια της έξω η παλιοκουκουβάγια! Χα, χα, χα! Γκουχ, γκουχ, γκουχ! Το προσέξατε; θέλει να πιστέψουν όλοι ότι με προστατεύει και ότι μου κάνει μεγάλη τιμή που βρίσκεται στο τραπέζι.
807 Κοιτάξτε, κοιτάξτε αυτόν εκεί τον άπλυτο μια μύξα πάνω σε δυο πόδια! Αμ εκείνοι οι βρωμο-Πολωνέζοι! Χα, χα, χα' Γκουχ, γκουχ, γκουχ! Δεν τους έχει ξαναιδεί κανένας εδώ μέσα, ούτε και γω ξέρω. Γιατί ήρθανε, μου λέτε σας παρακαλώ; Μου στρογγυλοκάθισαν ο ένας δίπλα στον άλλο.
808 Ή μήπως προτιμάτε βότκα; Κοιτάξτε τον! Πετάχτηκε όρθιος και κάνει τεμενάδες! Κοιτάξτε τους, κοιτάξτε τους! Έχουν λυσσάξει φαίνεται στην πείνα. Χαλάλι τους, ας φάνε. Δεν κάνουνε τουλάχιστον φασαρία, μόνο... φοβάμαι είναι αλήθεια για τ' ασημένια κουτάλια της σπιτονοικοκυράς!
809 Μα, πού ήσουνα, Σόνια; Παράξενο! Να μην έρχεσαι στην ώρα σου ακόμα και στην κηδεία του πατέρα σου; Ροντιόν Ρομάνοβιτς, κάντε της λίγο τόπο να καθίσει δίπλα σας. Να η θέση σου, Σόνια, κάθισε, πάρε ό,τι θέλεις. Πάρε λίγη πηχτή, είναι πρώτης τάξεως. Σε λίγο θα σου φέρουνε και τηγανίτες.
810 Η Σόνια, έσπευσε να της μεταφέρει αμέσως τη συγνώμη που της ζήτησε ο Πιότρ Πετρόβιτς, φροντίζοντας να μιλάει δυνατά για να την ακούσουν όλοι οι καλεσμένοι, χρησιμοποίησε μάλιστα τις πιο ευγενικές φράσεις που μπορεί κανείς για να εκφράσει τον σεβασμό του, τάχα πως της τα είπε έτσι ο Πιότρ Πετρόβιτς.
811 Όλη την άλλη ώρα όμως, απέφευγε να τον κοιτάζει και να μιλάει μαζί του. Φαινόταν μάλιστα αφηρημένη, παρ' όλο που κοίταζε κατάματα την Κατερίνα Ιβάνοβνα προσπαθώντας να προλαβαίνει όλες τις επιθυμίες της. Ούτε εκείνη, ούτε η Κατερίνα Ιβάνοβνα φορούσαν ρούχα πένθους γιατί δεν είχανε.
812 Είχε τόσο καλή ψυχή! Πόσο τον λυπόμουνα μερικές φορές! Τύχαινε να κάθεται σε μια άκρη και να με κοιτάζει από κει, να με κοιτάζει. Ράγιζε τότε η καρδιά μου να τον βλέπω, ήθελα να του 'λεγα μια τρυφερή κουβέντα αλλά έλεγα από μέσα μου: "Αν δείξεις πως συγκινήθηκες, θα πάει να ξαναμεθύσει".
813 Μόνο με την αυστηρότητα μπορούσα να τον συγκρατήσω λίγο". "Ναι, τον τραβάγατε όμως κι από τα τσουλούφια. Έγινε κάμποσες φορές αυτό", είπε ο πρώην αξιωματικός, κοπανώντας άλλο ένα ποτήρι. "Μερικούς ηλίθιους πρέπει όχι μονάχα να τους δέρνεις αλλά και να τους πετάς έξω με το σκουπόξυλο.
814 Ο Ρασκόλνικωφ άκουγε αμίλητα και με κάποια αηδία. Έκανε πως τρώει, έτσι από ευγένεια, αλλά μόλις που άγγιζε τα φαγητά που στοίβαζε αδιάκοπα στο πιάτο του η Κατερίνα Ιβάνοβνα. Φοβότανε μην την προσβάλει. Τα μάτια του έμεναν καρφωμένα στη Σόνια που γινότανε όλο και πιο ανήσυχη.
815 Προ-αισθανότανε κι αυτή πως το τραπέζι δε θα τέλειωνε καλά και παρακολουθούσε με φόβο την οργή της Κατερίνας Ιβάνοβνα που όσο πήγαινε και μεγάλωνε. Ανάμεσα στ' άλλα ήξερε πως ο κυριότερος λόγος που αρνήθηκαν με τόση περιφρόνηση εκείνες οι ξένες την πρόσκληση ήτανε αυτή η ίδια η Σόνια.
816 Τότε κάποιος, σα να το 'κάνε επίτηδες, έστειλε στη Σόνια απ' την άλλη άκρη του τραπεζιού ένα πιάτο όπου είχε φτιάξει από ψίχα ψωμιού δυο καρδιές τρυπημένες με βέλος. Η Κατερίνα Ιβάνοβνα αναψοκοκκίνισε και φώναξε αμέσως ότι αυτός που το 'κάνε ήτανε ένα "μεθυσμένο γαϊδούρι".
817 Να, εκείνος εκεί ο μπεκρούλιακας της επιμελητείας είναι κατά τη γνώμη μου πολύ πιο έξυπνος από δαύτη. Βλέπεις αμέσως πως έχεις να κάνεις μ' έναν κρασοπατέρα που άφησε και το τελευταίο κουκούτσι του μυαλού του στον πάτο του ποτηριού, ενώ οι άλλοι μου έχουν πάρει το σοβαρό τους.
818 Η Σόνια έγινε κατακόκκινη και τότε η Κατερίνα Ιβάνοβνα ξέσπασε ξαφνικά σε κλάματα λέγοντας πως ήτανε κι αυτή "μια δυστυχισμένη ανόητη, με νεύρα σπασμένα", ότι συγκινήθηκε πολύ και ότι καιρός, πια είναι να τελειώσει αυτή η ιστορία, αφού τέλειωσαν τα φαγητά - μπορούσαν να σερβίρουν το τσάι.
819 Πάνω σ' αυτό η Αμαλία Ιβάνοβνα, έξω φρενών απ' το θυμό, έδωσε μια γροθιά στο τραπέζι και φώναξε ότι τ' όνομα της ήτανε Αμαλία Ιβάνοβνα και όχι Λουντβίγκοβνα, ότι τον πατέρα της τον έλεγαν Γιόχαν και ήτανε δήμαρχος, ενώ ο πατέρας της Κατερίνας Ιβάνοβνα δεν υπήρξε ποτέ δήμαρχος.
820 Η Σόνια ήταν έτοιμη να πεταχτεί για να συγκρατήσει την Κατερίνα Ιβάνοβνα, επειδή όμως η Αμαλία Ιβάνοβνα κάτι είπε για τις "δηλωμένες", η Κατερίνα Ιβάνοβνα έσπρωξε πέρα τη Σόνια και ρίχτηκε αμέσως πάνω στη σπιτονοικοκυρά για να πραγματοποιήσει την απειλή της σχετικά με το σκουφί.
821 Δεν μπήκε μέσα. Στάθηκε και κείνος κι άκουγε πολλή ώρα με περιέργεια, με κατάπληξη σχεδόν, και φαινότανε σα να μην καταλάβαινε τι συμβαίνει. "Με συγχωρείτε, σας ενοχλώ βέβαια, αλλά πρόκειται για κάτι πολύ σοβαρό", είπε ο Πιότρ Πετρόβιτς κατά τρόπο γενικό και χωρίς ν' απευθύνεται σε κανέναν.
822 Απόλυτη σιγή απλώθηκε στην κάμαρα. Ακόμα και τα παιδιά που έκλαιγαν σώπασαν. Η Σόνια στεκότανε όρθια και τον κοίταζε ακόμα δίχως να μπορεί ν' απαντήσει. Φαινότανε σα να μην καταλαβαίνει. Πέρασαν έτσι μερικές στιγμές. "Λοιπόν; Τί λέτε". ρώτησε ο Πιότρ Πετρόβιτς κοιτάζοντας την επίμονα.
823 Είμαι απολύτως βέβαιος, βλέπετε. Αν δεν ήμουνα, επειδή συμβαίνει να διαθέτω μεγάλη πείρα, δε θα διακινδύνευα βέβαια να διατυπώνω άμεσα εναντίον σας μια τέτοια κατηγορία μπροστά σε κόσμο μάλιστα γιατί αυτό δημιουργεί ευθύνες, αν η κατηγορία είναι ψευδής. Το γνωρίζω αυτό.
824 Έμεναν πάνω στο τραπέζι περί τα πεντακόσια ρούβλια σε χαρτονομίσματα, ανάμεσα στα οποία υπήρχαν και τρία των εκατό ρουβλίων το καθένα. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή μπήκατε μέσα (ύστερα, από δική μου πρόσκληση) και όση ώρα μείνατε στο δωμάτιο μου, φαινόσασταν εξαιρετικά ταραγμένη.
825 Και τώρα, κρίνετε μόνη σας: Να υποπτευθώ τον Αντρέι Σεμιόνοβιτς δεν μπορώ - θα κοκκίνιζα και μόνο να μου πέρναγε απ' το μυαλό αυτή η σκέψη. Εξ άλλου, δεν ήτανε δυνατόν να έχω κάνει λάθος στους λογαριασμούς μου, αφού ένα λεπτό προτού να 'ρθείτε εσείς είχα μετρήσει τα χαρτονομίσματα και ήτανε σωστά.
826 Τράβηξε ένα μαντήλι από την τσέπη της, βρήκε τον κόμπο που είχε δέσει, τον έλυσε, έβγαλε το χαρτονόμισμα των δέκα ρουβλίων και του το 'δώσε. "Ώστε δεν το παραδεχόσαστε ακόμα για τα εκατό ρούβλια, ε". είπε ο Λούζιν απειλητικά, χωρίς να πάρει το χαρτονόμισμα. Η Σόνια κοίταξε τριγύρω της.
827 Δεν έφυγε καθόλου από δω μέσα απ' τη στιγμή που ήρθε στο δωμάτιο σου, χοντράνθρωπε, και όλη την ώρα καθότανε δίπλα στον Ροντιόν Ρομάνοβιτς! Ψάξ 'τη! Αφού δεν πήγε πουθενά, θα πρέπει να 'χει τα λεφτά σου επάνω της. Ψάξε λοιπόν, ψάξε, ψάξε! Αν όμως δε βρείς τίποτα, θα 'χεις να δώσεις λόγο.
828 Κι άξαφνα, απ' τη δεύτερη τσέπη, πετάχτηκε ένα χαρτί που έκανε ένα ημικύκλιο στον αέρα και έπεσε μπροστά στα πόδια του Λούζιν. Το είδανε όλοι και πολλοί απ' αυτούς άφησαν ένα ξεφωνητό. Ο Πιότρ Πετρόβιτς έσκυψε, το πήρε από κάτω με τα δυο του δάχτυλα και το ξεδίπλωσε μπροστά σε όλους.
829 Κανείς δεν θα τολμήσει να ισχυρισθεί ότι το γνωρίζατε ούτε να σας κατηγορήσει σα συνένοχο, δεδομένου ότι σεις η ίδια προσφερθήκατε να της αναποδογυρίσετε τις τσέπες. Είμαι προθυμότατος να φανώ επιεικής αν πράγματι η μεγάλη φτώχεια εξώθησε τη Σοφία Σεμιόνοβνα εις αυτήν την πράξιν.
830 Το βλέμμα του Ρασκόλνικωφ πέταγε φωτιές και φαινότανε έτοιμο να τον κατακεραυνώσει. Στο μεταξύ η Κατερίνα Ιβάνοβνα, σα να μην είχε ακούσει τίποτα, έσφιγγε τη Σόνια στην αγκαλιά της και τη φίλαγε σαν τρελλή. Το ίδιο έκαναν και τα μικρά. 'Άπλωναν απ' όλες τις μεριές τα χεράκια τους κατά τη Σόνια.
831 Τ' άκουσα όλα και καθόμουν και τ' άκουγα επίτηδες γιατί ομολογώ ότι ακόμα και τώρα δεν το χωράει το μυαλό μου. Γιατί λοιπόν τα έκανες αυτά; Δεν καταλαβαίνω". "Τί έκανα; θα πάψεις τέλος πάντων να μιλάς με βλακώδη αινίγματα; Ή μήπως είσαι μεθυσμένος". "Εσύ θα είσαι μεθυσμένος, πρόστυχε άνθρωπε.
832 Ήθελα να τη φωνάξω και να της το πω ότι της έβαλες αυτά τα εκατό ρούβλια στην τσέπη. Καθώς ερχόμουνα, πέρασα απ' τις κυρίες Κομπυλιάτνικοβ για να τους δώσω το βιβλίο "Γενική άποψις της θετικής μεθόδου" και να τους συστήσω να προσέξουν ιδιαίτερα το άρθρο του Πιντερίτ (και του Βάγκνερ επίσης).
833 Δε μπορούσε, αλίμονο, να εκφρασθεί καλά ούτε και στα ρούσικα ακόμα (χωρίς να ξέρει βέβαια και καμμιά άλλη γλώσσα) κι έτσι φαινότανε σα να εξαντλήθηκε ολότελα, σα ν' άδειασε και ν' αδυνάτισε ακόμα, ύστερα από τούτο το ρητορικό κατόρθωμα. Η παρέμβαση του ωστόσο προκάλεσε πολύ μεγάλη εντύπωση.
834 Φαινότανε ήρεμος και γεμάτος σιγουριά. Με την πρώτη κιόλας ματιά που του 'ριξαν, κατάλαβαν αμέσως όλοι ότι πραγματικά την ήξερε αυτός την αίτια και πως θα έφτανε η υπόθεση στο τέλος της. "Τώρα τα καταλαβαίνω όλα", συνέχισε ο Ρασκόλνικωφ απευθυνόμενος στον Λεμπεζιάτνικωφ.
835 Γιατί αυτά ήτανε η αιτία. Σείς, Αντρέι Σεμιόνοβιτς, με την πολύτιμη μαρτυρία σας, μου ανοίξατε τα μάτια. Παρακαλώ όλους να με ακούσουν προσεχτικά. Ο κύριος αυτός (έδειξε τον Λούζιν) αρραβωνιάστηκε τώρα τελευταία με μια κοπέλα και για την ακρίβεια με την αδελφή μου Αβντότια Ρομάνοβνα Ρασκολνίκοβα.
836 Όταν όμως έφτασε προχτές στην Πετρούπολη τσακώθηκε μαζί μου, στην πρώτη μας κιόλας συνάντηση, και τον πέταξα έξω, μπροστά σε δυο μάρτυρες. Αυτός ο άνθρωπος είναι κακός... Προχτές, δεν το 'ξερα ακόμα ότι μένει εδώ μέσα και ότι τον φιλοξενείτε στο δωμάτιο σας, Αντρέι Σεμιόνοβιτς.
837 Λυσσάζοντας τότε, καθώς έβλεπε πως η μητέρα μου και η αδελφή μου δεν ήθελαν ν' ακούσουν τις συκοφαντίες του και να τα χαλάσουν μ' εμένα, άρχισε να τους λέει ασυγχώρητες χυδαιότητες. Έτσι διαλύθηκε οριστικά ο αρραβώνας και τον πετάξαμε έξω. Όλα αυτά έγιναν χτες το βράδυ.
838 Μ' ένα λόγο, χάρις σ' αυτό, υπήρχε ακόμα τρόπος να τα χαλάσω εγώ με τους δικούς μου και να ξανακερδίσει αυτός την εύνοια τους. Χώρια που θα εκδικιότανε και μένα προσωπικά, γιατί είχε λόγους να πιστεύει ότι ενδιαφέρομαι πολύ για την τιμή και τη γαλήνη της Σοφίας Σεμιόνοβνα.
839 Αλλά παρά τις διακοπές αυτές, είχε μιλήσει καθαρά, ήρεμα, με ακρίβεια και απόλυτη σαφήνεια. Η μεταλλική φωνή του, ο πειστικός τόνος και η αυστηρή έκφραση του προσώπου του, έκαναν σε όλους εξαιρετική εντύπωση. "Ναι, ναι, αυτό είναι", υποστήριξε και ο Λεμπεζιάτνικωφ πολύ ζωηρά.
840 Ο απόστρατος της επιμελητείας, μ' όλο που δεν τα κατάλαβε όλα, φώναζε πιο πολύ από τους άλλους κι έλεγε πως έπρεπε να πάρουν ορισμένα μέτρα πάρα πολύ δυσάρεστα για τον Λούζιν. Υπήρχαν όμως κι άλλοι που δεν ήτανε καθόλου μεθυσμένοι κι είχανε έρθει απ' όλα τ' άλλα διαμερίσματα.
841 Οι τρεις Πολωνοί μας φαίνονταν τρομερά εξαγριωμένοι και φώναζαν ασταμάτητα: "Παν λαιντάκ!", φοβερίζοντας στη γλώσσα τους τον Πιότρ Πετρόβιτς. Η Σόνια άκουγε προσεχτικά, αλλά φαινότανε σα να μην τα καταλάβαινε όλα και θα 'λέγε κανείς ότι μόλις τώρα συνήλθε από μια λιποθυμία.
842 Η Κατερίνα Ιβάνοβνα ανάσαινε εξαντλημένη. Την πιο ανόητη έκφραση την είχε πάρει η Αμαλία Ιβάνοβνα που στεκότανε με το στόμα ανοιχτό σα να μην είχε καταλάβει τίποτα. Ένιωθε μόνο πως ο Πιότρ Πετρόβιτς βρισκότανε σε δύσκολη θέση. Ο Ρασκόλνικωφ φάνηκε πως ήθελε να πει ακόμα κάτι, αλλά δεν τον άφησαν.
843 Η κλοπή είναι ολοφάνερη και θα κάνω μήνυση. Οι δικαστές δεν είναι τόσο τυφλοί, ούτε και τόσο μεθυσμένοι και δε θα πιστέψουν αυτά που θα πουν δυο άθεοι επαναστάτες και ελευθερόφρονες που με κατηγορούν ότι το 'κάνα για λόγους προσωπικής εκδικήσως, όπως οι ίδιοι ομολόγησαν από βλακεία.
844 Σας παρακαλώ". "Να μη σε ξαναδώ πια μπροστά μου. Να μου κάνεις τη χάρη να φύγεις αμέσως απ' το δωμάτιο μου, δε θέλω να σε ξέρω. Όταν σκέφτομαι ότι σκοτωνόμουνα να του εξηγήσω... δεκαπέντε μέρες τώρα!" "Εγώ ο ίδιος σου είπα πριν από λίγο πως θα έφευγα, Αντρέι Σεμιόνοβιτς, και επέμενες εσύ να μείνω.
845 Είναι δυνατόν να μην υπάρχει δικαιοσύνη; Ποιόν θα προστατέψεις λοιπόν, αν όχι εμάς τα ορφανά; θα το ιδούμε όμως! Υπάρχουν και στη γη δικαστές και δικαστήρια, υπάρχουν, και θα πάω εκεί. Στάσου λίγο και θα ιδείς ασεβέστατο πλάσμα! Πολιά, κάθισε με τα παιδιά, θα ξαναγυρίσω.
846 Απόδιωχνε από τώρα αυτή τη σκέψη. Κι όταν είπε μέσα του, τη στιγμή που έφευγε η Κατερίνα Ιβάνοβνα "ήρθε η σειρά σου τώρα, Σοφία Σεμιόνοβνα, να ιδούμε τί θα βρείς να μας πείς τώρα", βρισκότανε ακόμα υπό το κράτος του ενθουσιασμού που είχε νιώσει με τη συντριβή του Λούζιν.
847 Έγινε όμως κάτι παράξενο: Μόλις έφτασε στο σπίτι των Καπερναούμωφ ένιωσε ξαφνικά να τον εγκαταλείπουν οι δυνάμεις του και να πλημμυρίζεται από φόβο. Σταμάτησε αναποφάσιστα μπροστά στην πόρτα κι έκανε τούτη την παράξενη ερώτηση: "Πρέπει να πω ποιος σκότωσε την Ελισάβετ".
848 Βλέποντας τον Ρασκόλνικωφ, σηκώθηκε γρήγορα - γρήγορα κι έτρεξε να τον υποδεχτεί σα να τον περίμενε. "Ίϊ θα γινόμουνα αν δε βρισκόσαστε και σεις", του είπε ζωηρά ξαναγυρίζοντας μαζί του στο κέντρο του δωματίου. Ήτανε ολοφάνερο ότι αυτό μονάχα βιαζόταν να του πει. Και σώπασε περιμένοντας.
849 Εκείνη στάθηκε όρθια μπροστά του, δυο βήματα πιο πέρα, ακριβώς όπως και χτες. "Ε, λοιπόν, Σόνια", της είπε νιώθοντας ξαφνικά πως η φωνή του έτρεμε, "όλη αυτή η ιστορία, καθώς καταλαβαίνεις, πήγασε "από την κοινωνική σου θέση και από τις συνήθειες που υπαγορεύει αυτή". Το κατάλαβες".
850 Η Σόνια τον κοίταξε ανήσυχα. Κάτω απ' αυτά τα δισταχτικά λόγια μάντευε κάποια μακρινή και απόκρυφη σκέψη που κάτι της θύμιζε. "Το προαισθανόμουνα πως θα μου κάνατε μια τέτοια ερώτηση", του είπε κοιτάζοντας τον με λαίμαργη περιέργεια. "Καλά, ας το παραδεχτούμε, τί απόφαση όμως θα έπαιρνες".
851 Ξαφνικά, παράξενα και αναπάντεχα, ένιωσε μέσα του κάτι σαν μίσος για τη Σόνια! Κατάπληκτος, κατατρομαγμένος απ' αυτή την αποκάλυψη, σήκωσε απότομα το κεφάλι του και στύλωσε τα μάτια του επάνω της, δεν είδε όμως στο βλέμμα της τίποτα άλλο παρά μια ανησυχία και μια έγνοια που έφτανε ως την αγωνία.
852 Κοίταζε ο ένας τον άλλο. "Δεν μπορείς λοιπόν να μαντέψεις". τη ρώτησε απότομα έχοντας την αίσθηση πως έπεφτε κάτω από ένα καμπαναριό. "Όχι", ψιθύρισε η Σόνια με φωνή που μόλις ακουγότανε. "Για προσπάθησε". Και καθώς το έλεγε αυτό, ένιωσε πάλι την ίδια παγωνιά να κατακλύζει όλη την ψυχή του.
853 Κι ωστόσο μόλις της το 'πε, είχε την εντύπωση ότι πραγματικά είχε προαισθανθεί αυτό ακριβώς το πράγμα. "Φτάνει, Σόνια! Μη με βασανίζεις πια!", την παρακάλεσε ο Ρασκόλνικωφ με μια πονεμένη έκφραση. 'Όχι, δε λογάριαζε να την κάνει έτσι αυτήν την ομολογία, αλλά το βέβαιο είναι πως έγινε έτσι.
854 Αναπήδησε, έτρεξε ως τη μέση της κάμαρας δαγκώνοντας τα χέρια της, αλλά ξαναγύρισε πολύ γρήγορα κοντά του και κάθισε δίπλα του, αγγίζοντας σχεδόν με τον ώμο της τον δικό του. Άξαφνα συγκλονίστηκε ολόκληρη, ανατρίχιασε, έμπηξε μια κραυγή και, χωρίς να ξέρει κι η ίδια γιατί, γονάτισε μπροστά του.
855 Ένα αίσθημα που είχε πολύν καιρό να το νιώσει πέρασε απ' την καρδιά του σαν κύμα και τη μαλάκωσε. Δεν έκανε καμμιά προσπάθεια να συγκρατηθεί: Απ' τα μάτια του αναπήδησαν δυο δάκρυα που κρεμάστηκαν στα τσίνορα του. "Ώστε, δε θα μ' εγκαταλείψεις, Σόνια". είπε κοιτάζοντας την σα να έλπιζε σχεδόν.
856 Εκείνη τον κοίταξε ζωηρά. Ύστερα απ' το φλογερό και οδυνηρό οίκτο που ένιωσε την πρώτη στιγμή για τον δυστυχισμένο Ρασκόλνικωφ, ερχότανε πάλι και την έσφαζε η φοβερή σκέψη του φόνου. Στον αλλαγμένο τόνο που είχε η φωνή του σ' αυτά τα τελευταία λόγια, έβλεπε τον δολοφόνο.
857 Μη με βασανίζεις, Σόνια!" Χτύπησε τις παλάμες της με απόγνωση. "Μπορεί, μπορεί ποτέ να έχουν γίνει όλα αυτά στ' αλήθεια; θεέ μου, πού είναι λοιπόν η αλήθεια; Ποιος θα μπορούσε να το πιστέψει; Και πώς γίνεται να σκότωσες για να κλέψεις, εσύ που έδωσες τα τελευταία σου λεφτά.
858 Είναι δικά μου τα λεφτά, καταδικά μου". Η Σόνια τον άκουγε μη ξέροντας τί να πιστέψει και προσπαθώντας να συγκεντρώσει τις σκέψεις της. "Όσο για τ' άλλα λεφτά... Άλλωστε, δεν ξέρω καν αν υπήρχαν λεφτά", πρόσθεσε ήρεμα και συλλογισμένα. "Πήρα απ' τον λαιμό της γριάς ένα πορτοφόλι γεμάτο.
859 Η αδελφή μου, που έτυχε να μορφωθεί, είναι καταδικασμένη να εργάζεται σ' όλη της τη ζωή δώθε - κείθε σαν γκουβερνάντα. Όλες τις ελπίδες τους τίς στήριζαν σε μένα μόνο. Άρχισα να σπουδάζω στο πανεπιστήμιο, αλλά αναγκάστηκα να διακόψω τις σπουδές μου γιατί δεν είχα τα μέσα να συντηρηθώ.
860 Είπα να πάρω τα λεφτά της γριάς να τα 'χω για τις σπουδές μου και για τα πρώτα χρόνια όταν θα τέλειωνα το πανεπιστήμιο, χωρίς να βασανίζω πια τη μητέρα μου. Ήθελα να λύσω το πρόβλημα μου πλατιά, ριζικά, ν' αρχίσω μια καριέρα εντελώς καινούργια και να εξασφαλίσω μια ζωή ολότελα ανεξάρτητη.
861 Έπειτα, της μίλαγε τόσο παράξενα: Κάτι έπιανε μέσες – άκρες αλλά... "τί ήτανε". Κι έστειβε τα δάχτυλα της με απόγνωση. "Όχι Σόνια, δεν είναι αυτό", συνέχισε ξανασηκώνοντας απότομα το κεφάλι του, και σα να 'παιρναν καινούργιο πάλι δρόμο οι σκέψεις του, πράγμα που ξάφνιαζε και τον ίδιο.
862 Σου είπα τώρα δα πως δεν είχα τα μέσα να μείνω στο πανεπιστήμιο. Το ξέρεις όμως πως θα μπορούσα, ίσως, να συνεχίσω τις σπουδές μου; Η μητέρα μου έστελνε τα λεφτά που χρειάζονταν γι' αυτό και εγώ θα μπορούσα να βγάλω, δουλεύοντας, τα λεφτά που ήθελα για να ντυθώ, να ποδεθώ και να φάω.
863 Δεν ζήταγα τίποτα απ' την κακία μου. Τη νύχτα επειδή δεν είχα φως, προτιμούσα να μείνω μέσα στο σκοτάδι ξαπλωμένος, αντί να δουλέψω για ν' αγοράσω ένα κερί. Αντί να μελετάω, πούλησα τα βιβλία μου, ενώ οι σημειώσεις μου και τα τετράδια μου είχανε πιάσει ένα δάχτυλο σκόνη.
864 Να, εκείνη την εποχή όλο αναρωτιόμουνα: "Γιατί είμαι τόσο βλάκας ώστε, ενώ ξέρω πως οι άλλοι είναι βλάκες, δεν προσπαθώ να είμαι πιο έξυπνος απ' αυτούς". Ύστερα, Σόνια, παραδέχτηκα πως αν περιμένει κανείς ώσπου να γίνουν όλοι οι άνθρωποι έξυπνοι, θα χρειαστεί να περιμένει πάρα πολύ.
865 Φτάνει μόνο να τολμήσεις, εδώ βρίσκεται όλο το ζήτημα. Μου ήρθε τότε η σκέψη, που κανένας δεν είχε κάνει ως τώρα. Κανένας! Είδα ξαφνικά, ολοκάθαρα σαν την ημέρα, πως κανένας δεν είχε τολμήσει ακόμα να ξεπεράσει όλες αυτές τις ανοησίες, να τ' αρπάξει όλα απ' την ουρά και να τα στείλει στο διάβολο.
866 Δεν έχουνε ουσιαστικές αποδείξεις. Χτες πέρασα έναν μεγάλο κίνδυνο και για μια στιγμή πίστεψα πως είμαι χαμένος. Σήμερα, τα πράγματα είναι καλύτερα. Όλες τους οι ενδείξεις είναι δίκοπα μαχαίρια, μ' άλλα λόγια μπορώ να επωφεληθώ απ' όλες τις κατηγορίες τους, καταλαβαίνεις; Και θα το κάνω.
867 Του φάνηκε ξαφνικά σκληρό και οδυνηρό να τον αγαπούν τόσο πολύ. Ναι, ήτανε μια αίσθηση παράξενη και τρομερή! Καθώς ερχότανε στη Σόνια, είχε νιώσει πως αυτή ήτανε η μοναδική του ελπίδα, το μοναδικό του καταφύγιο, κι έλεγε πως θα μπορούσε να ξαλαφρώσει λίγο, τουλάχιστον απ' το βάρος του.
868 Εκείνη τη στιγμή κάποιος χτύπησε ελαφρά στην πόρτα τρεις φορές. "Μπορώ να μπω, Σοφία Σεμιόνοβνα", είπε μια φωνή, πολύ γνωστή μ' ευγένεια. Η Σόνια όρμησε τρομαγμένα κατά την πόρτα, όπου φάνηκε το αστείο κεφάλι του Λεμπεζιάτνικωφ. Ο Λεμπεζιάτνικωφ φαινότανε αναστατωμένος.
869 Είχε πάει στον προϊστάμενο του άντρα της και δεν τον βρήκε, έτρωγε στο σπίτι κάποιου στρατηγού... Φανταστείτε, πήγε εκεί που έτρωγαν, στο σπίτι του στρατηγού και, θα το πιστέψετε; Επέμενε να ιδεί τον προϊστάμενο του Σεμιόν Ζαχάριτς και τον ανάγκασαν να σηκωθεί απ' το τραπέζι.
870 Η Κατερίνα Ιβάνοβνα λέει πως τον έβρισε και πως του πέταξε κάτι στο κεφάλι. Είναι πολύ πιθανό. Απορώ μάλιστα πώς δεν την πιάσανε. Τώρα, κάθεται και λέει αυτή την ιστορία σ' όλον τον κόσμο - ακόμα και στην Αμαλία Ιβάνοβνα, αλλά ναι δύσκολο να καταλάβεις τί λέει, γιατί όλο φωνάζει και χτυπιέται.
871 Αχ, ναι! Λέει πως αφού την εγκατέλειψαν όλοι, θα πάρει τα παιδιά της και θα βγει στους δρόμους, θα πάρει, λέει, μια λατέρνα και θα βάλει τα παιδιά να τραγουδούν και να χορεύουν, όπως και κείνη επίσης, για να τους ελεούν οι περαστικοί. Και θα πηγαίνει κάθε μέρα, κάτω απ' τα παράθυρα του στρατηγού.
872 Μαθαίνει στη Λένια ένα τραγούδι, το "χωριουδάκι" και βάζει το μικρό αγοράκι να χορεύει, όπως και την Πολιά Μηχαήλοβνα, τους ξεσχίζει όλα τους τα ρούχα... θέλει να τους ράψει σκουφάκια σαν κι αυτά που φορούν οι σαλτιμπάγκοι και να πάρει μαζί της μια λεκάνη τσίγκινη για να τη χτυπάει αντί για όργανο.
873 Ο Λεμπεζιάτνικωφ θα εξακολουθούσε να μιλάει πολλή ώρα, η Σόνια όμως που τον άκουγε με συγκρατημένη ανάσα, άρπαξε ξαφνικά τη μαντήλα και το καπέλο της και όρμησε έξω απ' το δωμάτιο αποτελειώνοντας το ντύσιμό της στο δρόμο. Ύστερα απ' αυτή έφυγε και ο Ρασκόλνικωφ και πίσω του Λεμπεζιάτνικωφ.
874 Δεν χωράει όμως καμμιά αμφιβολία πως τρελλάθηκε. Λένε πως μέσα στο μυαλό των φθισικών σχηματίζονται κάτι μικρούτσικα γρουμπούλια. Δεν ξέρω, δυστυχώς, από ιατρική. Προσπάθησα, εξ άλλου, να τη μεταπείσω αλλά δεν ήθελε ν' ακούσει λέξη". "Της μιλήσατε καθόλου γι' αυτά τα γρουμπούλια". "Όχι ακριβώς.
875 Ο Λεμπεζιάτνικωφ τα 'χασε, κοίταξε τριγύρω και συνέχισε το δρόμο του. Ο Ρασκόλνικωφ μπήκε στην τρώγλη του και, σταματώντας καταμεσής στο δωμάτιο του, αναρωτήθηκε για ποιο λόγο είχε έρθει εδώ. Έριξε μια ματιά στην ξεσχισμένη και κιτρινωπή ταπετσαρία, στη σκόνη, στο ντιβάνι του.
876 Ζύγωσε στο παράθυρο, ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του και για κάμποση ώρα ερευνούσε την αυλή πολύ προσεχτικά. Ήτανε άδεια όμως και δεν φαίνονταν εκείνοι που χτυπούσανε. Στην αριστερή πτέρυγα του σπιτιού μερικά παράθυρα ήτανε ανοιχτά και στα πρεβάζια τους έβλεπες γλάστρες με καχεκτικά γεράνια.
877 Όλα αυτά του ήτανε πολύ γνωστά. Γύρισε και κάθισε πάλι στο ντιβάνι. Ποτέ ως τώρα δεν είχε νιώσει τόση μοναξιά! Ναι, ένιωσε και πάλι ότι πραγματικά αισθανότανε μια αποστροφή για τη Σόνια, ιδίως τώρα που την έκανε πιο δυστυχισμένη: "Γιατί να πάω να μ' ελεήσει με τα δάκρυα της".έλεγε μέσα του.
878 Ύστερα προχώρησε και κάθισε αντίκρυ του, σε μια καρέκλα, στην ίδια θέση που είχε καθίσει και χτες. Ο Ρασκόλνικωφ την κοίταξε αμίλητα και με βλέμμα άδειο από κάθε σκέψη. "Μη θυμώνεις αδελφέ, ήρθα μονάχα για ένα λεπτό", είπε η Ντουνιά. Το πρόσωπο της είχε μια έκφραση σοβαρή, αλλ' όχι αυστηρή.
879 Δε συμφωνώ μαζί του και το καταλαβαίνω πολύ καλά που επαναστατείς γι' αυτό. Η αγανάκτηση σου μπορεί ν' αφήσει ίχνη ανεξάλειπτα σε όλη σου τη ζωή. Αυτό μόνο φοβάμαι. Δε σε κατακρίνω που μας εγκατέλειψες, δεν θα τολμούσα να σε κατακρίνω και σε παρακαλώ να με συγχωρήσεις που σε μάλωσα.
880 Δε θα μιλήσω καθόλου γι' αυτά στη μαμά, αλλά θα της λέω αδιάκοπα για σένα και θα της πω εκ μέρους σου πως δε θ' αργήσεις να ξαναγυρίσεις. Μην ανησυχείς γι' αυτή: θα την αναλάβω εγώ. Εσύ όμως μην την βασανίζεις, έλα να την ιδείς, μια φορά τουλάχιστον, θυμήσου πως είναι μητέρα σου.
881 Η Ντουνιά στάθηκε μια στιγμή, τον κοίταξε ανήσυχη και έφυγε με την ψυχή γεμάτη αγωνία. Όχι, δεν αισθανότανε καμμιά ψυχρότητα για την Ντουνιά. Σε μια στιγμή μάλιστα την πιο τελευταία-ένιωσε μια δυνατή επιθυμία να την σφίξει στην αγκαλιά του, να την αποχαιρετήσει και να της τα πεί όλα.
882 Εδώ και κάμποσον καιρό ένιωθε μια θλίψη εντελώς παράξενη. Δεν ήτανε κάνα συναίσθημα σπαραχτικό, αλλά τον έκανε να προαισθάνεται τα χρόνια που είχε να περάσει μέσα σε μια παγωνιά θανάσιμη και εναγώνια, χρόνια ατέλειωτα, κάτι σαν την αιωνιότητα "στο χώρο ενός τετραγωνικού πόντου".
883 Και συνήθως, μόλις έπεφτε το βράδυ, τον βασάνιζε περισσότερο αυτή η αίσθηση. "Όταν έχεις τέτοιες ανόητες αδυναμίες, καθαρά σωματικές, που επηρεάζονται από τα ηλιοβασιλέματα, πώς να μην κάνεις βλακείες; Όχι μόνο στη Σόνια, αλλά και στη Ντουνιά ακόμα κοντεύω να πάω", μούγκρισε οργισμένα.
884 Φανταστείτε, το 'κάνε αυτό που έλεγε και πήρε τα παιδιά μαζί της! Η Σοφία Σεμιόνοβνα και γω τρομάξαμε να τους βρούμε. Χτυπάει ένα τηγάνι και υποχρεώνει τα παιδιά της να χορεύουν. Τα μικρά κλαίνε. Στέκονται στα σταυροδρόμια, μπροστά στα μαγαζιά. Ένα σωρό βλάκες τους έχουν πάρει από πίσω.
885 Στο κανάλι, λίγο μακρύτερα από τη γέφυρα και δυο σπίτια προτού να φτάσουμε εκεί όπου έμενε η Σοφία Σεμιόνοβνα, στεκότανε πολύς κόσμος κι έτρεχαν από παντού ένα σωρό παιδιά και μικρά κορίτσια. Η βραχνή και σπασμένη φωνή της Κατερίνας Ιβάνοβνα ακουγότανε κιόλας από τη γέφυρα.
886 Πραγματικά ήτανε ένα θέαμα παράξενο, ό,τι χρειαζότανε για να συγκεντρωθεί ο χαζόκοσμος. Η Κατερίνα Ιβάνοβνα με το παλιό φουστάνι της, το μάλλινο σάλι κι ένα στραπατσαρισμένο ψάθινο καπέλο, τσαλακωμένο στο πλάι σαν κουβάρι, ήτανε πραγματικά σε έξαλλη κατάσταση. Είχε κουραστεί πια και λαχάνιαζε.
887 Ριχνόταν στα παιδιά της, τους φώναζε, τους έδινε κουράγιο και κει, μπροστά σε όλους, τα μάθαινε να χορεύουν και να τραγουδούν, εξηγώντας τους γιατί ήτανε απαραίτητο να το κάνουν αυτό. Ύστερα βλέποντας πως δεν τα καταλάβαιναν, την έπιανε μαύρη απελπισία και τ' άρχιζε στο ξύλο.
888 Μόλις έβλεπε κανέναν καλοντυμένον κάπως, άρχιζε αμέσως να του λέει, "ορίστε πώς κατάντησαν τα παιδιά ενός αρχοντικού, ενός αριστοκρατικού μπορεί κανείς να πει σπιτιού". Αν άκουγε κανέναν απ' τον κόσμο να γελάει ή να λέει καμμιά άσχημη κουβέντα, ριχνότανε αμέσως κατά πάνω του και έστηνε καυγά.
889 Καμμιά φορά έκανε να πει κι εκείνη το τραγούδι, αλλά με τη δεύτερη νότα την έπιανε ένας φοβερός βήχας και τότε σταματούσε, στενοχωριότανε, καταριότανε τον βήχα της κι έβαζε τα κλάματα. Αλλά εκείνο που την έκανε προπάντων έξω φρενών ήτανε τα κλάματα του Κόλια και της Λένιας, καθώς και ο τρόμος τους.
890 Η Πολιά φορούσε το καθημερινό της φουστανάκι. Κοίταζε φοβισμένα τη μητέρα της, τα 'χε ολότελα χαμένα και δεν έφευγε καθόλου από κοντά της. Καταλάβαινε πως δεν είναι στα καλά της η μητέρα και έπνιγε τα δάκρυα της, κοιτάζοντας τριγύρω της ανήσυχα. Είχε τρομάξει απ' τον δρόμο και τον κόσμο.
891 Στο είπα πως δεν πρόκειται να γυρίσω στο σπίτι εκείνης της μπεκρούς Γερμανίδας. θέλω να ιδεί όλη η Πετρούπολη, όλος ο κόσμος, να ζητιανεύουν τα παιδιά ενός ανθρώπου, που υπηρέτησε πιστά το κράτος σ' όλη του τη ζωή και που πέθανε, μπορώ να πω, εκτελώντας τα καθήκοντα του.
892 Τί θα κάνουμε για να βγάλουμε το ψωμί μας, μπορείς να μου πεις; Αρκετά σ' εκμεταλλευτήκαμε εσένα δε θέλω άλλο... Αχ! Ροντιόν Ρομάνοβιτς!", φώναξε βλέποντας τον Ρασκόλνικωφ και ορμώντας προς το μέρος του, "δώστε της, σας παρακαλώ, να καταλάβει της ανόητης πως δε μας μένει τίποτε καλύτερο να κάνουμε.
893 Ο Ρασκόλνικωφ προσπάθησε να την πείσει να ξαναγυρίσει στο σπίτι, της είπε μάλιστα, ρίχνοντας τη στο φιλότιμο, πως δεν ήτανε καθόλου σωστό να τρέχει στους δρόμους, σαν τους οργανοπαίχτες, τη στιγμή που λογάριαζε να γίνει διευθύντρια οικοτροφείου θηλέων από αρχοντικά σπίτια.
894 Όχι, Ροντιόν Ρομάνοβιτς, πάει πια αυτό το όνειρο, τελείωσε! Μας εγκατέλειψαν όλοι! Και κείνος ο στρατηγός... Ξέρετε, Ροντιόν Ρομάνοβιτς, του πέταξα στα μούτρα ένα μελανοδοχείο που βρισκότανε στον προθάλαμο, πάνω σ' ένα τραπέζι, δίπλα στο βιβλίο όπου οι επισκέπτες έγραφαν τα ονόματα τους.
895 Αφού σου τα 'μαθα, ξέρεις λίγες φράσεις. Πώς αλλιώς θα καταλάβει ο κόσμος ότι είσαστε από σπίτι αρχοντικό, καλοαναθρεμμένα και δε μοιάζετε σε τίποτα με τους άλλους πλανόδιους τραγουδιστές; Δε θα παραστήσουμε τον φασουλή στους δρόμους, θα λέμε μόνο καθώς πρέπει τραγούδια.
896 Σήκω το φουστανάκι σου, Πολιά, έχει πέσει απ' τους ώμους σου", της λέει ενώ έβηχε ακόμα. "Τώρα προπάντων θα πρέπει να προσέχετε πολύ την εμφάνιση σας για να το βλέπουν όλοι ότι είσαστε παιδιά από σπίτι. Εγώ το 'λεγα να το κάνουμε πιο ανοιχτό στο στήθος, αλλά εσύ δε μ' άφησες, βρε Σόνια.
897 Έφτασε τρέχοντας και ο υπάλληλος, και πίσω του ερχότανε ο αστυφύλακας μουρμουρίζοντας "κοίτα μπελάς που με βρήκε" και κουνώντας το χέρι μ' έναν τρόπο που σήμαινε ότι θα είχε φασαρίες. "Εμπρός, διαλυθείτε, διαλυθείτε!", φώναξε ο αστυφύλακας διώχνοντας τους περίεργους που μαζεύτηκαν.
898 Εξετάζοντας όμως καλύτερα την Κατερίνα Ιβάνοβνα, είδανε πως δεν είχε χτυπήσει σε πέτρα, όπως νόμιζε η Σόνια, αλλά ότι το αίμα που έβαψε το πλακόστρωτο έβγαινε απ' το στήθος και απ' το στόμα της. "Το ξέρω αυτό το πράγμα, το 'χω ξαναδεί", έλεγε ο υπάλληλος στον Ρασκόλνικωφ και στον Λεμπεζιάντνικωφ.
899 Στο δωμάτιο μπήκανε μαζί, εκτός από τη Σόνια, ο Ρασκόλνικωφ, ο Λεμπεζιάντνικωφ, ο υπάλληλος και ο αστυφύλακας, αφού προηγουμένως έδιωξε μερικούς περίεργους που έρχονταν από πίσω. Σε λίγο έφτασε και η Πολιά κρατώντας απ' το χέρι τον Κόλια και τη Λένια που έτρεμαν κι έκλαιγαν.
900 Η γυναίκα του ύστερα, που φαινότανε σα να 'χει αποτυπωμένη μόνιμη μια τρομαγμένη έκφραση στο πρόσωπο της, και μερικά απ' τα παιδιά τους που είχανε μια έκφραση αδιάκοπης και παγωμένης κατάπληξης και έμεναν πάντα με το στόμα ανοιχτό. Ανάμεσα σ' αυτούς παρουσιάστηκε ξαφνικά και ο Σβιντριγκάιλωφ.
901 Ο Ρασκόλνικωφ τον κοίταξε κατάπληκτος, μη μπορώντας να καταλάβει από πού βγήκε και πώς βρέθηκε εκεί μέσα. Είπανε να φέρουν έναν γιατρό κι έναν παπά. Ο υπάλληλος, αν και είπε ψιθυριστά στον Ρασκόλνικωφ ότι η βοήθεια του γιατρού του φαινότανε περιττή, έστειλε να φωνάξουν και γιατρό.
902 Κι έτρεξε να τον φέρει ο Καπερναούμωφ. Στο μεταξύ η Κατερίνα Ιβάνοβνα ηρέμησε κάπως και η αιμορραγία σταμάτησε για μια στιγμή. Κοίταξε πονεμένα, επίμονα και διαπεραστικά τη δύστυχη Σόνια που ήτανε κατακίτρινη και της σκούπιζε τον ιδρώτα απ' το μέτωπο, τρέμοντας ολόκληρη.
903 Μερικά περιστατικά της καθημερινής ζωής του, που έπρεπε ν' αποσαφηνιστούν αμέσως, τον πίεζαν αφόρητα αλλά ένιωθε κάτι σαν ευχαρίστηση όταν παραμελούσε ορισμένα προφυλαχτικά μέτρα, που, ωστόσο, στην κατάσταση όπου βρισκότανε μπορεί να είχαν σα συνέπεια την πλήρη του καταστροφή.
904 Μπορεί μάλιστα να πει κανείς ότι όλη του η προσοχή ήτανε συγκεντρωμένη στον Σβιντριγκάιλωφ Από τότε που του είπε κείνα τα απειλητικά γι' αυτόν λόγια, στο δωμάτιο της Σόνιας, μπροστά στο κρεβάτι της πεθαμένης Κατερίνας Ιβάνοβνα, διαταράχτηκε πια ο κανονικός ειρμός των σκέψεων του.
905 Ένιωθε τότε με μια διαύγεια οδυνηρή ότι έπρεπε να κουβεντιάσει το γρηγορότερο μ' αυτόν τον άνθρωπο για να ξεμπερδεύει το ταχύτερο μαζί του. Μια μέρα μάλιστα, εκεί που περπατούσε κάπου, έξω από την πόλη, φαντάστηκε πως περίμενε τον Σβιντριγκάιλωφ και πως του είχε δώσει ραντεβού σ' αυτό το μέρος.
906 Το λείψανο της Κατερίνας Ιβάνοβνα ήτανε ακόμα μέσα στο φέρετρο και τώρα φρόντιζε για την κηδεία. Και η Σόνια, ήτανε κι αυτή πολύ απασχολημένη. Στην τελευταία τους συνάντηση ο Σβιντριγκάιλωφ του είπε ότι οι ενέργειες του σχετικά με τα παιδιά της νεκρής είχανε σημειώσει επιτυχία.
907 Αλήθεια. Ακούτε και κοιτάζετε, αλλά δε φαίνεται να καταλαβαίνετε. Πρέπει να τα πούμε εμείς οι δυο, λυπάμαι όμως που είμαι τόσο απασχολημένος με δουλειές των άλλων, καθώς και με δικές μου... Εχ, Ροντιόν Ρομάνοβιτς", πρόσθεσε απότομα, "όλοι οι άνθρωποι έχουν ανάγκη από αέρα.
908 Ο Ρασκόλνικωφ, αφού στάθηκε για λίγο σκεφτικός, μπήκε στο δωμάτιο της Σόνιας πίσω απ' τον παπά. Έμεινε στο κατώφλι. Άρχισε η λειτουργία σιγανή, επίσημη, θλιμμένη. Από τα παιδικά του ακόμα χρόνια είχε μια βαθιά αίσθηση του θανάτου κι ένιωθε μπροστά του κάτι σαν τρόμο ανεξιχνίαστο.
909 Επί πλέον, μαζί με όλα αυτά, ένιωθε τώρα και κάτι άλλο ακόμα, πιο τρομαχτικό και πιο οδυνηρό. Κοίταζε τα παιδιά: Ήτανε γονατισμένα όλα τους κοντά στο φέρετρο. Η Πολιά έκλαιγε. Πίσω τους η Σόνια προσευχότανε, πολύ σιγανά, και φαινότανε σα να προσπαθούσε να πνίξει τα δάκρυα της.
910 Ο παπάς έλεγε το "ανάπαυσαν Κύριε". Ο Ρασκόλνικωφ, παρακολούθησε όλη τη νεκρώσιμη ακολουθία. Καθώς έφευγε ο παπάς δίνοντας την ευλογία του, κοίταξε τριγύρω παραξενεμένος. Ύστερα ο Ρασκόλνικωφ πήγε κοντά στη Σόνια που του πήρε ξαφνικά και τα δυο χέρια κι έγειρε το κεφάλι της στον ώμο του.
911 Η κίνηση αυτή, γλυκιά και φιλική, τον έκανε να τα χάσει. Πώς γίνεται λοιπόν; Δεν αισθάνεται γι' αυτόν καμμιά αποστροφή; Δεν της προκαλεί την παραμικρή φρίκη; Δεν τρέμει καθόλου το χέρι της; Ήτανε κάτι που έδειχνε απέραντη αυταπάρνηση έτσι τουλάχιστον το κατάλαβε εκείνος.
912 Αν μπορούσε κείνη τη στιγμή να φύγει, να πάει κάπου οπουδήποτε, αμέσως, να βρεί σ' ένα μέρος μοναξιά απέραντη, ακόμα και για όλη τη ζωή του, θα 'τανε ευτυχισμένος - έτσι νόμιζε. Τον τελευταίο καιρό, όμως, παρ' όλο που ήτανε πάντοτε σχεδόν μόνος δεν κατάφερνε να νιώθει ότι είναι μόνος.
913 Η σκέψη της Ντουνιάς και της μητέρας του τον έκανε να νιώθει κάτι σαν πανικό, χωρίς να ξέρει και ο ίδιος γιατί. Εκείνη τη νύχτα, ξύπνησε κατά τα χαράματα κάτω απ' τα δεντράκια του νησιού Κρεστόβσκυ, τουρτουρίζοντας απ' τον πυρετό. Τράβηξε κατά το σπίτι του όπου έφτασε όταν ξημέρωσε για τα καλά.
914 Αφού κοιμήθηκε μερικές ώρες, ο πυρετός υποχώρησε, αλλά ξύπνησε πολύ αργά: Ήτανε δύο μετά το μεσημέρι. Θυμήθηκε πως η κηδεία της Κατερίνας Ιβάνοβνα θα γινόταν κείνη την ημέρα και χάρηκε που δεν πήγε. Η Ναστάσια του έφερε φαγητό για μεσημέρι. Έφαγε και ήπιε με πολλή όρεξη, με λαιμαργία σχεδόν.
915 Απόρησε μάλιστα με τον πανικό του τρόμου που τον είχε πιάσει. Η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα ο Ραζουμίχιν. "Τρώει, άρα λοιπόν δεν είναι άρρωστος", είπε και, παίρνοντας μια καρέκλα, κάθισε απέναντι στον Ρασκόλνικωφ. Ήτανε τρομερά εκνευρισμένος, πράγμα που δεν έκρυβε καθόλου.
916 Από χτες η μητέρα σου είναι άρρωστη για τα καλά. Ήθελε να 'ρθεί να σε ιδεί. Τρόμαξε η Αβντότια Ρομάνοβα να τη συγκρατήσει. "Κι αν είναι άρρωστος, κι αν του σάλεψε, έλεγε, ποιος άλλος θα τον περιποιηθεί, αν όχι η μητέρα του". Ήρθαμε όλοι μας εδώ για να μην την αφήσουμε να βγει μόνη της.
917 Έμεινε δέκα λεπτά και μείς στεκόμασταν όρθιοι, δίπλα της, αμίλητα. Σηκώθηκε και λέει: "Για να βγαίνει έξω, σημαίνει ότι είναι καλά στην υγεία του και ξεχνάει τη μητέρα του. Συνεπώς, είναι ντροπή για μένα να στέκομαι στο κατώφλι της πόρτας του και να ζητιανεύω χάδια σαν ελεημοσύνη".
918 Τώρα έχει πυρετό. "Είναι ολοφάνερο πως την καλή του βρίσκει τον καιρό να τη βλέπει", λέει. Θέλει να πεί μ' αυτό πως η Σοφία Σεμιόνοβνα είναι αρραβωνιαστικιά σου, ερωμένη σου, δεν ξέρω ακριβώς. Πηγαίνω αμέσως στης Σοφίας Σεμιόνοβνα γιατί, αγαπητέ μου, ήθελα να 'χω τη συνείδηση μου ήσυχη.
919 Δεν ήσουνα εκεί. Έριξα μια ματιά, ζήτησα συγγνώμη κι έφυγα πηγαίνοντας να πω στην Αβντότια Ρομάνοβνα το τί είδα. Να όμως που σε βρίσκω τώρα να καταβροχθίζεις βοδινό βραστό, λες και είχες να φας δυο μέρες. Είναι αλήθεια πως και οι τρελλοί τρώνε, αλλά, μ' όλο που δεν είπες λέξη.
920 Στο λέω αυτό γιατί ξέρω πόσο τίς αγαπάς και γιατί είμαι σίγουρος για την αγνότητα των αισθημάτων σου. Ξέρω επίσης πως και κείνη θα μπορέσει να σ' αγαπήσει, ίσως μάλιστα να σ' αγαπάει κιόλας. Και τώρα πες μου αν νομίζεις πως είναι καλό να το ρίξεις στο πιοτό". "Ρόντια...
921 Είμαι σίγουρος πως θα πρόκειται πάλι για καμμιά βλακεία, για κάποια τρομαχτική ανοησία. Κατά τα άλλα, είσαι ο καλύτερος άνθρωπος, ο καλύτερος!" "Και ήθελα ακόμα να προσθέσω, αλλά με διέκοψες, ότι πολύ καλά το σκέφτηκες προηγουμένους να μη ζητήσεις να μάθεις αυτά τα μυστικά και τα μυστήρια.
922 Ο Ραζουμίχιν στεκότανε όρθιος και, με ανησυχία, φαινότανε σα να στριφογύριζε κάποια σκέψη στο μυαλό του. Κάποια πολιτική συνωμοσία θα είναι, σίγουρα! Κι ετοιμάζεται να κάνει κάποιο βήμα αποφασιστικό, ναι, αυτό είναι! Δεν μπορεί να είναι αλλιώς και... και η Ντουνιά το ξέρει.
923 Κι εγώ που τους υπεράσπιζα τόσο αυθόρμητα, θυμάσαι; θα το πιστέψεις; Εκείνη η σκηνή του τσακωμού με τον άλλο και τα γέλια τους στη σκάλα την ώρα που ανέβαιναν οι άλλοι, δηλαδή ο θυρωρός και οι δυο μάρτυρες, όλα αυτά λοιπόν τα σκάρωσε επίτηδες και ακριβώς για να θολώσει τα νερά.
924 Αλλά και τα προηγούμενα, εξηγούνται τώρα μια χαρά. Η αρρώστια που είχε τότε, οι παράξενες ενέργειες του, και κείνη η βλοσυρότητα και η μελαγχολία που είχε και πιο πριν, τότε που πήγαινε ακόμα στο Πανεπιστήμιο... Όμως, αυτό το γράμμα τώρα, τί σημαίνει τάχα; Κάτι άλλο ακόμα θα υπάρχει πίσω απ' αυτό.
925 Ένιωθε να τον πλακώνει ένα πελώριο βάρος κι ήταν σαν αφοσιωμένος. Ύστερα από τη σκηνή εκείνη με τον Νικολάι και τον Πορφυρή, δεν έβλεπε καμμιά διέξοδο και ασφυκτιούσε. Και την ίδια μέρα ήρθε αυτό που έγινε στης Σόνιας. Άρχισε και τέλειωσε κατά κάποιο τρόπο ολότελα διαφορετικό απ' ό, τι νόμιζε.
926 Φάνηκε πολύ αδύναμος μ' άλλα λόγια και κατέρρευσε για τα καλά. Και μονομιάς! Γιατί συμφώνησε με τη Σόνια και το παραδέχτηκε κι ο ίδιος με όλη του την καρδιά ότι δεν μπορούσε πια να ζήσει σηκώνοντας μονάχος του τέτοιο βάρος! Και ο Σβιντριγκάιλωφ; Ήτανε κι εκείνος ένα αίνιγμα.
927 Η αλήθεια όμως είναι ότι τον ανησυχούσε από μια εντελώς διαφορετική άποψη. Ίσως θα χρειαζόταν να παλέψει και με τον Σβιντριγκάιλωφ. Ίσως να ήτανε κι αυτός μια διέξοδος. Όσο για τον Πορφυρή, ήταν άλλη ιστορία. Ώστε λοιπόν ο ίδιος ο Πορφυρής τα εξήγησε στον Ραζουμίχιν, και του τα εξήγησε ψυχολογικά.
928 Τη στιγμή εκείνη είχε τόσο πολύ ξεχειλίσει η τσακισμένη του καρδιά, που θα μπορούσε να σκοτώσει τον έναν απ' τους δυο: Τον Σβιντριγκάιλωφ ή τον Πορφυρή. Ίσως να μην είχε τη δύναμη να το κάνει τώρα, αμέσως, αργότερα όμως θα μπορούσε. "θα ιδούμε, θα ιδούμε", έλεγε μέσα του.
929 Μόλις όμως άνοιξε την πόρτα του διαδρόμου, έπεσε πάνω στον Πορφυρή. Ερχότανε στο δωμάτιο του! Ο Ρασκόλνικωφ έμεινε κατάπληκτος, αλλά αυτό δεν κράτησε παρά μονάχα μια στιγμή. Είναι παράξενο αλλά δεν απόρησε πολύ που τον είδε και δεν τρόμαξε καθόλου σχεδόν. "Ίσως να φτάσαμε στη λύση", σκέφτηκε.
930 Στην αρχή, μόλις με είδε, έβαλε τα γέλια κι ύστερα μ' ακροάζεται, με χτυπάει με το δάχτυλο και λέει: "Σας πειράζει ο καπνός, οι πνεύμονες σας έχουν μια διαστολή". Ναι, αλλά πώς να το κόψω; Με τι να τ' αντικαταστήσω; Δεν πίνω, βλέπετε, έχω κι αυτή τη δυστυχία. Χε, χε, χε.
931 Κοίταξα, περίμενα κι έφυγα νωρίς να πω τ' όνομα μου στην υπηρεσία σας. Δεν κλειδώνετε ποτέ την πόρτα". Το πρόσωπο του Ρασκόλνικωφ σκοτείνιαζε όλο και πιο πολύ. θα 'λέγε κανείς πως ο Πορφυρής μάντεψε τις σκέψεις του. "Ήρθα για να εξηγηθώ μαζί σας, αγαπητέ μου Ροντιόν Ρομάνοβιτς, να εξηγηθώ.
932 Βέβαια, και την πρώτη φορά που γνωριστήκαμε είχαμε και πάλι μια σκηνή παράξενη αλλά τότε... Τέλος πάντων, ό,τι έγινε έγινε. Τώρα, πρόκειται περί του εξής. Σίγουρα, είμαι απέναντι' σας ένοχος, το αισθάνομαι, θυμόσαστε πώς χωρίσαμε. Είχατε νευριάσει, αλλά κι εγώ ήμουνα νευριασμένος.
933 Αυτός ο διαβολογουναράς κρυφάκουγε πίσω απ' την πόρτα, το φανταζόσαστε; Σίγουρα θα το ξέρετε, όπως κι εγώ επίσης ξέρω ότι πέρασε ύστερα απ' το σπίτι σας, αλλά οι υποψίες που είχατε τότε δεν ήτανε καθόλου σωστές: Δεν έστειλα κανέναν για να μάθω οτιδήποτε. θα με ρωτήσετε τώρα γιατί δεν το 'κάνα.
934 Μόλις που ασχολήθηκα λιγάκι με τους θυρωρούς (σίγουρα θα τους είδατε περνώντας). Μου ήρθε τότε μια σκέψη γρήγορα σαν αστραπή. Κι αυτό γιατί, βλέπετε, είχα αποκρυσταλλωμένη μια πεποίθηση Ροντιόν Ρομάνοβιτς. Άσε, λέω, να μου ξεφύγει για την ώρα το ένα, αφού μπορώ ν' αρπάξω κάτι άλλο απ' την ουρά.
935 Γιατί, σκεφτόμουνα, αν είναι ένοχος αυτός ο άνθρωπος, σίγουρα κάποτε θα σου δώσει κάτι το ουσιαστικό και το συγκεκριμένο. Μπορεί μάλιστα να ελπίζει κανείς και πράγματα ολότελα αναπάντεχα. Υπολόγιζα τότε στον χαρακτήρα σας Ροντιόν Ρομάνοβιτς, πάνω απ' όλα στον χαρακτήρα σας.
936 Πάντως σας έχω για πολύ γενναίο άνθρωπο με τάσεις προς το ψυχικό μεγαλείο, παρ' όλο που δεν συμφωνώ με όλες τις ιδέες σας, πράγμα που θεωρώ καθήκον μου να σας δηλώσω εκ των προτέρων ξεκάθαρα και με κάθε ειλικρίνεια, γιατί δε μ' αρέσει να σας εξαπατώ. Απ' την πρώτη στιγμή που σας είδα, σας συμπάθησα.
937 Όσο για μένα προσωπικά, εκείνο που μου έβαλε ψύλλους στ' αφτιά ήτανε ένα τυχαίο γεγονός, ολότελα τυχαίο, που θα μπορούσε θαυμάσια να μην είχε γίνει. Ποιο; Χμ! Νομίζω πως είναι καλύτερα να σωπάσω πάνω σ' αυτό. Όλα αυτά, οι φήμες και κείνο το τυχαίο περιστατικό, μ' έκαναν να σχηματίσω μια γνώμη.
938 Όλα αυτά βλέπεις συνταιριάζονται, αγαπητέ μου Ροντιόν Ρομάνοβιτς, και συγκλίνουν προς την ίδια κατεύθυνση. Αλλά, εκατό κουνέλια δεν κάνουν ένα άλογο, κι εκατό υπόνοιες δεν αποτελούν μια απόδειξη, λέει κάποια αγγλική παροιμία. Έτσι λέει η λογική, έλα όμως που έχουμε και τ' ανθρώπινα πάθη.
939 Άντε να τα βγάλεις πέρα με τα πάθη. Γιατί και ο ανακριτής άνθρωπος είναι, θυμήθηκα και το άρθρο που δημοσιεύσατε σε κείνη την επιθεώρηση, ξέρετε για ποιο λέω, μιλήσαμε πολύ πάνω σ' αυτό κατά την πρώτη μας συνάντηση. Σας ειρωνεύτηκα τότε, αλλά το 'κάνα για να σας εξωθήσω να πείτε ακόμα περισσότερα.
940 Είσαστε, το ξαναλέω, νευρικός και ευέξαπτος, Ροντιόν Ρομάνοβιτς. Και τολμηρός επίσης, ενθουσιώδης, σοβαρός και πολύ, πάρα πολύ... συναισθηματικός τα 'ξερά όλα αυτά από καιρό. Γνωρίζω καλά αυτού του είδους τα συναισθήματα και μόλις διάβασα το άρθρο σας μου φάνηκε σα να το ήξερα ήδη.
941 Είναι νεφελώδες, φυσικά, σκοτεινό, αλλά κάποια ευαίσθητη χορδή πάλλεται μέσα σ' αυτή τη σκοτεινιά. Άρθρο παράλογο και αλλόκοτο, που δονείται, ωστόσο, από ειλικρίνεια και νιώθει κανείς σ' αυτό μια περηφάνια ολότελα αυθόρμητη, το απελπισμένο θάρρος μιας ψυχής που παραδίνεται σε σκέψεις θλιβερές.
942 Και τώρα, πείτε μου, πώς ήτανε δυνατόν να μην παρασυρθώ και να μην ενδιαφερθώ για τη συνέχεια, ύστερα από τέτοια προηγούμενα; Αχ, θεέ μου! Τι σημασία έχουν τώρα αυτά που λέω; Να πείς ότι υποστηρίζω τίποτα; Απλώς, σημείωσα τότε μια παρατήρηση. Τί να σημαίνει τάχα; σκέφτηκα.
943 Τίποτα, δεν υπήρχε, τίποτα, ίσως μάλιστα και κάτι παραπάνω από το τίποτα. Δεν είχα συνεπώς κανέναν λόγο να περηφανεύομαι, σαν ανακριτής, που είχα προχωρήσει έτσι. Και να που πέφτει τώρα στα χέρια μου ο Νικολάι και μάλιστα με ορισμένα γεγονότα που, είτε μας αρέσει είτε όχι, είναι γεγονότα.
944 Και θυμόσαστε πώς άρχισε ο κύριος Ραζουμίχιν να σας κανοναρχεί. Το είχαμε σκηνοθετήσει επίτηδες για να σας συνταράξουμε. Σκεφτήκαμε να διαδώσουμε αυτές τις φήμες, να τίς ακούσει ο Ραζουμίχιν και να 'ρθεί να σας τα πεί - γιατί είναι από τους ανθρώπους που δεν συγκρατούν την αγανάχτηση τους.
945 Στον κύριο Ζαμιότοβ έκανε μεγάλη εντύπωση η οργή σας προπάντων, καθώς και η απροκάλυπτη τόλμη σας: Να του πετάξετε κατάμουτρα και μες στο καφενείο εκείνο το "εγώ τη σκότωσα!" Ήτανε παραπάνω από τολμηρό, ήτανε ένα τρελλό θράσος. Αν είναι ένοχος, είπα μέσα μου, έχουμε να κάνουμε με τρομερό άνθρωπο.
946 Πώς χτύπαγε η καρδιά μου! Αλήθεια, τί σας έκανε να 'ρθείτε τότε; Και κείνο το γέλιο σας τη στιγμή που μπαίνατε μέσα; Το θυμόσαστε; Τα μάντεψα όλα τότε κι ήτανε σα να βλέπω μέσα από καθαρό γυαλί. Αν όμως δεν σας περίμενα με τόση λαχτάρα, δε θα μάντευα τίποτα, ούτε και με το γέλιο σας ακόμα.
947 Το παραδέχομαι κι ο ίδιος, καθώς βλέπετε, ότι θα ήταν πιο φυσική. Πόσο βασανιζόμουνα! "Να 'χα, έλεγα, κάποια χειροπιαστή αποδειξούλα, θα 'τανε πολύ καλύτερα". Κι όταν άκουσα για το κουδούνι, κόντεψα να λιποθυμήσω κι ανατρίχιασα ολόκληρος. "Επί τέλους, είπα, να τη η αποδειξούλα που γυρεύω!"
948 Αυτό μας έλειπε, να τον πιστέψουμε! Ακόμα κι ύστερα, όταν είχατε φύγει εσείς, που μου απάντησε με τρόπο απόλυτα συγκεκριμένο και ξεκάθαρο σε ορισμένα σημεία, τόσο που ν' απορήσω και γω ο ίδιος, δε θέλησα να τον πιστέψω στο παραμικρό! Να τί θα πεί μα σου 'χει κολλήσει μια ιδέα στο κεφάλι.
949 Μέσα απ' τα λόγια του, όπου υπήρχαν ακόμα χίλια δυο διφορούμενα, προσπαθούσε με λαχτάρα να ξεχωρίσει κάτι το συγκεκριμένο και οριστικό. "Ο κύριος Ραζουμίχιν!", είπε ο Πορφυρής Πετρόβιτς, σα να χαιρότανε ακούγοντας να του απαντάει ο Ρασκόλνικωφ, που ως αυτή την ώρα σώπαινε.
950 Ήθελα να τον ξεφορτωθώ τον κύριο Ραζουμίχιν. Εκεί όπου υπάρχει θέση μόνο για δύο, ο τρίτος περισσεύει. Ο κ. Ραζουμίχιν είναι αλλιώτικη πάστα ανθρώπου, είναι ξένος στην υπόθεση. Ύστερα έτρεξε στο σπίτι μου κατάχλωμος... Ας αφήσουμε όμως κατά μέρος τον Ραζουμίχιν, αν θέλετε.
951 Όταν πήγαινε σχολείο ξεκαρδιζότανε στα γέλια με το παραμικρό αστείο που θα του 'κάνες. Πίνει ώσπου να πέσει κάτω μισοπεθαμένος, κι αυτό όχι γιατί το 'χει συνήθεια, αλλά γιατί θέλει να κάνει ό, τι κάνουν κι οι άλλοι, παιδιαρίσματα δηλαδή. Δεν το καταλαβαίνει ότι αυτό που έκανε τότε ήτανε κλοπή.
952 Η Πετρούπολη άσκησε μια τρομερή επίδραση επάνω του, συνήθισε τις γυναίκες και το αλκοόλ. Επειδή, σα χαρακτήρας, ήτανε ευκολόπιστος, δεν άργησε να ξεχάσει τον "στάρετς" του. Ξέρω πως κάποιος καλλιτέχνης είχε αρχίσει να ενδιαφέρεται γι' αυτόν. Και, ξαφνικά, ξεσπάει αυτή η θλιβερή υπόθεση.
953 Αλλά πώς το πέταξε; Σημάδεψε να πέσει δίπλα του το τούβλο, κάπου ένα μέτρο, για να μην τον χτυπήσει. Και καταλαβαίνετε τί περιμένει τον φυλακισμένο όταν κάνει τέτοιες επιθέσεις. Αλλά βλέπετε, είχε "αποδεχτεί τον πόνο" κι αυτός! Υποπτεύομαι λοιπόν ότι το ίδιο ή κάτι τέτοιο επιδιώκει και ο Νικολάι.
954 Κι αυτό το βγάζω από γεγονότα. Μόνο που εκείνος δεν το ξέρει ότι το ξέρω. Τί; Δεν το παραδεχόσαστε ότι μπορεί να υπάρχουν ανάμεσα στον λαό κάτι τέτοιοι φαντασιόπληκτοι; Είναι πάρα πολύ συνηθισμένο. Ο "στάρετς" άρχισε να τον επηρεάζει πάλι, ιδίως από τη στιγμή που πήγε να κρεμαστεί.
955 Είναι ολοφάνερος ο χαρακτήρας της αποφασιστικότητας από το πρώτο κιόλας βήμα, αλλά πρόκειται για ιδιάζουσα αποφασιστικότητα - σα ν' αποφάσισε ο ένοχος να γκρεμιστεί απ' το βουνό ή να πέσει απ' το καμπαναριό, αλλά όταν έκανε τον φόνο ήτανε σα να μην πήγαινε με τα δικά του πόδια.
956 Ο Πορφυρής έγειρε προς τα πίσω το κορμί του, ακουμπώντας την πλάτη του στη ράχη της καρέκλας, σα να 'χε μείνει κατάπληκτος με την ερώτηση που του 'κάνε. "Τί θα πει ποιος σκότωσε". είπε, σα να μην πίστευε στ' αυτιά του. "Σείς Ροντιόν Ρομάνοβιτς, σεις". πρόσθεσε ψιθυριστά σχεδόν με απόλυτή σιγουριά.
957 Ο Ρασκόλνικωφ πετάχτηκε απ' το ντιβάνι, στάθηκε όρθιος για μερικά δευτερόλεπτα και ύστερα ξανακάθισε χωρίς να πεί λέξη. Το πρόσωπο του άρχισε να κάνει ξαφνικά κάτι ελαφριές συσπάσεις. "Να που τρέμουν πάλι τα χείλη σας, όπως και την άλλη φορά", μουρμούρισε ο Πορφυρής Πετρόβιτς μ' ενδιαφέρον.
958 Ακόμα κι αν ήμουνα ένοχος πράγμα που δεν ομολόγησα καθόλου-γιατί τάχα θα ερχόμουνα να παραδοθώ, αφού το λέτε και μόνος σας πως θα με στέλνατε σε ανάπαυση, δηλαδή για πάντα στη φυλακή". "Εχ, Ροντιόν Ρομάνοβιτς, μην παίρνετε τα λόγια μου στην κυριολεξία. Μπορεί να μην είναι και για πάντα.
959 Το δεύτερο σημείο τώρα: Ποιο θα είναι τώρα το όφελος σας; Καταλαβαίνετε πόσο λιγοστεύετε την ποινή σας, ύστερα απ' αυτό; Για σκεφθείτε: Ένας άλλος έχει πάρει πάνω του τον φόνο και θολώνει όλη την υπόθεση! Όσο για μένα, ορκίζομαι στον Ύψιστο ότι θα τα κανονίσω ώστε να φανεί η ομολογία σας αυθόρμητη.
960 Πώς δεν έχετε ανάγκη από επιείκεια, πώς δεν έχετε ανάγκη; Είσαστε πολύ δύσκολος". "Τί θα μου έμενε πια να κάνω". "Να ζήσετε! Είσαστε κανένας προφήτης για να ξέρετε τί θα σας έμενε να κάνετε; Ζητείτε και ευρήσετε. Ίσως να 'θελε να σας δοκιμάσει ο θεός μ' αυτό που έγινε.
961 Είσαστε δύσπιστος και νομίζετε ότι προσπαθώ να σας καλοπιάσω κατά τρόπο χοντροειδή. Πόσο χρονών όμως είσαστε; Και τί καταλαβαίνετε απ' όλα αυτά τα πράγματα; Σκαρώσατε μια θεωρία και νιώθετε τώρα ντροπή γιατί πέσατε έξω και γιατί αποδείχτηκε ότι δεν είναι καθόλου πρωτότυπη στην πράξη.
962 Δεν είσαστε μάλιστα καθόλου παλιάνθρωπος. Φτάσατε στα άκρα, δίχως να βασανίσετε πολύ το μυαλό σας. Ξέρετε τί λέω για σας; Σας βλέπω σαν άνθρωπο που θα προτιμούσε να τον κάνουν κομμάτια, παρά να σκοτώσει, και που θα κοίταζε τον δήμιο του χαμογελώντας, φτάνει μονάχα να είχε βρει μια πίστη ή έναν θεό.
963 Πιστεύω μόνο ότι έχετε μπροστά σας πολλά χρόνια ακόμα. Τώρα, ακούτε αυτά που σας λέω σαν κατήχηση που την έμαθα απ' έξω, ίσως όμως να τα ξαναθυμηθείτε αργότερα και μπορεί να σας φανούν τότε χρήσιμα. Γι' αυτό σας τα λέω. Κι ακόμα, είναι ευτύχημα που η σκοτωμένη ήτανε μια κακιά γριά.
964 Ίσως θα πρέπει να λέτε δόξα σοι ο θεός. Δεν ξέρετε. Μπορεί ο θεός να σας φυλάει για κάποιον λόγο. Κάνετε κουράγιο και μη φοβόσαστε. Σας φοβίζει η μεγάλη δοκιμασία που θ' αντιμετωπίσετε; Είναι ντροπή να 'χετε τέτοιον φόβο. Αφού κάνατε το μεγάλο βήμα, δε μπορείτε να γυρίσετε πίσω.
965 Τί σημασία έχει αν ανήκετε τώρα σε μια άλλη κατηγορία ανθρώπων; Μήπως πρόκειται να λυπηθείτε για τις ανέσεις που θα χάσετε, αφού έχετε τέτοια καρδιά; Ή για το ότι θα μείνετε πολλά χρόνια μακριά απ' τον κόσμο; Ο χρόνος δεν έχει σημασία. Εκείνο που έχει σημασία είσαστε σεις ο ίδιος.
966 Ε, λοιπόν, έστω, Ροντιόν Ρομάνοβιτς, μην πιστεύετε τον λόγο μου, μην πιστεύετε αυτά που σας είπα, κάνω τη δουλειά μου, σύμφωνοι, θα προσθέσω μόνο τούτο: θα κρίνετε; μόνος σας αν είμαι τίμιος άνθρωπος ή απατεώνας". "Πότε λογαριάζετε να με συλλάβετε". "Μπορώ να σας αφήσω κάνα δυο μέρες α:.
967 Ένας μουζίκος θα το 'σκαγε, όπως κι ένας οπαδός των ιδεών της μόδας, που είναι δούλος ξένης σκέψεως, γιατί έτσι και τον κατηχήσουν λίγο μια φορά, θα πιστεύει πια σε όλη τη ζωή του ό,τι κι αν του λένε, σαν τον σημαιοφόρο Ντύρκα. Σείς όμως δεν πιστεύετε πια ούτε στις δικές σας θεωρίες.
968 Πώς, λοιπόν, θα φεύγατε. Και τί θα κάνατε καταδιωκόμενος; Είναι άθλια και σκληρή η ζωή για τον φυγάδα, και σεις έχετε ανάγκη προπάντων από μια ζωή οργανωμένη, ταχτοποιημένη, από μια δική σας ατμόσφαιρα. Και να φεύγατε θα ξαναγυρίζατε. Δε θα μπορούσατε να κάνετε χωρίς εμάς.
969 Είμαι σίγουρος μάλιστα ότι θα φτάσετε ν' αποδεχτείτε τον πόνο. Δεν το πιστεύετε τώρα που σας το λέω, θα ιδείτε όμως ότι εκεί θα καταλήξετε. Αλήθεια, Ροντιόν Ρομάνοβιτς, ο πόνος είναι μεγάλο πράγμα. Μη δίνετε προσοχή στο πάχος μου και μην κοιτάτε που δε μου λείπει τίποτα.
970 Για κάθε ενδεχόμενο, έχω να σας κάνω μια μικρή παράκληση", πρόσθεσε χαμηλώνοντας τη φωνή του. "Είναι κάπως λεπτή, αλλά την έχει τη σημασία της: Σε περίπτωση που, μέσα σ' αυτές τις σαράντα οκτώ ώρες (πράγμα που δεν πιστεύω γιατί δε σας θεωρώ ικανό για κάτι τέτοιο), θελήσετε να.
971 Ο Πορφυρής έφυγε, θα 'λέγε κανείς πως έσκυβε και πως απέφευγε να κοιτάξει τον Ρασκόλνικωφ που πήγε στο παράθυρο και με πυρετώδη ανυπομονησία περίμενε να βγει έξω ο ανακριτής και ν' απομακρυνθεί αρκετά. Ύστερα βγήκε και κείνος βιαστικά από την κάμαρα του. Βιαζότανε να συναντήσει τον Σβιντριγκάιλωφ.
972 Ίσως να μην του χρειαζότανε ο Σβιντριγκάιλωφ, αφού δεν βρήκε αυτόν τον άλλο. Η Σόνια; Μα για ποιόν λόγο να πάει τώρα στη Σόνια; Για να εκλιπαρήσει άλλη μια φορά τα δάκρυα της; Κι εξάλλου, τον τρόμαζε η Σόνια. Ήτανε γι' αυτόν η προσωποποίηση της αμετάκλητης ποινής, της ανέκκλητης καταδίκης.
973 Είχε κάτι το αποκρουστικό επάνω του αυτός ο άνθρωπος. Φαινότανε καθαρά πως είναι πολύ διεστραμμένος, πονηρός και δόλιος, ίσως μάλιστα και πολύ κακός. Κυκλοφορούσαν πολλά εις βάρος του. Είναι αλήθεια ότι προστάτευε τα παιδιά της Κατερίνας Ιβάνοβνα, αλλά ποιος ξέρει με τι' σκοπούς το έκανε.
974 Είναι αλήθεια πως ο Ραζουμίχιν την φύλαγε καλά, αλλά ο Ραζουμίχιν δεν ήξερε τίποτα. Μήπως έπρεπε να τα ομολογήσει όλα στον Ραζουμίχιν; Και μόνο που το σκέφτηκε αυτό ο Ρασκόλνικωφ ένιωσε κάτι σα φρίκη. "Πάντως πρέπει να ιδώ τον Σβιντριγκάιλωφ το συντομότερο", είπε τέλος.
975 Ήτανε τόσο εξαντλημένος απ' τις συγκινήσεις όλον αυτόν τον ατέλειωτο μήνα, ώστε σε κάτι τέτοια ερωτήματα μόνο μια παγερά απελπισμένη απάντηση έβρισκε: "τότε θα τον σκοτώσετε". Ένα οδυνηρό συναίσθημα του έσφιγγε την καρδιά. Σταμάτησε καταμεσής στον δρόμο και κοίταξε τριγύρω του.
976 Το πρώτο πάτωμα του σπιτιού αριστερά, ήτανε πιασμένο ολόκληρο από ένα εστιατόριο. Όλα του τα παράθυρα έμεναν ορθάνοιχτα, θα πρέπει να 'τανε γεμάτο μέσα, όπως φαινότανε από τις σιλουέτες που περνούσαν μπροστά απ' τα παράθυρα. Ακούγονταν τραγούδια κι έπαιζαν κλαρίνο, βιολί και ταμπούρλο.
977 Ο Ρασκόλνικωφ ήτανε έτοιμος ν' αλλάξει δρόμο, όταν, ξαφνικά, σ' ένα απ' τα παράθυρα, είδε τον Σβιντριγκάιλωφ που καθότανε μπροστά σ' ένα τραπέζι τσαγιού, με την πίπα στο στόμα. Ένιωσε απέραντη κατάπληξη και τρόμο μαζί. Ο Σβιντριγκάιλωφ τον περιεργαζότανε κοιτάζοντας τον αμίλητα.
978 Η καρδιά του χοροπηδούσε απ' την αγωνία. Ναι, αυτό ήτανε: Ο Σβιντριγκάιλωφ, προφανώς, δεν ήθελε να τον ιδούν. Έβγαλε την πίπα από το στόμα και προσπάθησε να κρυφτεί, καθώς σηκωνότανε όμως παραμερίζοντας την καρέκλα του, κατάλαβε, φαίνεται, πως ο Ρασκόλνικωφ τον είδε και τον κοίταζε προσεχτικά.
979 Στο πρόσωπο του Σβιντριγκάιλωφ φάνηκε ένα πονηρό χαμόγελο που απλωνότανε όλο και πιο πολύ. Έτσι, ο καθένας τους ήξερε πως παρακολουθείται από τον άλλον. Τέλος ο Σβιντριγκάιλωφ ξέσπασε σε γέλια τρανταχτά. "Εμπρός, λοιπόν! Ελάτε μέσα, αν θέλετε, εδώ είμαι", του φώναξε απ' το παράθυρο.
980 Φορούσε μια φούστα με ρίγες, που όλο την ανασήκωνε, κι ένα τιρολέζικο καπέλο με κορδέλες. Παρ' όλο τον θόρυβο που ερχότανε από τη διπλανή αίθουσα, όπου λέγανε μια καντάδα, εκείνη τραγουδούσε κάποιο λαϊκό τραγουδάκι με μια φωνή κοντράλτας, αρκετά σκουριασμένη, και με τη συνοδεία της λατέρνας.
981 Η διεύθυνση θα χαράκτηκε μηχανικά στη μνήμη σας και γι' αυτό τον λόγο στρίψατε κατά δω, μηχανικά πάλι, παρ' όλο που δε θυμόσαστε πια τη διεύθυνση. Εξάλλου, την ώρα που σας το 'λεγα, σκεφτόμουνα πως δεν υπήρχε πιθανότητα να με καταλάβετε. Εγκαταλείπετε πολύ τον εαυτό σας, Ροντιόν Ρομάνοβιτς.
982 Έχω πια πειστεί πως πολλοί άνθρωποι στην Πετρούπολη μιλάνε μόνοι τους καθώς περπατούν στον δρόμο. Είναι μια πόλη μισότρελλων. Αν ήτανε ανεπτυγμένη η επιστήμη μας, οι γιατροί, οι νομικοί, οι φιλόσοφοι, θα μπορούσανε να κάνουν στην Πετρούπολη πολύτιμες παρατηρήσεις, στην ειδικότητα του ο καθένας τους.
983 Δύσκολα θα 'βρίσκε κανείς σε άλλη πόλη επιδράσεις τόσο σκοτεινές, έντονες και παράξενες, σαν κι αυτές που εξασκεί η Πετρούπολη. Τις κλιματολογικές μονάχα να λογαριάσουμε, φτάνει. Κι επειδή είναι διοικητικό κέντρο όλης της χώρας, ο χαρακτήρας της έχει την αντανάκλαση του σ' όλη τη Ρωσία.
984 Μα τον θεό, δεν αξίζει τον κόπο και δεν είχα καμμιά όρεξη να κουβεντιάσω με σας κατά τρόπο ιδιαίτερο". "Γιατί τότε σας είμαι τόσο απαραίτητος; Για ποιόν λόγο, τέλος πάντων, στριφογυρίζετε ακατάπαυστα γύρω μου". "Απλούστατα, γιατί είσαστε ένα περίεργο θέμα για παρατήρηση.
985 Βλέπετε σε τί βρωμομάγαζο περνάω τον καιρό μου. Ε, λοιπόν, βρίσκω εδώ μέσα μια χαρά. Δηλαδή όχι και χαρά, αλλά πρέπει κάπου να καθίσω. Έστω και μ' αυτό το φουκαριάρικο, την Κάτια... Την είδατε, ε; Να ήμουνα τουλάχιστον κανένας καλοφαγάς, κανένας λαίμαργος που γυρίζει στις λέσχες.
986 Όσο για κρασί, πίνω μόνο λίγη σαμπάνια, κι απ' αυτή πάλι, όχι παραπάνω από ένα ποτήρι τη βραδιά. Μου είναι αρκετό, άσε που μου φέρνει και πονοκέφαλο. Κι αν παράγγειλα απόψε το 'κάνα για να ζαλιστώ λιγάκι, γιατί πρέπει να πάω τώρα κάπου, γι' αυτό με βλέπετε κάπως ευδιάθετο.
987 Αλλά (πρόσθεσε κοιτάζοντας το ρολόι του) μπορώ να μείνω ακόμα μια ώρα μαζί σας, είναι τέσσερεις και μισή τώρα. θα το πιστεύατε λοιπόν; Και τί δε θα 'δινα να είμαι τουλάχιστον κάτι ένας τσιφλικάς, ή οικογενειάρχης, ουλάνος, ζωγράφος, δημοσιογράφος... Αλλά δεν είμαι τίποτα, δε έχω καμμιά ειδικότητα.
988 Η διαφθορά έχει τουλάχιστον μια σταθερότητα που στηρίζεται στην ίδια τη φύση και δεν επηρεάζεται από τις ιδιοτροπίες της φαντασίας μας. Είναι ένα κάρβουνο που μένει αδιάκοπα αναμμένο στο αίμα μας, που μας πυρπολεί ασταμάτητα και που δε σβήνει με τα χρόνια τόσο γρήγορα, όσο κι αν το καταβρέχεις.
989 Έτσι όταν τυχαίνει να συναντήσω έναν άνθρωπο έξυπνο, σαν και σας, ρίχνομαι επάνω του. Είπα άνθρωπο έξυπνο και μάλιστα παράξενο. Ναι, μου αρέσει πολύ να φλυαρήσω λιγάκι μαζί σας, χώρια που το κρασί με ζάλισε κάπως. Υπάρχει όμως κάποιο άλλο περιστατικό που συντελεί πολύ σ' αυτό το διάβημα, αλλά.
990 Το ποσόν ήτανε πολύ μεγάλο και δεν είχα ούτε πεντάρα. Είναι περιττό να σας πω με λεπτομέρειες πώς εξαγόρασε τότε την ελευθερία μου η Μάρθα Πετρόβνα. Ξέρετε ως ποιο σημείο μπορεί να χάσει τα μυαλά της μια γυναίκα που αγαπάει; Ήτανε γυναίκα τίμια και καθόλου βλάκας (αν και αμόρφωτη).
991 Και για μια γυναίκα ζηλιάρα, εδώ είναι όλη η ουσία. Ύστερα από πολλά δάκρυα που έχυσε, υπογράφηκε μεταξύ μας ένα είδος συμβολαίου, εντελώς προφορικά. Πρώτον, δε θα άφηνα ποτέ τη Μάρθα Πετρόβνα και θα έμενα για πάντα σύζυγος της. Δεύτερον, δε θ' απουσίαζα ποτέ χωρίς την άδεια της.
992 Πέμπτον, έπρεπε να φυλάγομαι να μην ερωτευθώ καμμιά γυναίκα της σειράς μας. Έκτον, στην περίπτωση που - ο θεός να φυλάει – θα γεννιότανε μέσα μου κανένα πάθος πιο σοβαρό, έπρεπε ν' ανοίξω την καρδιά μου στη Μάρθα Πετρόβνα. Αλλά για το τελευταίο, δεν ανησυχούσε και πολύ η Μάρθα Πετρόβνα.
993 Έμπηξε τις φωνές και τα κλάματα, ξεσήκωσε όλο το σπίτι και ξέσπασε σκάνδαλο. Μια μέρα, μετά το δείπνο, η Αβντότια Ρομάνοβνα, τα κανόνισε να με συναντήσει μόνο μου σε μια αλέα του κήπου και, ενώ τα μάτια της άστραφταν, μου διατύπωσε την αξίωση ν' αφήσω ήσυχη τη φτώχεια Παράσα.
994 Στην κολακεία όμως μπορεί να είναι όλα ψευτιές, απ' την αρχή ως το τέλος, αλλά δεν τρέχει τίποτα, τη δέχεται κανείς ευχάριστα πάντοτε - είναι μια ευχαρίστηση κατώτερης ποιότητας βέβαια, πάντως όμως ευχαρίστηση. Όσο χοντροκομμένη κι αν είναι, τη βλέπει ο άλλος, κατά το ήμισυ τουλάχιστον, σαν αλήθεια.
995 Με την κολακεία μπορείς ν' αποπλανήσεις ακόμα και μια Εστιάδα. Όσο για τις συνηθισμένες γυναίκες, ούτε συζήτηση να γίνεται. Δεν μπορώ να θυμηθώ χωρίς να γελάσω πώς κατάφερα κάποτε μια γυναίκα πολύ αφοσιωμένη στον άντρα της και στα παιδιά της και πιστή στις αρχές της ηθικής.
996 Δε φανταζόσαστε τί διασκεδαστικό που ήτανε και πόσο λίγο κουράστηκα! Κι ωστόσο, ήτανε, πραγματικά ενάρετη, με τον τρόπο της τουλάχιστον. Η ταχτική μου ήτανε να φαίνομαι αδιάκοπα συντετριμμένος μπροστά στην αρετή της και να λατρεύω την αγνότητα της. Την κολάκευα κατά τρόπο ξετσίπωτο.
997 Να βλέπατε λοιπόν, πόσο θύμωσε όταν της είπα στο τέλος ότι και κείνη ζητούσε την απόλαυση, όσο κι εγώ - πράγμα που το πίστευα απολύτως. Η καημένη η Μάρθα Πετρόβνα ήτανε πολύ ευαίσθητη στην κολακεία κι αν ήθελα θα μπορούσα σίγουρα να την κάνω να γράψει όλο το κτήμα στο όνομα μου, πριν πεθάνει.
998 Άρχισα να την ειρωνεύομαι και να γελάω σαρκαστικά με τον πιο βάναυσο τρόπο για τις νουθεσίες της και για όλες τις προσπάθειες της να με φέρει στον ίσιο δρόμο. Και τότε μπήκε στη μέση η Παράσα πάλι και μάλιστα όχι μονάχα αυτή αλλά και άλλες - με δυο λόγια έγινε το σπίτι Σόδομα και Γόμορρα.
999 Δεν έχει σημασία αν είμαι μεθυσμένος αυτή τη στιγμή κι αν ήπια ένα ολόκληρο ποτήρι. Αυτό που λέω είναι αλήθεια. Σας βεβαιώ ότι οι ματιές εκείνες με κυνηγούσαν στον ύπνο μου. Στο τέλος δεν μπορούσα να υποφέρω ούτε το φρου-φρου του φουστανιού της. Νόμιζα στ' αλήθεια πως θα μ' έβρισκε καμμιά επιληψία.
1000 Όλα όμως τέλειωσαν με την καταστροφή που ξέρετε. Έτσι μπορείτε να φαντασθείτε τί μανία μ' έπιασε όταν έμαθα ότι η Μάρθα Πετρόβνα ανακάλυψε τότε εκείνον τον βρωμο-Λούζιν και σχεδίαζε να τον παντρέψει με την αδελφή σας, πράγμα που, ουσιαστικά, δεν θα είχε καμμιά διαφορά με τις δικές μου προτάσεις.
1001 Ο Σβιντριγκάιλωφ έδωσε μια γροθιά στο τραπέζι νευρικά. Είχε γίνει κατακόκκινος. Ο Ρασκόλνικωφ έβλεπε πολύ καλά ότι το ένα ή ενάμισυ ποτήρι σαμπάνια, που ήπιε με μικρές γουλιές, και δίχως να το καταλάβει, τον είχε χτυπήσει στο κεφάλι άσχημα κι αποφάσισε να το εκμεταλλευτεί.
1002 Ο Φίλιππας έφερε νερό. "Όλα αυτά είναι βλακείες", συνέχισε ο Σβιντριγκάιλωφ, βρέχοντας μια πετσέτα και βάζοντας τη στο κεφάλι του, "και μπορώ με μια λέξη να σας κολλήσω στον τοίχο, διαλύοντας όλες τις υποψίες σας. Το ξέρετε, λόγου χάρη, ότι θα παντρευτώ". "Μου το είπατε".
1003 Πού πάτε; θέλετε να φύγετε πάλι". "Όχι δε θα φύγω τώρα". "Δε θα φύγετε καθόλου; θα το ιδούμε, θα σας πάω, βέβαια, εκεί για να σας δείξω τη νύφη, όχι όμως τώρα, γιατί πρέπει να χωρίσουμε. Σεις θα πάτε δεξιά κι εγώ αριστερά. Την ξέρετε τη Ρέσλιχ; Στο σπίτι της μένω τώρα.
1004 Εκείνη όμως η σκρόφα η Ρέσλιχ, να σας πω αμέσως τί έχει στο μυαλό της: Κατά τη γνώμη της, θα τη βαριόμουνα τη γυναίκα μου και θα έφευγα παρατώντας την. Έτσι θα της έμενε η γυναίκα στα χέρια και θ' άρχιζε να την πουλάει σε ανθρώπους σαν και μας, φυσικά, ή και σε στρώματα ανώτερα.
1005 Μου λέει πως ο πατέρας της κοπέλας είναι συνταξιούχος υπάλληλος, κάποιο σαραβαλιασμένο ανθρωπάκι που τρία χρόνια τώρα μένει καρφωμένο στην πολυθρόνα, γιατί τα πόδια του είναι παράλυτα. Η μητέρα, λέει, είναι μια γυναίκα έξυπνη, ο γιος υπηρετεί κάπου στην επαρχία και δεν βοηθάει τους δικούς του.
1006 Έχουνε μια κόρη παντρεμένη που δεν τους γράφει καθόλου, και, σα να μην τους έφταναν τα δικά τους στόματα, πήρανε στην πλάτη τους και δύο μικρά ανηψίδια. Η δεύτερη κόρη έφυγε απ' το σχολείο πριν ακόμα τελειώσει. Σ' έναν μήνα θα είναι δεκάξι χρονών και θα μπορούν να την παντρέψουν.
1007 Έπρεπε να με βλέπατε που κουβέντιαζα με τη μαμά και τον μπαμπά! θα πλήρωνε κανείς για να τα ιδεί! Έρχεται λοιπόν η μικρή, κάνει μια υπόκλιση και φαντασθείτε: Φορεί ακόμα κοντά φουστάνια! Ένα σωστό μπουμπούκι που δεν άνθισε ακόμα. Κοκκινίζει (την είχανε ορμηνεμένη φυσικά).
1008 Μαλλιά κατάξανθα, πολύ λεπτά κατσαρωμένα σε μπουκλίτσες, παχιά χείλη, κατακόκκινα, κάτι ποδαράκια... Έξοχο πράγμα! Όταν την είδα, λοιπόν, τους είπα ότι, για λόγους οικογενειακούς, ήμουνα υποχρεωμένος να επισπεύσω τον γάμο και την άλλη μέρα, δηλαδή προχτές, αρραβωνιαστήκαμε.
1009 Με όλα τα χρειαζούμενα. Την πήρα στα γόνατα μου και φαίνεται πως το 'κάνα πολύ απότομα γιατί έγινε κατακόκκινη κι έβαλε τα κλάματα, αλλά είχε ανάψει όλο το κορμί της, παρ' όλο που δεν ήθελε να προδοθεί. Όλοι οι άλλοι είχανε βγει έξω για μια στιγμή και μείναμε μόνοι μας, εκείνη και γω.
1010 Ξετρύπωσε κάπου την Κάτια που του τραγούδησε πάλι ένα από κείνα τα λαϊκά τραγούδια που λένε για τον άντρα τον "σκληρό και τον σατράπη", που άρχισε την Κάτια να φιλεί. Ο Σβιντριγκάιλωφ τους κερνούσε όλους κι αυτή και το παιδί και τους τραγουδιστές και τα γκαρσόνια καθώς και δυο-τρεις γραφιάδες.
1011 Είχε ανοίξει κουβέντα μ' αυτούς τους γραφιάδες, γιατί οι μύτες τους ήτανε στραβές: Του ενός στράβωνε προς τα δεξιά, του άλλου προς τ' αριστερά πράγμα που του έκανε μεγάλη εντύπωση. Τελικά, τον παρέσυραν σε κάποιο κέντρο διασκεδάσεως που βρισκόταν μέσα σ' έναν κήπο, όπου τους πλήρωσε τα έξοδα.
1012 Εξ άλλου, υπήρχαν πολλά τραπεζάκια και καθίσματα βαμμένα πράσινα. Το κοινό είχανε αναλάβει να το διασκεδάζουν κάτι τραγουδιστές της κακιάς ώρας κι ένας μεθυσμένος Γερμανός από το Μόναχο, που πα-ράσταινε τον παλιάτσο και είχε μια μύτη κατακόκκινη, αλλά για κάποιο λόγο φαινόταν μελαγχολικός.
1013 Οι δυο γραφιάδες καυγάδιζαν με κάτι άλλους γραφιάδες και παρά λίγο να 'ρθούν στα χέρια. Βάλανε διαιτητή τον Σβιντριγκάιλωφ, που προσπαθούσε ένα τέταρτο της ώρας να τους λύσει τις διαφορές, αλλά εκείνοι φώναζαν τόσο δυνατά που στάθηκε αδύνατο να καταλάβει περί τίνος πρόκειται.
1014 Κατά πάσαν πιθανότητα, ένας απ' αυτούς είχε κλέψει κάτι και μάλιστα τα κατάφερε να το πουλήσει κιόλας σ' έναν Εβραίο, αλλά πήγαινε να ρίξει τους άλλους στη μοιρασιά. Τέλος, αποδείχτηκε ότι το κλεμμένο ήτανε ένα ασημένιο κουταλάκι του τσαγιού που είχανε ξαφρίσει απ' το κέντρο.
1015 Ο Σβιντριγκάιλωφ πλήρωσε και για το κουτάλι και ύστερα σηκώθηκε κι έφυγε από το κέντρο. Ήτανε δέκα περίπου η ώρα. Ο ίδιος δεν είχε πιει τίποτα όλη τη βραδιά και ζήτησε μόνο να του φέρουν ένα τσάι επειδή κάτι έπρεπε να πάρει. Η ατμόσφαιρα ήτανε βαριά κι ο ουρανός συννεφιασμένος.
1016 Ακούστηκε ένα αστραπόβροντο κι άρχισε να πέφτει η βροχή με το τουλούμι. Δεν έφταναν στη γη σταγόνες αλλά χείμαρροι. Οι αστραπές έρχονταν η μια πίσω απ' την άλλη και η λάμψη τους κράταγε τόσο πολύ που θα μπορούσες να μετρήσεις ως τα πέντε. Πήγε στο δωμάτιο του μουσκεμένος ως το κόκαλο.
1017 Κλειδώθηκε, άνοιξε το συρτάρι του, έβγαλε όλα του τα λεφτά και έσχισε μερικά χαρτιά. Ύστερα, έχωσε όλα τα λεφτά στην τσέπη του και σκέφτηκε για μια στιγμή ν' αλλάξει ρούχα, αλλά ρίχνοντας μια ματιά προς τα έξω και στήνοντας τ' αυτί του κατάλαβε πως συνεχιζότανε η μπόρα.
1018 Προχώρησε κατά το δωμάτιο της Σόνιας. Τη βρήκε εκεί. Δεν ήτανε μόνη της. Κοντά της κάθονταν τα τέσσερα παιδιά του Καπερναούμωφ και η Σοφία Σεμιόνοβνα τους σερβίριζε τσάι. Δέχτηκε τον Σβιντριγκάιλωφ με σιωπηλό σεβασμό, κοιτάζοντας με κατάπληξη τα μουσκεμένα ρούχα του, χωρίς όμως να πει τίποτα.
1019 Όλοι αυτοί οι άνθρωποι έχουν τις ίδιες επαγγελματικές συνήθειες. Οι αδελφούλες σας και το μικρό είναι τώρα εξασφαλισμένα και τα λεφτά που κατέθεσα για λογαριασμό τους επί αποδείξει βρίσκονται σε σίγουρα χέρια. Τις αποδείξεις καλύτερα να τίς κρατάτε εσείς, για κάθε ενδεχόμενο.
1020 Θα είναι πολύ καλύτερα γι' αυτόν. Ε, κι όταν θα 'ρθει η ώρα για τη Σιβηρία... θα τον ακολουθήσετε και σεις, δεν είναι έτσι; Καλά το λέω; Αφού λοιπόν είναι έτσι, τότε θα χρειαστούνε τα λεφτά, θα σας χρειαστούν γι' αυτόν, καταλαβαίνετε; Παραδίνοντας σε σας αυτά τα λεφτά, είναι σα να τα δίνω στον ίδιο.
1021 Επί πλέον, έχετε υποσχεθεί να ξεπληρώσετε την Αμαλία Ιβάνοβνα κι αυτό το άκουσα. Αλλά για σταθείτε. Της χρώσταγε η ' Κατερίνα Ιβάνοβνα και όχι εσείς, θα μπορούσατε λοιπόν να στείλετε στο διάβολο αυτή τη Γερμανίδα δεν θα τα βγάλετε έτσι πέρα στη ζωή, Σοφία Σεμιόνοβνα.
1022 Τέλος πάντων, αν τύχει και σας ρωτήσει κανείς για μένα αύριο να πούμε ή μεθαύριο, μην του πείτε τίποτα, μην κάνετε καθόλου κουβέντα για την αποψινή μου επίσκεψη και να μη σας ξεφύγει λέξη ότι σας έδωσα λεφτά. Και τώρα καλή αντάμωση. (Σηκώθηκε). Τους χαιρετισμούς μου στον Ροντιόν Ρομάνοβιτς.
1023 Ώστε λοιπόν θα φύγετε μ' αυτή τη βροχή". "Ε, όταν ετοιμάζεται κανείς να φύγει για την Αμερική, θα φοβηθεί τη βροχή; Καλή αντάμωση, Σοφία Σεμιόνοβνα. Σας εύχομαι να ζήσετε και να ζήσετε πολύ γιατί θα είσαστε χρήσιμη στους άλλους. Αλήθεια, πέστε και στον κύριο Ραζουμίχιν χαιρετίσματα.
1024 Έφυγε αφήνοντας τη Σόνια άναυδη, κατατρομαγμένη, πλημμυρισμένη από ένα ακαθόριστο προαίσθημα που της έφερνε θλίψη. Αργότερα, μαθεύτηκε ότι το ίδιο εκείνο βράδυ, κατά τα μεσάνυχτα, είχε κάνει άλλη μια επίσκεψη ακόμα πιο παράξενη και αναπάντεχη. Η βροχή δεν είχε σταματήσει ακόμα.
1025 Άλλοτε, όλα αυτά τ' άκουγε ο Αρκαδίας Ιβάνοβιτς με απέραντο σεβασμό, τώρα όμως φάνηκε πολύ ανυπόμονος και της είπε ορθά-κοφτά ότι ήθελε να ιδεί αμέσως την αρραβωνιαστικιά του, παρ' όλο που από την πρώτη κιόλας στιγμή του είχανε πει ότι πήγε για ύπνο. Φυσικά, εκείνη παρουσιάστηκε.
1026 Έφυγε αφήνοντας τους αναστατωμένους. Αμέσως, η πονετική μαμά βρήκε την απάντηση σε πολλές απορίες και με φωνή ψιθυριστή τους είπε γρήγορα-γρήγορα ότι ο Αρκαδίας Ιβάνοβιτς ήτανε πολύ σπουδαίος άνθρωπος, πολυάσχολος, με μεγάλες σχέσεις και πάμπλουτος. Ένας θεός μονάχα ξέρει τί έχει στο μυαλό του.
1027 Το σπουδαιότερο απ' όλα όμως είναι να προσέξουν μην τους φύγει καμμιά κουβέντα, γιατί ένας θεός μονάχα ξέρει τί μπορεί να τους βρει. Να κλειδώσουνε τα λεφτά και ευτυχώς που η Θεοδοσία μένει στην κουζίνα αλλά και πάλι τον νου σας, ούτε κουβέντα σ' εκείνη τη Ρέσλιχ και τα λοιπά και τα λοιπά.
1028 Έκανε μεταβολή και τράβηξε κατά τη λεωφόρο Χ. Περπατούσε κάμποσο σ' αυτόν τον ατέλειωτο δρόμο, ίσως πάνω από μισή ώρα, σκοντάφτοντας πολλές φορές απ' το σκοτάδι στα σημεία όπου το κατάστρωμα του δρόμου ήτανε ξύλινο. Έψαχνε επίμονα να βρει κάτι που πρέπει να ήτανε στο δεξιό μέρος του δρόμου.
1029 Ξεχώριζε τόσο πολύ κείνο το ξενοδοχείο σ' αυτήν την απομακρυσμένη συνοικία, ώστε δεν μπορούσες να μην το ιδείς, όσο βαθύ κι αν ήτανε το σκοτάδι. Ήτανε ένα κτήριο μακρόστενο, ξύλινο, μαυρισμένο απ' την πολυκαιρία. Παρ' όλο που ήτανε αργά, υπήρχαν ακόμα μερικά φώτα αναμμένα κι έβλεπες κάποια κίνηση.
1030 Μπήκε και ζήτησε ένα δωμάτιο από κάποιο λιγδιασμένο γκαρσόνι, που συνάντησε στον διάδρομο. Το λιγδιασμένο αυτό γκαρσόνι, αφού του 'ρίξε πρώτα μια ματιά, τίναξε το κεφάλι του και τον πήγε αμέσως σ' ένα δωμάτιο στενό και απόμερο, χωρίς αέρα, στο βάθος του διαδρόμου, κάτω απ' τη σκάλα.
1031 Πήγε κοντά και κοίταξε. Στο δωμάτιο εκείνο, που ήτανε λίγο μεγαλύτερο απ' το δικό του, βρίσκονταν δυο άντρες. Ο ένας χωρίς σακάκι, με κάτι κατσαρά μαλλιά και με πρόσωπο ξαναμμένο, στεκότανε όρθιος και είχε πάρει στάση ρήτορα, με τα πόδια ανοιχτά για να κρατάει την ισορροπία του καλύτερα.
1032 Χτυπούσε με το χέρι τα στήθη του και κατηγορούσε τον άλλο με στόμφο, λέγοντας του πως είναι ένας τιποτένιος, ότι δεν κατάφερε ποτέ του να διακριθεί, ότι αυτός τον τράβηξε από τον βούρκο και μπορεί να τον ξαναστείλει στο βούρκο αν το θελήσει - μάρτυρας του ο Παντοδύναμος θεός που τα βλέπει όλα.
1033 Ξαναγύρισε το γκαρσόνι με το τσάι και τον ρώτησε ακόμα μια φορά μήπως χρειαζότανε τίποτ' άλλο και όταν πήρε αρνητική απάντηση έφυγε τελειωτικά. Ο Σβιντριγκάιλωφ ρίχτηκε στο τσάι για να ζεσταθεί και ήπιε ένα φλιτζάνι, αλλά δεν μπόρεσε ν' αγγίξει το κρέας, του είχε κοπεί ολότελα η όρεξη.
1034 Καθώς φαίνεται, άρχισε να του μπαίνει πυρετός. Έβγαλε το παλτό και το σακάκι του και κουβαριάστηκε κάτω απ' τα σκεπάσματα. Ήτανε θυμωμένος. "θα προτιμούσα να μην είμαι άρρωστος αυτή την ώρα", είπε σαρκαστικά. Η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο ήτανε αποπνικτική. Το κερί έκαιγε σκορπίζοντας ένα φως καπνισμένο.
1035 Και όμως κάνω τον δύσκολο, σαν το ζώο που φροντίζει πάντα να βολευτεί σε μια καλή θέση... σε παρόμοιες περιστάσεις. Καλύτερα θα έκανα να τραβήξω κατά το νησάκι Πετρόβσκυ. Αλλά η νύχτα μου φάνηκε πολύ σκοτεινή, πολύ παγερή, χε, χε. Λίγο ακόμη και θα ζητούσα ευχάριστα συναισθήματα.
1036 Πολύ χοντρό παιγνίδι έκανε. Για να γίνει ωστόσο πολύ μεγάλος παλιάνθρωπος, θα περάσει πάρα πολύς καιρός και θα πρέπει να του φύγουν πρώτα οι βλακείες που έχει στο μυαλό του, για την ώρα όμως η βαθιά που είναι η λαχτάρα του για τη ζωή! Όλοι αυτοί είναι τόσο δειλοί σ' αυτό το σημείο.
1037 Αλλά δεν πάνε στο διάβολο; Τί με νοιάζει εμένα". Δεν τον έπαιρνε ο ύπνος. Σιγά-σιγά η μορφή της Ντουνιάς παρουσιαζότανε μπροστά του έτσι όπως ήτανε όταν ήρθε στο δωμάτιο του και ξαφνικά ανατρίχιασε ολόκληρος. "Όχι, σκέφτηκε", ανοίγοντας πάλι τα μάτια του, "πρέπει να γλυτώσω τώρα απ' αυτό.
1038 Τινάχτηκε, "θα είναι κανένας ποντικός, σκέφτηκε, γιατί άφησα το κρέας στο τραπέζι!" Έτρεμε στη σκέψη πως θα ήτανε υποχρεωμένος να ξεσκεπαστεί, να σηκωθεί και να ξεπαγιάσει, ξαφνικά όμως ένιωσε να τον γαργαλάει κάτι δυσάρεστο στο πόδι. Πέταξε τα σκεπάσματα του και άναψε το κερί.
1039 Τίναξε τα σκεπάσματα και, απότομα, πήδησε ένας ποντικός πάνω στο κρεβάτι. Όρμησε να τον πιάσει, το ποντίκι όμως, χωρίς να φύγει απ' το κρεβάτι, έκανε διάφορα ζιγκ-ζαγκ δώθε-κείθε, του ξεγλιστρούσε μέσα απ' τα δάχτυλα, έτρεχε πάνω στο χέρι του και τελικά χώθηκε κάτω απ' το μαξιλάρι του.
1040 Το δωμάτιο ήτανε βυθισμένο στο σκοτάδι και κείνος ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, κουβαριασμένος όπως πριν κάτω απ' τα σκεπάσματα. Στο παράθυρο του μούγκριζε ακόμα ο αέρας. "Τί σιχαμένο όνειρο!", σκέφτηκε οργισμένα. Σηκώθηκε και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού, με τις πλάτες γυρισμένες προς το παράθυρο.
1041 Χωρίς να φύγει απ' τη θέση του, τράβηξε επάνω του το πάπλωμα και τυλίχτηκε μ' αυτό. Δεν άναψε φως. Δεν σκεφτότανε τίποτα, ούτε κι ήθελε να σκέφτεται άλλωστε, αλλά τα οράματα έρχονταν το ένα μετά το άλλο καθώς και διάφορες κομματιαστές σκέψεις, χωρίς αρχή, χωρίς ειρμό, χωρίς συνέχεια.
1042 Το αυστηρό προφίλ του προσώπου της, που ήτανε κιόλας παγωμένο, φαινότανε κι αυτό σαν σκαλισμένο σε μάρμαρο, το χαμόγελο όμως των χλωμών χειλιών της είχε μια θλίψη απέραντη και μια απελπισία που δε την συναντάς στην ηλικία των παιδιών. Ο Σβιντριγκάιλωφ την ήξερε αυτή την κοπέλα.
1043 Με το κορμί γερμένο προς τα μπρος και τους αγκώνες στο περβάζι, στύλωσε τα μάτια του στο πυκνό σκοτάδι κάπου πέντε λεπτά, δίχως να μπορεί να πάρει από κει το βλέμμα του. Και μες στο πηχτό σκοτάδι της νύχτας, έπεσε ξαφνικά μια κανονιά πρώτα κι ύστερα από λίγο δεύτερη. "Το σινιάλο!", είπε.
1044 Πώς βρέθηκε εδώ μέσα; Σίγουρα κρύφτηκε σε τούτη δω την άκρη και δεν είχε κοιμηθεί καθόλου τη νύχτα. Άρχισε να το ρωτάει. Το κοριτσάκι ζωήρεψε ξαφνικά κι άρχισε να του λέει γρήγορα-γρήγορα με την παιδιάστικη γλωσσίτσα του κάτι για τη "μανούλα" που ήθελε να το δείρει γιατί "έπασε" κάποιο φλιτζάνι.
1045 Το 'σκασε απ' τα χτες και για πολλή ώρα θα κρυβότανε κάπου έξω, στη βροχή. Τελικά, τρύπωσε εδώ, κουβαριάστηκε πίσω απ' την ντουλάπα, κι έμεινε σ' αυτή την άκρη όλη τη νύχτα, κλαίγοντας και τρέμοντας από το κρύο, απ' τα σκοτάδια κι απ' τον φόβο ότι θα το έδερναν γι' αυτό που είχε κάνει.
1046 Κάλτσες δεν φορούσε. Όταν το έγδυσε, το ξάπλωσε στο κρεβάτι και το σκέπασε με το πάπλωμα ως τον λαιμό. Η μικρή αποκοιμήθηκε αμέσως. Μετά απ' αυτό, ο Σβιντριγκάιλωφ ξαναβυθίστηκε στις θλιβερές του σκέψεις. "Έμπλεξα και σ' άλλη ιστορία πάλι", είπε ξαφνικά οργισμένα. "Τί βλακεία!"
1047 Πήρε το κηροπήγιο φουρκισμένος να ψάξει πάλι για το γκαρσόνι και να φύγει όσο το δυνατό γρηγορότερα. "Α, το παλιοκόριτσο!", είπε αναθεματίζοντας την ώρα και τη στιγμή ενώ άνοιγε την πόρτα. Ξαναγύρισε όμως για να ρίξει μια ματιά στο κοριτσάκι και να ιδεί αν το 'χε πάρει ο ύπνος.
1048 Η μικρή κοιμότανε βαθιά και μακάρια. Είχε ζεσταθεί κάτω απ' τα σκεπάσματα κι ένα ρόδινο χρώμα φάνηκε ξανά στα μαγουλά της. Αλλά, παράξενο, σαν να 'τανε πιο ζωηρό αυτό το χρώμα που φλόγιζε τα μαγουλά της, αφύσικο για χρώμα ενός παιδιού, "θα 'ναι από τον πυρετό", σκέφτηκε ο Σβιντριγκάιλωφ.
1049 Τα μάτια της ανοίγουν μην έχοντας πια να κρύψουν τίποτα, τον αγκαλιάζουν αδιάντροπα μ' ένα βλέμμα φλογερό, γεμάτο πάθος, τον καλούν, γελάνε. Είχε κάτι το φοβερά αποκρουστικό και πρόστυχο εκείνο το γέλιο, τα μάτια της, το παιδικό της πρόσωπο που έδειχνε μόνο βδελυρότητα πια.
1050 Αλλά την ίδια στιγμή ξύπνησε. Στο κρεβάτι βρισκότανε ξαπλωμένος ο ίδιος, κουκουλωμένος με το πάπλωμα. Το κερί ήτανε σβησμένο και σιγότρεμε η αυγή στα τζάμια. "Είχα εφιάλτη όλη τη νύχτα!" Ανασηκώθηκε στο κρεβάτι του με μανία. Ήτανε πιασμένος και τον πονούσαν όλα του τα κόκαλα.
1051 Έξω είχε πέσει πυκνή ομίχλη και δεν έβλεπες τίποτα. Ήτανε κοντά πέντε η ώρα, είχε κοιμηθεί πάρα πολύ! Σηκώθηκε, ξαναφόρεσε το σακάκι του και το παλτό του, που ήτανε υγρό ακόμα. Στην τσέπη του έπιασε το περίστροφο. Το πήρε, διόρθωσε τη θέση του καψουλιού και ύστερα κάθησε.
1052 Το πιστόλι και το σημειωματάριο ήτανε δίπλα στον αγκώνα του. Οι μύγες, που είχανε ξυπνήσει, κάθονταν στο κρέας που δεν τ' άγγιξε καθόλου και βρισκότανε ακόμα πάνω στο τραπέζι. Τίς κοίταζε κάμποση ώρα και τέλος έκανε ν' αρπάξει μια με το δεξί του χέρι που έμενε ελεύθερο.
1053 Μισοξεχώριζε τα νερά του ποταμού που φούσκωσαν τη νύχτα, το νησάκι Πετρόβσκυ, τα πλημμυρισμένα δρομάκια, το χορτάρι που ήτανε σκεπασμένο απ' τα νερά, τα μουσκεμένα δέντρα, τους θάμνους και, τέλος, τον θάμνο που γύρευε. Κοίταζε με πίκρα τα σπίτια, για να πάει το μυαλό του κάπου αλλού.
1054 Η παγωνιά και η υγρασία περνούσαν σ' όλο του το κορμί και του 'φερναν ρίγος. Κάθε φορά που έβλεπε καμμιά ταμπέλα μαγαζιού, την διάβαζε πολύ προσεχτικά. Το ξύλινο οδόστρωμα του δρόμου είχε τελειώσει. Πέρασε από μπροστά του ένα παλιόσκυλο, μουσκεμένο και λερωμένο, με την ουρά στα σκέλια.
1055 Του 'ρίξε μια ματιά και συνέχισε τον δρόμο του. Είδε στ' αριστερά του μια ψηλή σκοπιά. "Ά, έκανε, αυτό το μέρος είναι ένα κι ένα. Γιατί να κάνω τον κόπο να πάω ως το Πετρόβσκυ; Εδώ τουλάχιστον θα έχω κι έναν επίσημο μάρτυρα". Λίγο ακόμα και θα έβαζε τα γέλια με τη σκέψη που έκανε.
1056 Τέλος, του φάνηκε πολύ αφύσικο αυτουνού του Αχιλλέα να στέκεται μπροστά του ένας άνθρωπος τρία μέτρα πιο πέρα και να τον κοιτάζει επίμονα, χωρίς να είναι μεθυσμένος και χωρίς να λέει λέξη. "Τι γυρεύεις εσύ". ρώτησε με την εβραϊκή προφορά του, δίχως να φύγει από τη θέση του.
1057 Ο Ρασκόλνικωφ προχωρούσε κονταίνοντας όλο και πιο πολύ το βήμα του σαν ν' αναρωτιότανε: "θα μπω ή δεν θα μπω". Αλλά με κανέναν τρόπο δεν θα γύριζε πίσω, είχε πάρει πια την απόφαση του. "Κι εξ άλλου, δεν ξέρουνε ακόμα τίποτα, σκεφτότανε, έχουν συνηθίσει να με παίρνουν για μισότρελλο".
1058 Ήτανε ντυμένος φριχτά: Είχε περάσει όλη του τη νύχτα στη βροχή και τα ρούχα του ήτανε γεμάτα λάσπες, τσαλακωμένα και βρώμικα. Το πρόσωπο του είχε γίνει αγνώριστο σχεδόν από την κούραση, απ' την κακοκαιρία, από την εξάντληση κι όλη αυτή την πάλη που γινόταν μέσα του ένα ολόκληρο εικοσιτετράωρο τώρα.
1059 Πέρασε τη νύχτα εκείνη ολομόναχος, ένας θεός μονάχα ξέρει πού, είχε όμως πάρει τουλάχιστον την απόφαση του. Χτύπησε την πόρτα. Του άνοιξε η μητέρα του. Αυτήν την ώρα δεν ήτανε ούτε η υπηρέτρια στο σπίτι. Η Πουλχερία Αλεξάνδροβνα έμεινε στην αρχή βουβή μπροστά του απ' την κατάπληξη και τη χαρά της.
1060 Ποιος ξέρει πάλι τί ιδέες έχει στο κεφάλι του, που τον παιδεύουν και γω τον βασανίζω και τον ενοχλώ". Διαβάζω, αγόρι μου και, φυσικά, δεν τα καταλαβαίνω όλα, αλλά δεν γίνεται κι αλλιώς, πού να τα χωρέσει εμένα το μυαλό μου αυτά τα πράγματα". "Για δώσ' μου το αυτό το άρθρο, μητέρα".
1061 Ο Ρασκόλνικωφ πήρε το περιοδικό και έριξε μια ματιά στο άρθρο. Όση και αν ήτανε η αντίθεση ανάμεσα στις σελίδες αυτές και στη σημερινή ψυχική του κατάσταση, ένιωσε εκείνο το παράξενο και πικρόγλυκο συναίσθημα που νιώθει ο συγγραφέας όταν βλέπει τυπωμένο κάτι δικό του για πρώτη φορά.
1062 Κι ήτανε ένας συγγραφέας μόλις είκοσι τριών χρονών. Όμως αυτό δεν κράτησε πάνω από ένα λεπτό. Μόλις διάβασε δυο-τρεις αράδες, το πρόσωπο του πάλι συννέφιασε και η καρδιά του σφίχτηκε από θλίψη. Ξανάφερε στο μυαλό του όλη την πάλη που γινόταν μέσα του σ' αυτούς τους τελευταίους μήνες.
1063 Ξέρεις, Ρόντια, εδώ και έξι-εφτά μέρες μ' έτρωγε η αγωνία καθώς έβλεπα τα ρούχα σου και τον τρόπο της ζωής σου, έτρεμα για το τί τρως και για το πώς κοιμάσαι. Τώρα βλέπω άλλη μια φορά πόσο κουτή ήμουνα, γιατί θα έφτανε να το θέλεις και θα τα είχες όλα μεμιάς, με την εξυπνάδα και το ταλέντο σου.
1064 Μιλάει πάντοτε για σένα. Σ' αγαπάει και σ' εκτιμάει πολύ χρυσέ μου. Μ' αυτό δεν θέλω να πω πως η αδελφή σου αδιαφορεί για μένα, δεν παραπονιέμαι. 'Άλλος χαρακτήρας εκείνη, άλλος εγώ. Όμως έχει κάτι μυστικά που δεν τα ξέρω, ενώ εγώ ποτέ δεν έκρυψα τίποτα από σας τους δυο.
1065 Αλήθεια, ήτανε πολύ ευχαριστημένος που δεν βρέθηκε κανείς στο σπίτι κι έμεινε μόνος του με τη μητέρα. Ύστερα από τα φοβερά μαρτύρια που πέρασε, ένιωθε τώρα σαν να μαλάκωσε η καρδιά του, για πρώτη φορά. Γονάτισε μπροστά στη μητέρα του, της φιλούσε τα πόδια κι έκλαιγαν μαζί, αγκαλιασμένοι.
1066 Και το μυαλό του πήγε με αηδία στον Πορφυρή. Όταν όμως έφτασε στην κάμαρα του κι άνοιξε την πόρτα, είδε την Ντουνιά. Καθόταν στο ντιβάνι, ολομόναχη και βυθισμένη σε σκέψεις, περιμένοντας τον από πολλήν ώρα. Στάθηκε στο κατώφλι. Εκείνη σηκώθηκε με φρίκη και στυλώθηκε μπροστά του.
1067 Από το βλέμμα αυτό κατάλαβε αμέσως ότι τα 'ξερέ όλα. "Να μπω ή να φύγω", την ρώτησε ενώ το πρόσωπο του σκοτείνιαζε. "Όλη την ημέρα ήμουνα στο σπίτι της Σοφίας Σεμιόνοβνα, σε περιμέναμε και οι δύο. Φανταζόμαστε ότι θα ερχόσουνα". Ο Ρασκόλνικωφ μπήκε στο δωμάτιο και σωριάστηκε σε μια καρέκλα.
1068 Ντουνιά, είμαι πολύ κουρασμένος και τούτη τη στιγμή τουλάχιστον θα ήθελα να κρατήσω την αυτοκυριαρχία μου". Τον κοίταξε με καχυποψία. "Πού ήσουνα απόψε όλη τη νύχτα". "Δεν θυμάμαι και καλά. Βλέπεις, έπρεπε να πάρω μια απόφαση οριστική και βρέθηκα πολλές φορές κοντά στον Νέβα, αυτό το θυμάμαι.
1069 Πόσο δίκιο είχαμε η Σοφία Σεμιόνοβνα κι εγώ που φοβηθήκαμε κάτι τέτοιο. Ώστε λοιπόν πιστεύεις ακόμα στη ζωή; Ας είναι ευλογημένο το όνομα Του, ας είναι ευλογημένο!" Ο Ρασκόλνικωφ γέλασε πικρά. "Δεν πίστευα, αλλά πριν από λίγο αγκαλιαστήκαμε και κλάψαμε μαζί με τη μητέρα.
1070 Είμαι βέβαιος πως ξέρει κιόλας τη μισή αλήθεια. Ίσως να μην έκανα καλά που πήγα να την δω. Ούτε και ξέρω γιατί πήγα. Είμαι ένας τιποτένιος, Ντουνιά". "Ένας τιποτένιος όμως που είναι έτοιμος να σηκώσει τον σταυρό του μαρτυρίου. Γιατί θα πας να τα ομολογήσεις όλα, έτσι δεν είναι". "Ναι, θα πάω.
1071 Εγώ ο ίδιος ήθελα το καλό της ανθρωπότητας και θα έκανα χιλιάδες καλές πράξεις για να εξαγοράσω τούτη τη βλακεία, που στην πραγματικότητα δεν ήτανε ούτε βλακεία, αλλά απλώς μια ατζαμοσύνη, γιατί η ιδέα αυτή καθ' αυτήν δεν ήτανε τόσο ανόητη όσο φαίνεται τώρα που απέτυχε.
1072 Γιατί, τάχα, είναι ωραιότερο να ρίχνεις βόμβες στον άμαχο πληθυσμό, σε μια πολιορκία σύμφωνα με τους τύπους; Ο φόβος της ομορφιάς είναι το πρώτο σκαλοπάτι της αδυναμίας. Ποτέ, ποτέ άλλοτε δεν το ένιωσα αυτό καλύτερα από τώρα και ποτέ δεν κατάλαβα λιγότερο, ποιο είναι το έγκλημα μου.
1073 Το χλωμό και τσακισμένο πρόσωπο του κοκκίνησε απότομα. Αμέσως μόλις είπε αυτά τα λόγια, τα μάτια του έπεσαν τυχαία στο βλέμμα της Ντουνιάς που είχε τόσον πόνο και τόση θλίψη. Συνήλθε ξαφνικά, χωρίς σχεδόν να το θέλει. Κατάλαβε πως έκανε δυστυχισμένες αυτές τις δύο γυναίκες.
1074 Μην έρθεις μαζί μου, σε παρακαλώ, πρέπει να περάσω πρώτα από κάπου... Φύγε τώρα αμέσως και μείνε κοντά στην μητέρα μας. Αυτή είναι η τελευταία κι η πιο μεγάλη χάρη που σου ζητώ. Μην την εγκαταλείψεις ούτε στιγμή, την άφησα αναστατωμένη και δεν θα μπορέσει να τ' αντέξει, θα πεθάνει ή θα τρελλαθεί.
1075 Δεν θα σας ντροπιάσω, θα το δεις, θ' αποδείξω πως... Και τώρα γεια σου", βιάστηκε να προσθέσει βλέποντας μια παράξενη έκφραση στα μάτια της αδελφής του την ώρα που της έδινε όλες αυτές τις υποσχέσεις. "Γιατί κλαις έτσι; Μην κλαις, μην κλαις σε παρακαλώ, δεν χωριζόμαστε για πάντα.
1076 Πήγε στο τραπέζι, πήρε ένα χοντρό κατασκονισμένο βιβλίο, το άνοιξε και τράβηξε από μέσα ένα πορτραίτο, μιαν ακουαρέλα καμωμένη πάνω σε ελεφαντόδοντο. Ήτανε το πορτραίτο της κόρης της σπιτονοικοκυράς του, της αρραβωνιαστικιάς του, που πέθανε από κακοήθη πυρετό και που ήθελε να γίνει καλόγρια.
1077 Αλλά το πιο σπουδαίο, το κυριότερο, είναι ότι πρέπει να πάρουν τώρα όλα άλλο δρόμο, να κόψω κάθε σχέση με τα περασμένα", φώναξε άξαφνα, ξαναγυρίζοντας στον μεγάλο του καημό. "Είμαι έτοιμος να το κάνω αυτό; Τί θέλω πραγματικά; Λένε ότι η δοκιμασία αυτή μου είναι απαραίτητη.
1078 Τέλος, βγήκανε και οι δύο. Η Ντουνιά πονούσε απέραντα, μα αγαπούσε τον αδελφό της. Απομακρύνθηκε. Αλλά, αφού έκανε καμιά πενηνταριά βήματα, γύρισε άλλη μια φορά να τον ιδεί. Ο Ρασκόλνικωφ φαινότανε ακόμα. Όταν έφτασε στη γωνιά του δρόμου, γύρισε και κείνος για τελευταία φορά.
1079 Και γι' αυτό ακριβώς με στέλνουνε στο κάτεργο αυτό τους χρειάζεται! Γυρίζουν πάνω-κάτω όλοι τους κι ωστόσο ο καθένας τους είναι από φυσικού του παλιάνθρωπος, ληστής και κάτι χειρότερο ακόμα: Ηλίθιος. Έτσι και κάνω όμως ότι προσπαθώ ν' αποφύγω το κάτεργο, θα φρυάξουν όλοι τους από ιερή αγανάχτηση.
1080 Ώ, πόσο τους μισώ! Όλους!" Ύστερα, βάλθηκε να σκέφτεται βαθιά το εξής: "Με ποια εξέλιξη λοιπόν θα μπορούσε τέλος πάντων να συμφιλιωθεί με όλους τους ανθρώπους, να συμφιλιωθεί ειλικρινά, χωρίς συζήτηση, με τη βεβαιότητα ότι πρέπει να υποταχθεί; Γιατί όχι; Σίγουρα, αυτό θα γίνει.
1081 Κι ωστόσο, συνέχιζε τον δρόμο του. Όταν έφτασε στης Σόνιας, είχε αρχίσει πια να σουρουπώνει. Όλη την ημέρα τον περίμενε η Σόνια τρομερά ανήσυχη. Από το πρωί ήτανε μαζί της και η Ντουνιά γιατί θυμήθηκε εκείνο που της είχε πει ο Σβιντριγκάιλωφ, ότι "τα ξέρει όλα" η Σόνια.
1082 Από τη συνάντηση εκείνη η Ντουνιά είχε τουλάχιστον την παρηγοριά ότι δεν θα 'μένε ο αδελφός της ολομόναχος. Στη Σόνια το πρωτοεξομολογήθηκε. Σ' αυτήν αναζήτησε έναν άνθρωπο, όταν ένιωσε την ανάγκη μιας ανθρώπινης παρουσίας, θα πήγαινε μαζί του, όπου κι αν τον έστελνε η μοίρα του.
1083 Η Ντουνιά δεν την ρώτησε γι' αυτό καθόλου, το 'ξερέ όμως ότι έτσι θα γινότανε και μάλιστα την κοίταζε με μια λατρεία που έκανε τη Σόνια να τα χάσει στην αρχή και παρά λίγο να βάλει τα κλάματα, γιατί θεωρούσε τον εαυτό της ανάξιο ακόμα και για να σηκώσει τα μάτια της και να κοιτάξει την Ντουνιά.
1084 Τέλος, η Ντουνιά, μην αντέχοντας πια, άφησε τη Σόνια και πήγε να τον περιμένει στο δωμάτιο του, κάνοντας τη σκέψη ότι θα περνούσε πρώτα από κει. Όταν έμεινε η Σόνια μόνη της, άρχισε να βασανίζεται ξανά από τον τρόμο στη σκέψη ότι ο Ρασκόλνικωφ μπορεί πραγματικά να είχε προσφύγει στην αυτοκτονία.
1085 Τον ίδιο φόβο είχε και η Ντουνιά. Όλη την ημέρα όμως, προσπαθούσε η μια να πείσει την άλλη με διάφορα επιχειρήματα ότι δεν ήτανε δυνατόν να γίνει κάτι τέτοιο και είχανε ησυχάσει όση ώρα βρίσκονταν μαζί. Αλλά τώρα που χωρίσανε, μονάχα τούτο το πράγμα σκέφτονταν και οι δυο τους.
1086 Τέλος, όταν πια δεν της έμενε καμμιά αμφιβολία για τον θάνατο του, πέρασε εκείνος το κατώφλι της. Μια χαρούμενη κραυγή βγήκε απ' το στήθος της. Κοιτάζοντας όμως καλά το πρόσωπο του Ρασκόλνικωφ, έγινε ξαφνικά κατακίτρινη. "Να, ήρθα να μου δώσεις τους σταυρούς σου", της είπε χαμογελώντας με πίκρα.
1087 Η Σόνια τον κοίταξε με κατάπληξη της φάνηκε παράξενος ο τόνος της φωνής του κι ένιωσε ένα ρίγος σ' όλο της το κορμί, σε λίγο όμως κατάλαβε ότι και ο τόνος της φωνής του και τα λόγια του ήτανε ψεύτικα. Καθώς της μιλούσε, κοίταζε κατά τη γωνιά και φαινότανε σαν ν' απέφευγε το βλέμμα της.
1088 Ξέρεις μόνο τί μ' εξοργίζει; Γυρίζουν τα συκώτια μου στη σκέψη ότι όλα αυτά τα ηλίθια και άγρια ζώα θα στυλώνουνε επάνω μου τα μάτια τους, θα μ' έχουν ζωσμένο, θα μου κάνουν ένα σωρό ηλίθιες ερωτήσεις, στις οποίες θα 'μαι υποχρεωμένος ν' απαντώ, θα με δείχνουν με το δάχτυλο.
1089 Οι σκέψεις του πηδούσαν πότε δω και πότε εκεί, έχανε τα λόγια του και τα χέρια του έτρεμαν ανάλαφρα. Η Σόνια έβγαλε αμίλητα απ' το συρτάρι δύο σταυρούς, έναν ξύλινο και έναν άλλο από μπρούντζο, σταυροκοπήθηκε και, αφού σταύρωσε κι αυτόν, του πέρασε στο λαιμό τον σταυρό που ήτανε από κυπαρισσόξυλο.
1090 Η Σόνια άρπαξε το σάλι και το 'ρίξε στο κεφάλι της. Ήτανε μάλλινο και πράσινο, το ίδιο φαίνεται "οικογενειακό σάλι" που του είχε πει ο Μαρμελάντωφ. Του πέρασε απ' το μυαλό αυτή η σκέψη αλλά απέφυγε να την ρωτήσει. Άρχισε να το καταλαβαίνει πια κι ο ίδιος ότι ήτανε πολύ αφηρημένος και καταταραγμένος.
1091 Κι αυτό τον τρόμαξε. Ξαφνικά, έμεινε κατάπληκτος, καθώς είδε τη Σόνια να ετοιμάζεται να βγει μαζί του. "Τί κάνεις εκεί; Πού πας; Μείνε, μείνε εδώ, θα πάω μόνος μου", φώναξε οργισμένα σχεδόν, καθώς προχωρούσε προς την πόρτα. "Είναι ανάγκη να πάω με συνοδεία". μούγκρισε βγαίνοντας έξω.
1092 Ούτε την αποχαιρέτησε είχε βγει ολότελα από τη σκέψη του. Τον βασάνιζε μονάχα μια σκέψη, που τον έκανε να επαναστατεί. "Αυτό είναι τάχα, έτσι έπρεπε να κάνω". αναρωτιότανε ακόμα την ώρα που κατέβαινε τη σκάλα, "δεν θα μπορούσα τάχα να σταματήσω και να τα κανονίσω... να μην πάω".
1093 Περπατούσε στην προκυμαία του καναλιού και δεν είχε να κάνει ακόμα πολύ δρόμο, φτάνοντας όμως στη γέφυρα σταμάτησε και, ξαφνικά, γύρισε πίσω και τράβηξε κατά τη Σαναγορά. Κοίταζε με απληστία δεξιά κι αριστερά, και αγωνιζότανε να συγκεντρώσει σε κάτι την προσοχή του, αλλά δεν τα κατάφερνε.
1094 Τί στριμωξίδι! Να, κοίτα τώρα τούτος ο χοντρός που μ' έσπρωξε σίγουρα Γερμανός θα είναι. Πού να 'ξερέ ποιον έσπρωξε με τον αγκώνα του! Κι αυτή εδώ η γριούλα με το μικρό που μου ζητάει ελεημοσύνη! Παράξενο, αλλά θα πιστεύει, σίγουρα, πως είμαι πιο ευτυχισμένος απ' αυτήν.
1095 Μπήκε στη Σαναγορά. Του ήτανε ανυπόφορο, πολύ ανυπόφορο να στριμώχνεται στην πολυκοσμία, αλλά τράβηξε προς τα κει ακριβώς όπου το πλήθος ήτανε πυκνότερο, θα 'δίνε τα πάντα για να είναι μόνος, αλλά ένιωθε ταυτόχρονα ότι δεν θα την άντεχε αυτήν τη μοναξιά ούτε για ένα λεπτό.
1096 Γύρω του είχε μαζευτεί πολύς κόσμος. Ο Ρασκόλνικωφ άνοιξε δρόμο ανάμεσα στους θεατές, κοίταξε για λίγο τον μεθυσμένο και ξέσπασε σ' ένα γέλιο κοφτό και σύντομο. Σε λίγο όμως τον ξέχασε ολότελα κι ούτε τον έβλεπε καθόλου, παρ' όλο που είχε στυλωμένα τα μάτια του επάνω του.
1097 Συγκινήθηκε απέραντα και στα μάτια του κύλησαν δάκρυα. Έπεσε εκεί όπου βρισκότανε. Γονάτισε καταμεσής στην πλατεία, έσκυψε ως τη γη και φίλησε με πάθος, με αγαλλίαση το λασπωμένο χώμα. Ανασηκώθηκε και προσκύνησε για δεύτερη φορά. "Τα κοπάνισε αυτός!", είπε κάποιος νεαρός δίπλα του.
1098 Ακούστηκαν δυνατά γέλια. "Φεύγει για τα Ιεροσόλυμα, ρε σεις, κι αποχαιρετάει τώρα τα παιδιά του, την πατρίδα του, τους δικούς του, όλο τον κόσμο, δίνει το φιλί του χαιρετισμού στην καλή μας Πετρούπολη", είπε κάποιος τεχνίτης μισομεθυσμένος. "Και είναι τόσο νέος!", είπε κάποιος άλλος.
1099 Πηγαίνοντας, κάτι είδε, αλλά δεν του φάνηκε καθόλου παράξενο. Ένα προαίσθημα του έλεγε πως έτσι θα γινότανε: Τη στιγμή που έσκυβε για δεύτερη φορά να προσκυνήσει το χώμα στην πλατεία της Σαναγοράς, γυρίζοντας το κεφάλι του αριστερά, είδε τη Σόνια καμιά πενηνταριά μέτρα μακρύτερα.
1100 Τον συνόδευε λοιπόν στον Γολγοθά του. Απ' τη στιγμή εκείνη ο Ρασκόλνικωφ το αισθάνθηκε και το κατάλαβε μια για πάντα πως η Σόνια θα ήτανε πάντοτε μαζί του, πως θα τον ακολουθούσε ακόμα και στην άκρη του κόσμου, παντού όπου θα τον πήγαινε η μοίρα του. Η καρδιά του αναστατώθηκε.
1101 Αλλά είχε φθάσει πια στον μοιραίο τόπο. Μπήκε στην αυλή με βήμα αρκετά σταθερό. Έπρεπε ν' ανεβεί στο τρίτο πάτωμα, "θα τ' ανεβούμε, τί θα κάνουμε". είπε. Γενικά, είχε την εντύπωση πως του έμενε κάμποσος καιρός ακόμα και πως μπορεί να τα ξανασκεφτόταν ορισμένα πράγματα ως τότε.
1102 Στάθηκε για λίγο να πάρει ανάσα, να συνέλθει λίγο για να παρουσιαστεί "σαν άνθρωπος". "Τί χρειάζεται όμως; Για ποιόν λόγο". αναρωτήθηκε άξαφνα καθώς συνειδητοποίησε τις κινήσεις του. "Αφού έτσι κι αλλιώς θα το πιω το ποτήρι, δεν είναι το ίδιο; Όσο πιο σιχαμερό θα είναι, τόσο το καλύτερο".
1103 Παγώνοντας από μιαν ανατριχίλα και χωρίς να ξέρει τί κάνει, άνοιξε την πόρτα του γραφείου. Αυτή τη φορά δεν υπήρχε πολύς κόσμος. Ήτανε μόνον ένας πορτιέρης κι ένας μουζίκος μέσα. Ο σκοπός ούτε σήκωσε τα μάτια του καθόλου πίσω από το χώρισμα του. Ο Ρασκόλνικωφ μπήκε στο διπλανό δωμάτιο.
1104 Ξέχασα όμως να σας ρωτήσω για τον λόγο που σας έφερε εδώ. Έμαθα πως ήρθανε οι δικοί σας". "Ναι, η μητέρα μου και η αδελφή μου". "Είχα μάλιστα την τιμή και τη χαρά να συναντήσω την αδελφή σας - πολύ μορφωμένη και πολύ γοητευτική κοπέλα. Λυπάμαι ειλικρινά που τα τσουγκρίσαμε τότε.
1105 Κακή σύμπτωση. Σας είδα με καχυποψία λόγω της λιποθυμίας σας, ύστερα όμως όλα εξηγήθηκαν και αποδείχτηκαν κατά τον καλύτερο τρόπο. Αυτό που έκανα ήτανε φανατισμός κι έχετε δίκιο που αγαναχτήσατε. Μήπως, τώρα που ήρθανε εδώ οι δικοί σας, αλλάξατε σπίτι". "Όχι. Πέρασα απλώς να.
1106 Δεν τον έχουμε πια, έδωσε χτες την παραίτηση του... και μάλιστα, φεύγοντας, βρίστηκε με όλους, ναι, ως εκεί έφτασε η αγένεια του. Είναι ένα παλιόπαιδο και τίποτα παραπάνω, δεν έχει κουκούτσι μυαλό. Κάτι έδειχνε πως θα 'κάνε, αλλά άντε να εμπιστευθείς τη σημερινή περίλαμπρη νεολαία μας.
1107 Το μόνο που λαχταράτε σεις είναι ένα βιβλίο, μια πένα στ' αφτί και έρευνες σοφές. Κι εγώ ακόμα, ως ένα βαθμό... Έχετε διαβάσει τ' απομνημονεύματα του Λίβινγκστον". "Όχι". "Εγώ τα διάβασα. Σήμερα εξ άλλου, πλήθυναν οι μηδενιστές πάρα πολύ κι αυτό είναι ευκολονόητο, που να πάρει η οργή.
1108 Όχι η φιλία αλλά το αίσθημα του ανθρώπου και του πολίτη, το αίσθημα της ανθρωπιάς και της αγάπης προς τον Παντοδύναμο. Μπορεί να κατέχω μια θέση επίσημη, να είμαι ένας δημόσιος λειτουργός, αλλά θέλω να νιώθω πάντοτε πως είμαι και πολίτης και άνθρωπος να το νιώθω και να το συνειδητοποιώ.
1109 Εγώ, όμως, φλέγομαι, να πούμε, από την προσήλωση μου στο καθήκον, από ευγενικά αισθήματα και επί πλέον έχω μια αξία, έναν βαθμό, μια θέση. Είμαι παντρεμένος, έχω παιδιά. Εκπληρώνω την αποστολή μου και ως άνθρωπος και ως πολίτης, ενώ αυτός, τί είναι αυτός; Επιτρέψατε μου να σας κάνω αυτή την ερώτηση.
1110 Παρακολουθούν μαθήματα ιατρικής, μαθαίνουν ανατομία, αλλά, για πείτε μου, αν πέσω άρρωστος εγώ, θα φωνάξω λέτε καμιά τέτοια δεσποινίδα για να με γιατρέψει; Χε! χε!" Και έβαλε τα γέλια ευχαριστημένος για την εξυπνάδα που είπε. "Ας παραδεχτούμε ότι πρόκειται για μια ασυγκράτητη δίψα μορφώσεως.
1111 Έ, φτάνει αυτό! Γιατί να γίνεται κατάχρηση; Γιατί να προσβάλουμε αξιοσέβαστα πρόσωπα, όπως έκανε αυτός ο τιποτένιος Ζαμιότοβ! Έπειτα, κι αυτές οι αυτοκτονίες που όσο πάνε πληθαίνουν δεν φανταζόσαστε το πόσο πληθαίνουν; Τρώνε τα λεφτά τους ως την τελευταία τους πεντάρα και σκοτώνονται.
1112 Είχε χάσει τη γυναίκα του, αλλά ήτανε ένας γλεντζές. Κι άξαφνα να τινάξει τα μυαλά του και μάλιστα με τόσο σκανδαλώδη τρόπο! Πού να το φανταστεί κανείς! Έγραψε στο σημειωματάριο του λίγες λέξεις ότι πέθανε με τη θέληση του και να μην κατηγορήσουν κανέναν για το θάνατο του.
1113 Νόμισε ότι τον σκούντηξε κάποιος κλητήρας καθώς ανέβαινε τη σκάλα για να πάει στο Τμήμα, κρατώντας ένα βιβλίο, πως ένα σκυλί γαύγιζε κάπου, στο πρώτο πάτωμα, και πως μια γυναίκα του πέταξε έναν πλάστη ξύλινο για να σταματήσει τα γαυγίσματα. Έφτασε κάτω και βγήκε στην αυλή.
1114 Έξω, όχι μακριά απ' την πόρτα, στεκότανε η Σόνια όρθια, χλωμή σαν το θάνατο, και τον κοίταζε άγρια. Σταμάτησε μπροστά της. Το πρόσωπο της είχε πάρει μια πονεμένη έκφραση. Ένωσε τα χέρια της με απέραντη απελπισία. Στα χείλη του Ρασκόλνικωφ σάλεψε ένα χαμόγελο σαστισμένο.
1115 Μπροστά του, στεκότανε εκείνος ο κλητήρας που τον σκούντησε καθώς ανέβαινε τη σκάλα. "Αχ, αχ, αχ! Ξαναγυρίσατε; Ξεχάσατε τίποτα; Μα, τί έχετε". Ο Ρασκόλνικωφ προχώρησε αργά-αργά προς το μέρος του, με τα χείλη κάτασπρα και με σβησμένο βλέμμα. Πήγε ως το γραφείο του, όπου ακούμπησε το ένα του χέρι.
1116 Στις όχθες ενός πλατιού κι ερημικού ποταμού βρίσκεται μια πόλη, ένα απ' τα διοικητικά κέντρα της Ρωσίας. Στην πόλη αυτή υπάρχει ένα φρούριο και μέσα στο φρούριο μια φυλακή, όπου είναι κλεισμένος, εννιά μήνες τώρα, ο Ροντιόν Ρασκόλνικωφ, καταδικασμένος σε καταναγκαστικά έργα δευτέρας κατηγορίας.
1117 Οι ανακριτές και οι δικαστές απόρησαν ιδιαίτερα με το γεγονός ότι ο ένοχος έκρυψε το πορτοφόλι και τα αντικείμενα κάτω από μια πέτρα, χωρίς να προσπαθήσει να τα χρησιμοποιήσει, καθώς και με το ότι - ακόμα πιο παράξενοδεν θυμότανε ούτε τί ακριβώς είχε κλέψει, αλλά ούτε και πόσα.
1118 Τα πάνω-πάνω χαρτονομίσματα μισοκαταστράφηκαν από την υγρασία παραμένοντας τόσον καιρό κάτω απ' την πέτρα. Πέρασε πολύς καιρός ώσπου να μπορέσουν να καταλάβουν γιατί ο κατηγορούμενος έλεγε ψέματα σ' αυτό μονάχα το περιστατικό, ενώ για όλα τ' άλλα είχε πει αυθόρμητα την αλήθεια πέρα για πέρα.
1119 Όλα αυτά ήτανε κυνικά σχεδόν. Η ετυμηγορία, ωστόσο, ήτανε περισσότερο επιεικής απ' όσο θα μπορούσε να προβλέψει κανείς για τέτοιο έγκλημα, ίσως γιατί ο ένοχος, αντί να προσπαθήσει να βρει δικαιολογίες, έδειχνε μάλλον την επιθυμία να κατηγορήσει τον εαυτό του περισσότερο.
1120 Ο πρώην φοιτητής Ραζουμίχιν κατάφερε να ξετρυπώσει μάρτυρες και να προσκομίσει αποδείξεις ότι ο δολοφόνος Ρασκόλνικωφ, τότε που ήτανε στο πανεπιστήμιο, είχε δώσει τα τελευταία του λεφτά για να βοηθήσει έναν φτωχό και φυματικό συνάδελφο του και τον συντηρούσε μόνος του σχεδόν έξι ολόκληρους μήνες.
1121 Πάνω σ' αυτό το γεγονός έγινε έρευνα και διαπιστώθηκε από πολλούς μάρτυρες η ακρίβεια του. Μ' έναν λόγο, όλα τέλειωσαν με την καταδίκη του ενόχου μόνον σε οχτώ χρόνια καταναγκαστικά έργα (δευτέρας κατηγορίας), γιατί ομολόγησε μόνος του και γιατί υπήρχαν ελαφρυντικά περιστατικά.
1122 Αμέσως μόλις άρχισε η δίκη, η μητέρα του Ρασκόλνικωφ αρρώστησε. Η Ντουνιά και ο Ραζουμίχιν βρήκανε τον τρόπο να την πάνε έξω απ' την Πετρούπολη, όσον καιρό κράτησε η ακροαματική διαδικασία. Ο Ραζουμίχιν διάλεξε μια πόλη που βρισκότανε κοντά στην Πετρούπολη και είχε σιδηροδρομική συγκοινωνία.
1123 Έτσι, μπορούσε να παρακολουθεί αδιάκοπα όλες τις φάσεις της δίκης και να βλέπει την Αβντότια Ρομάνοβνα όσο γινότανε πιο συχνά. Η αρρώστια της Πουλχερίας Αλεξάνδροβνα ήτανε μια νευρική κρίση, αρκετά παράξενη, που συνοδευότανε από μια διανοητική παράκρουση, αν όχι ολική, μερική τουλάχιστον.
1124 Το ίδιο βράδυ συμφώνησαν με τον Ραζουμίχιν για το τί ακριβώς θα της έλεγαν όταν τους ρωτούσε για το παιδί της, και μάλιστα σκάρωσαν μια ολόκληρη ιστορία, ότι έφυγε τάχα πολύ μακριά, στα σύνορα της Ρωσίας, όπου τον έστελναν με μια ειδική αποστολή που θα του άφηνε πολλά λεφτά και θα τον έκανε διάσημο.
1125 Αλλά, με μεγάλη τους κατάπληξη, είδανε ότι η Πουλχερία Αλεξάνδροβνα δεν τους έκανε καμιά ερώτηση, ούτε τότε, ούτε ύστερα. Αντίθετα, τους έπλασε κι εκείνη ένα ολόκληρο μυθιστόρημα για να εξηγήσει την ξαφνική αναχώρηση του παιδιού της. Διηγότανε με δάκρυα την τελευταία επίσκεψη που ήρθε και της έκανε.
1126 Όσο για το μέλλον του παιδιού της, δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι θα είναι λαμπρό, όταν θα ξεπερνιόνταν μερικές αντιξοότητες. Διαβεβαίωνε τον Ραζουμίχιν ότι ο γιος της θα γινότανε σιγά-σιγά ένας σπουδαίος κρατικός λειτουργός και απόδειξη ήτανε το άρθρο του και το μεγάλο του λογοτεχνικό ταλέντο.
1127 Στο τέλος, άρχισαν να φοβούνται και οι δύο την παράξενη σιωπή της Πουλχερίας Αλεξάνδροβνα σε ορισμένα σημεία. Λόγου χάρη, δεν παραπονιότανε καθόλου που δεν έπαιρνε γράμμα του, ενώ άλλοτε, στη μικρή τους πόλη, ζούσε μόνο με την ελπίδα και την αναμονή ενός γράμματος από τον πολυαγαπημένο της Ρόντια.
1128 Κατέληξε λοιπόν στο συμπέρασμα πως ήτανε προτιμότερο να μη μιλάνε καθόλου για ορισμένα πράγματα. Γινότανε όμως όλο και πιο φανερό κι έφτασε να είναι εξώφθαλμο πια ότι η δυστυχισμένη μητέρα υποψιαζότανε κάτι τρομακτικό. Η Ντουνιά θυμήθηκε ανάμεσα στ' άλλα και μερικά λόγια του αδελφού της.
1129 Την παρηγορούσαν κι έκαναν πως συμφωνούν μαζί της. (Μπορεί να το 'βλέπε ξεκάθαρα κι η ίδια ότι συμφωνούν επίτηδες, για να την παρηγορήσουν). Παρ' όλα αυτά, εκείνη εξακολουθούσε να μιλάει. Η απόφαση βγήκε ύστερα από πέντε μήνες μετά την ημέρα που ο δολοφόνος ομολόγησε το έγκλημα του.
1130 Έκλαιγαν όλοι τους την ώρα του χωρισμού. Ο Ρασκόλνικωφ ήτανε πολύ σκεφτικός τις τελευταίες μέρες, ρωτούσε αδιάκοπα για τη μητέρα του και φαινότανε πως τον ανησυχούσε αυτό το ζήτημα. Τον συγκινούσε μάλιστα τόσο πολύ η σκέψη της μητέρας του, ώστε η Ντουνιά τρομοκρατήθηκε.
1131 Η Σόνια, με τα λεφτά που της άφησε ο Σβιντριγκάιλωφ, είχε ετοιμαστεί από καιρό τώρα και το 'χε πάρει απόφαση ν' ακολουθήσει τη συνοδεία των φυλακισμένων, με την οποία θα έφευγε ο Ρασκόλνικωφ. Ποτέ δεν είπε τίποτα γι' αυτό μπροστά του, αλλά και αυτός και εκείνη ήξεραν καλά πως έτσι θα γινότανε.
1132 Τη στιγμή του χωρισμού χαμογέλασε παράξενα ο Ρασκόλνικωφ, ακούγοντας τις ενθουσιώδεις διαβεβαιώσεις της αδελφής του και του Ραζουμίχιν σχετικά με το ευτυχισμένο μέλλον που θα ξανοιγότανε μπροστά τους όταν θα έβγαινε από τη φυλακή, γιατί προαισθάνθηκε πως η μητέρα του θα πέθαινε.
1133 Ύστερα από δύο μήνες ο Ραζουμίχιν παντρευότανε τη Ντουνιά. Οι γάμοι έγιναν λυπημένα και σε πολύ στενό κύκλο. Ανάμεσα στους καλεσμένους ήτανε και ο Πορφυρής Πετρόβιτς με τον Ζοσίμοβ. Τον τελευταίο καιρό στο πρόσωπο του Ραζουμίχιν είχε αποτυπωθεί μια έκφραση ανδρικής αποφασιστικότητας.
1134 Η Ντουνιά πίστευε τυφλά ότι θα κατόρθωνε να πραγματοποιήσει τα σχέδια του. Άλλωστε, δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς: Ο άνθρωπος αυτός έδειχνε μια θέληση σιδερένια. Άρχισε να πηγαίνει πάλι στο πανεπιστήμιο για να τελειώσει τις σπουδές του. Δεν έπαυαν και οι δυο τους να κάνουν σχέδια για το μέλλον.
1135 Οι δύο αυτές ιστορίες έφεραν την Πουλχερία Αλεξάνδροβνα σε μια κατάσταση παραληρηματικού σχεδόν ενθουσιασμού, έτσι καθώς το λογικό της ήτανε σαλεμένο πια. Δεν μιλούσε για τίποτ' άλλο. Σταματούσε τους διαβάτες στον δρόμο για να πιάσει μαζί τους κουβέντα, αν και η Ντουνιά δεν την άφηνε ποτέ μόνη της.
1136 Η Ντουνιά δεν ήξερε πια τί να κάνει για να την σταματήσει. Εκτός του ότι ήτανε επικίνδυνη για τη μητέρα της αυτή η κατάσταση της αρρωστημένης εξαλλοσύνης, φοβότανε μήπως βρεθεί κανένας και, ακούγοντας το όνομα Ρασκόλνικωφ, θυμηθεί τη δίκη κι αρχίσει να της μιλάει γι' αυτήν.
1137 Η Πουλχερία Αλεξάνδροβνα τα κατάφερε μάλιστα να μάθει τη διεύθυνση της μητέρας των δύο παιδιών που έσωσε ο γιος της και επέμενε απολύτως να πάει να τους ιδεί. Στο τέλος, η ανησυχία της ξεπέρασε κάθε όριο. Καμιά φορά, ξεσπούσε απότομα σε λυγμούς και συχνά αρρώσταινε και παραμιλούσε στον πυρετό της.
1138 Ο Ρασκόλνικωφ έμαθε τον θάνατο της μητέρας του πολύ αργότερα, παρ' όλο που με τις φροντίδες της Σόνιας η αλληλογραφία του με την Πετρούπολη αποκαταστάθηκε αμέσως μόλις έφτασε στη Σιβηρία. Η Σόνια έγραφε κάθε μήνα στην Πετρούπολη, στη διεύθυνση του Ραζουμίχιν, κι έπαιρνε επίσης κάθε μήνα απάντηση.
1139 Όλες όμως αυτές ο παραγγελίες δεν φαίνονταν καθόλου παρήγορες στη Ντουνιά και στον άντρα της, ιδίως στην αρχή. Η Σόνια τους έγραφε πως ήτανε πάντοτε κατσουφιασμένος και σιωπηλός, πως δεν έδειχνε κανένα ενδιαφέρον για τα νέα που του πήγαινε πάντοτε με το κάθε γράμμα τους.
1140 Όταν είδε κι αυτή ότι προαισθανότανε την αλήθεια και του ανήγγειλε πως η μητέρα του πέθανε, διαπίστωσε με κατάπληξη ότι η είδηση του θανάτου της δεν του έκανε μεγάλη εντύπωση - εξωτερικά τουλάχιστον στην έκφραση του προσώπου του και σ' όλη γενικά τη στάση του, έτσι φάνηκε.
1141 Το φαγητό τον άφηνε αδιάφορο, αλλά, εκτός από τις Κυριακές και τις γιορτές, ήτανε τόσο άθλιο που τελικά δέχτηκε με χαρά μερικά χρήματα από τη Σόνια για να μπορεί να πίνει κάθε μέρα τσάι. Για όλα τ' άλλα όμως την παρακαλούσε να μην ανησυχεί και της έλεγε πως οι φροντίδες της τον εξόργιζαν.
1142 Έγραφε ακόμα ότι έμενε μαζί με πολλούς άλλους σε κοινό θάλαμο. Δεν είχε πάει μέσα στη φυλακή για να ιδεί πώς είναι τα κτήρια, υπέθετε όμως ότι θα είναι στενόχωρα, βρόμικα και ανθυγιεινά, πως κοιμότανε σε ξυλοκρέβατο, όπου έστρωνε μόνο μια μάλλινη κουβέρτα και δεν ήθελε να του πάει τίποτ' άλλο.
1143 Στο τέλος όμως οι συναντήσεις τους του έγιναν συνήθεια και ανάγκη σχεδόν. Έτσι, ο καιρός του φάνηκε ατέλειωτος όταν αρρώστησε η Σόνια για μερικές ημέρες και δεν πήγε να τον ιδεί. Τις γιορτές, τον έβλεπε πίσω απ' τα σίδερα της εξώπορτας ή στο φυλάκιο, όπου τον έφερναν για μερικά λεπτά.
1144 Τέλος, ήρθανε κάτι νέα (η Ντουνιά είχε προσέξει ότι τα γράμματα της Σόνιας έδειχναν κάποια ανησυχία τελευταία) που έλεγαν ότι ο Ρασκόλνικωφ τους απέφευγε όλους, πως οι άλλοι κρατούμενοι δεν τον αγαπούσαν καθόλου, πως έμενε σιωπηλός μέρες ολόκληρες και πως είχε γίνει πολύ χλωμός.
1145 Τί τον ένοιαζε γι' αυτές τις αθλιότητες και γι' αυτά τα βάσανα; Ίσα-ίσα μάλιστα ευχαριστιότανε να δουλεύει: Όταν κουραζότανε πολύ σωματικά, μπορούσε, τουλάχιστον, να χαρεί μερικές ώρες ήσυχου ύπνου. Δεν τον ένοιαζε καθόλου για το φαγητό σκέτη χορτόσουπα γεμάτη κατσαρίδες.
1146 Η ταπείνωση γι' αυτόν πήγαζε από το γεγονός ότι αυτός, ο Ρασκόλνικωφ, χάθηκε τόσο τυφλά, χωρίς ελπίδα, παράλογα και ηλίθια, από μια καταδίκη της τυφλής μοίρας, και έπρεπε τώρα να υποταχθεί, να υποκλιθεί μπροστά στον "παραλογισμό" αυτής της ποινής, αν ήθελε να ξαναβρεί τη γαλήνη.
1147 Κι αν τουλάχιστον του έστελνε η μοίρα τη μετάνοια - μια μετάνοια φλογερή που ραγίζει την καρδιά και διώχνει τον ύπνο, που να σε βασανίζει τόσο, ώστε να λαχταράς την κρεμάλα και το πνίξιμο! Ώ! Πόση χαρά θα ένιωθε τότε. Οι πόνοι και τα δάκρυα δείχνουν πως υπάρχει ζωή ακόμα.
1148 Για να γίνει σεβαστό το γράμμα του νόμου, πάρτε μου το κεφάλι... κι ας μη μιλάμε πια γι' αυτό. Φυσικά, στην περίπτωση αυτή, πολλοί απ' τους μεγάλους άντρες, που δεν κληρονόμησαν την εξουσία αλλά την άρπαξαν μόνοι τους, θα έπρεπε να καταδικαστούν απ' τα πρώτα τους κιόλας βήματα.
1149 Έβλεπε τους άλλους φυλακισμένους κι απορούσε: Πόσο αγαπούσαν όλοι τους τη ζωή, πόσο έτρεμαν να μην τη χάσουν! Του φαινότανε μάλιστα πως την λάτρευαν και την εκτιμούσαν πολύ περισσότερο εδώ παρά τότε που ήτανε ελεύθεροι. Τί φοβερά μαρτύρια είχανε περάσει μερικοί απ' αυτούς οι αλήτες λόγου χάρη.
1150 Με τον καιρό, όμως, άρχισαν να του κάνουν εντύπωση τα πράγματα και, άθελα του κατά κάποιο τρόπο, πρόσεχε τώρα αυτά που ούτε καν τα υποψιαζότανε πριν. Γενικά, εκείνο που του έκανε μεγαλύτερη εντύπωση ήτανε η αξεπέραστη άβυσσος που τον χώριζε απ' αυτούς εδώ τους ανθρώπους.
1151 Λες και ανήκαν σε έθνη διαφορετικά. Τον κοίταζαν και τους κοίταζε με δυσπιστία και εχθρότητα. Ο Ρασκόλνικωφ ήξερε και καταλάβαινε τις γενικές αιτίες της συγκρούσεως του με τους άλλους, δεν φανταζότανε όμως ποτέ ως τότε ότι μπορεί να είναι τόσο δυνατές και να έχουν τόσο βαθιές ρίζες.
1152 Στο κάτεργο υπήρχαν και πολιτικοί κρατούμενοι, κάτι Πολωνοί εξόριστοι, που έβλεπαν όλους τους άλλους σαν συρφετό αγροίκων και τους περιφρονούσαν. Ο Ρασκόλνικωφ δεν συμμεριζότανε την άποψη τους κι έβλεπε πολύ καλά ότι ο συρφετός αυτός ήτανε σε πολλά σημεία καλύτερος απ' αυτούς.
1153 Υπήρχαν και μερικοί Ρώσοι που περιφρονούσανε κι αυτοί όλον τον κόσμο - ένας πρώην αξιωματικός προπάντων και δύο παλιοί φοιτητές θεολογίας. Ο Ρασκόλνικωφ έβλεπε καθαρά πως έκαναν κι αυτοί λάθος. Όσο για τον ίδιο, δεν τον αγαπούσαν και όλοι τον απέφευγαν. Στο τέλος μάλιστα τον μίσησαν κιόλας.
1154 Γιατί; Δεν το 'ξερέ. Μερικοί, που ήτανε πολύ περισσότερο εγκληματίες απ' αυτόν, τον περιφρονούσαν, τον κορόιδευαν κι έπαιρναν το έγκλημα του στο ψιλό. "Μα, εσύ είσαι κύριος", του λέγανε. "Ήτανε ανάγκη να σκοτώσεις με μπαλντά; Δεν τίς κάνουνε τέτοιες δουλειές οι αφεντάδες".
1155 Δεν τους έδωσε καμιά απάντηση. Ένας κατάδικος είχε χυμήξει κατά πάνω του έξαλλος. Ο Ρασκόλνικωφ τον περίμενε ατάραχα κι αμίλητα, δίχως να σαλέψει και το φρύδι του ακόμα, δίχως να τρεμουλιάσει κανένας μυς στο πρόσωπο του. Μόλις που πρόφτασε ένας φύλακας να μπει ανάμεσα τους.
1156 Ήξεραν πού ζούσε και πώς ζούσε. Δεν τους έδινε λεφτά, δεν τους έκανε τίποτα ιδιαίτερες εξυπηρετήσεις. Μονάχα μια φορά, τα Χριστούγεννα, έφερε ένα δωράκι για όλους: κρεατόπιτες και χριστόψωμα. Σιγά-σιγά όμως αναπτύχθηκαν ανάμεσα στους κατάδικους και στη Σόνια πιο στενές σχέσεις.
1157 Τους έγραφε γράμματα στους δικούς τους και τα ταχυδρομούσε. Όταν έρχονταν οι δικοί τους στην πόλη, τους έλεγαν ν' αφήσουν διάφορα πράγματα, ακόμα και λεφτά, στη Σόνια για να τους τα φυλάξει. Την γνώριζαν όλες οι γυναίκες και οι αγαπητικιές των καταδίκων και πήγαιναν και την έβλεπαν.
1158 Αγαπούσανε ακόμα και το περπάτημα της και γύριζαν και την έβλεπαν όταν προσπερνούσε. Μονάχα επαινετικά λόγια έλεγαν γι' αυτήν –παίνευαν ακόμα και το λεπτοκαμωμένο της κορμάκι και δεν ήξεραν για τί να την πρωτοπαινέψουνε. Έφταναν ακόμα να την συμβουλεύονται για τις αρρώστιες τους.
1159 Ποτέ άλλοτε δεν πίστεψαν τόσο πολύ ότι ήτανε αλάνθαστη η κρίση τους, οι ηθικές και θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, τα επιστημονικά τους συμπεράσματα. Χωριά, πόλεις και έθνη ολόκληρα μολύνονταν κι έχαναν το λογικό τους. Όλοι τους βρίσκονταν σε έξαψη και δεν καταλάβαινε πια ο ένας τον άλλο.
1160 Σκοτώνονταν μεταξύ τους με μίσος παράλογο. Συγκεντρώνονταν στρατιές ολόκληρες κι έπεφταν η μια πάνω στην άλλη, αλλά και μεταξύ τους ακόμα, οι στρατιώτες στην κάθε παράταξη πετσοκόβονταν άγρια. Χάλαγαν τις γραμμές τους, σφάζονταν με τις λόγχες, μαχαιρώνονταν, δαγκώνονταν, έτρωγε ο ένας τον άλλον.
1161 Πού και πού μαζεύονταν μερικοί, συμφωνούσαν να κάνουν κάτι μαζί, ορκίζονταν να μη χωριστούν πια, αλλά, αμέσως ύστερα καταπιάνονταν με κάτι ολότελα διαφορετικό, άρχιζαν ν' αλληλοκατηγοριούνται, να χτυπιούνται, να σκοτώνονται. Άρχισαν οι πυρκαγιές, ήρθε η πείνα, οι πάντες και τα πάντα καταστράφηκαν.
1162 Σ' ολόκληρο τον κόσμο, μονάχα μερικά πλάσματα μπορούσαν να σωθούν: Οι εκλεκτοί και οι αγνοί, που ήτανε προορισμένοι να θεμελιώσουν την καινούργια ζωή, ν' ανανεώσουν και να καθαρίσουν τη γη. Αλλά κανένας δεν τους έδινε προσοχή, κανείς δεν άκουγε τα λόγια τους και τη φωνή τους.
1163 Ο Ρασκόλνικωφ βασανιζόταν απ' αυτόν τον παράλογο εφιάλτη που ξαναρχότανε τυραννικά στη μνήμη του και δεν έλεγαν να σβήσουνε οι εντυπώσεις που του είχανε αφήσει τα πυρετικά του όνειρα. Και ήρθε η δεύτερη βδομάδα μετά το Πάσχα. Οι μέρες έγιναν ζεστές, ξάστερες –πραγματικά ανοιξιάτικες.
1164 Πήγαινε όμως στην αυλή του νοσοκομείου, κάτω απ' τα παράθυρα, το σούρουπο προπαντός, μόνο και μόνο για να σταθεί εκεί ένα λεπτό και να κοιτάξει κατά το παράθυρο του. Ένα βράδυ ο Ρασκόλνικωφ πλησίασε τυχαία στο παράθυρο και, ξαφνικά, την είδε εκεί πέρα, κοντά στην πόρτα του νοσοκομείου.
1165 Ανατρίχιασε και τραβήχτηκε απ' το παράθυρο. Την άλλη μέρα η Σόνια δεν πήγε, ούτε και την παράλλη. Πρόσεξε τότε ότι την περίμενε με ανυπομονησία. Τέλος, βγήκε απ' το νοσοκομείο. Γυρίζοντας στη φυλακή έμαθε από τους άλλους κρατουμένους ότι η Σόνια Σεμιόνοβνα ήτανε άρρωστη και είχε κρεβατωθεί.
1166 Σε λίγο έμαθε πως η αρρώστια της δεν ήτανε βαριά. Η Σόνια πάλι, μαθαίνοντας ότι ο Ρασκόλνικωφ υπέφερε που δεν την έβλεπε, του έστειλε ένα γράμμα γραμμένο με μολύβι όπου του έλεγε πως πήγαινε πολύ καλύτερα, πως είχε αρπάξει ένα κρυολογηματάκι και πως θα ερχόταν να τον ιδεί πολύ σύντομα στη δουλειά.
1167 Η καρδιά του Ρασκόλνικωφ σπάραξε απ' τον πόνο καθώς διάβαζε αυτό το γράμμα. Η ημέρα εκείνη ήτανε ζεστή και γαλήνια. Ξεκίνησε πρωί-πρωί, κατά τις έξι, για τη δουλειά στην όχθη του ποταμού, όπου είχανε στήσει ένα καμίνι σ' ένα υπόστεγο για να ψήνουν αλάβαστρο. Έστειλαν μόνο τρεις εργάτες εκεί.
1168 Ο ένας μαζί με τον φύλακα γύρισαν στο φρούριο για να πάρουν κάποιο εργαλείο, ο δεύτερος ετοίμαζε τα ξύλα για ν' ανάψουν το καμίνι. Ο Ρασκόλνικωφ βγήκε απ' το υπόστεγο, πήγε κοντά στην όχθη κι άρχισε να κοιτάζει το πλατύ και ερημικό ποτάμι. Από τη μια όχθη, έβλεπες πέρα, μακριά, μια έκταση απέραντη.
1169 Εκεί πέρα, στην ηλιόλουστη και απέραντη στέπα, ξεχώριζες κάτι μικρές κουκίδες που ήτανε καλύβες νομάδων. Ήτανε η λευτεριά κει πέρα, ήτανε άλλοι άνθρωποι που δεν έμοιαζαν καθόλου μ' αυτούς εδώ. Εκεί σαν να 'χε σταματήσει ακόμα και ο χρόνος, σαν να μην πέρασε η εποχή του Αβραάμ και των κοπαδιών του.
1170 Καθότανε και κοίταζε ασάλευτος, δίχως να μπορεί να πάρει τα μάτια του από κει. Δεν σκεφτότανε τίποτα, αλλά τον πλημμύριζε και τον βασάνιζε μια θλίψη. Ξαφνικά είδε δίπλα του τη Σόνια. Είχε πλησιάσει αθόρυβα και κάθησε στο πλάι του. Ήτανε πολύ νωρίς ακόμα και το κρύο έτσουζε.
1171 Το πρόσωπο της, αδύνατο και πιο χλομό, διατηρούσε ακόμα τα ίχνη της αρρώστιας της. Του χαμογέλασε χαρούμενα κι ευγενικά, δίνοντας του το χέρι της, όπως πάντα, φοβισμένα. Του το 'δίνε πάντοτε δειλά, μερικές φορές μάλιστα δεν του το άπλωνε καθόλου, σαν να φοβότανε πως εκείνος δεν θα το 'πιάνε.
1172 Ο Ρασκόλνικωφ την κοίταξε, δεν είπε λέξη και χαμήλωσε τα μάτια του. Ήτανε μόνοι τους, δεν τους έβλεπε κανείς. Ο φύλακας κοίταζε αλλού εκείνη τη στιγμή. Πως έγινε αυτό, ούτε κι ο ίδιος μπόρεσε να καταλάβει, ήτανε σαν να τον άρπαξε ξαφνικά κάτι και τον έριξε στα πόδια της Σόνιας.
1173 Εκείνη τινάχτηκε και τον κοίταξε τρέμοντας. Αμέσως όμως τα κατάλαβε όλα. Τα μάτια της φωτίστηκαν από μια απέραντη ευτυχία. Κατάλαβε πως την αγαπούσε, πως την αγαπούσε απέραντα και πως είχε φτάσει επιτέλους η ώρα της ευτυχίας τους. Θέλανε πολύ να μιλήσουνε, αλλά δεν μπορούσανε.
1174 Ήτανε χλομοί κι αδύνατοι, όμως πάνω στα τσακισμένα πρόσωπα τους σιγότρεμε τώρα η χαραυγή ενός καινούργιου μέλλοντος, μιας ολοκληρωτικής αναστάσεως σε μια ζωή καινούργια. Τους είχε αναστήσει η αγάπη, Η καρδιά του καθενός έκλεινε μέσα της μιαν αστείρευτη πηγή ζωής για την καρδιά του άλλου.
1175 Αποφασίσανε να περιμένουν και να κάνουν υπομονή. Έπρεπε να περάσουν άλλα εφτά χρόνια στη Σιβηρία κι ως τότε τί αβάσταχτοι πόνοι αλλά και πόση ευτυχία, άπειρη, τους περίμεναν. Αλλά τώρα ο Ρασκόλνικωφ είχε ξαναγεννηθεί, το 'ξερέ, το 'νιώθε με όλη την αναγεννημένη ύπαρξη του.
1176 Κι έπειτα τί ήτανε όλα αυτά τα βάσανα; Τώρα, όλα πια, ναι όλα, ακόμα και το έγκλημα του και η καταδίκη του και η εξορία του στη Σιβηρία, του φαίνονταν μες την στιγμή της πρώτης του ανατάσεως, ότι ήτανε κάτι το εξωτερικό, κάτι ξένο, που έγινε σε κάποιον άλλο και όχι σ' αυτόν.
1177 Εκείνο το βράδυ άλλωστε δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα για πολλή ώρα συνεχεία, να συγκεντρώσει τη σκέψη του σ' ένα οποιοδήποτε σημείο, να το αναλύσει και να το συνειδητοποιήσει. Τη διαλεχτική την διαδέχτηκε τώρα η ζωή και στη συνείδηση του επεξεργαζόταν τώρα κάτι εντελώς διαφορετικό.
1178 Τον πρώτο καιρό, φοβόταν μήπως η Σόνια τον βασάνιζε με τη θρησκοληψία της, μήπως του μιλούσε αδιάκοπα για το Ευαγγέλιο και τον παραφόρτωνε με τέτοια βιβλία. Είδε όμως με μεγάλη απορία ότι δεν του έκανε ποτέ τέτοια κουβέντα, ούτε και του μίλησε καμιά φορά για το Ευαγγέλιο.
1179 Μερικές στιγμές, μες την πρώτη τους ευτυχία, τα 'βλεπαν και οι δυο τους αυτά τα εφτά χρόνια σαν εφτά ημέρες. Ο Ρασκόλνικωφ αγνοούσε ακόμα πως δεν μπορούσε να κερδίσει με το τίποτα αυτήν την καινούργια ζωή, πως έπρεπε να την πληρώσει ακριβά, να την κατακτήσει με σκληρές και επίμονες προσπάθειες.

Связаться
Выделить
Выделите фрагменты страницы, относящиеся к вашему сообщению
Скрыть сведения
Скрыть всю личную информацию
Отмена