| 1 |
Κάποια μέρα, τα αντιμαχόμενα στοιχεία μέσα στο αβγό το έσπασαν. Τα Βαρύτερα στοιχεία Βούλιαξαν, σχηματίζοντας τη γη, και τα πιο ελαφριά επέπλευσαν, σχηματίζοντας τον ουρανό. Ανάμεσα στη γη και τον ουρανό ήταν ο Παν-κού, το πρώτο ον. Κάθε μέρα, για δεκαοχτώ χιλιάδες χρόνια, η γη και ο ουρανός απομακρύνονταν λίγο κάθε μέρα και ο Παν-κού μεγάλωνε τόσο ώστε να συμπληρώνει το κενό ανάμεσα τους. Το σώμα του Παν-κού ήταν καλυμμένο με πυκνό τρίχωμα. Στο κεφάλι του είχε δύο κέρατα και δυο χαυλιόδοντες. Όταν ήταν στις καλές του, ο καιρός ήταν αίθριος, αλλά όταν ανησυχούσε ή θύμωνε, έβρεχε ή ξεσπούσε καταιγίδα. Υπάρχουν δύο διαφορετικές εκδοχές για τον Παν-κού. Μερικοί λένε ότι εξαντλήθηκε καθώς κρατούσε χωριστά τη γη από τον ουρανό όσο διαμορφωνόταν ο κόσμος και πέθανε. Το σώμα του σκορπίστηκε παντού, έτσι που το κεφάλι του έγινε το βουνό της ανατολής, η κοιλιά του το βουνό του κέντρου, το αριστερό του χέρι το βουνό του νότου, το δεξί του χέρι το βουνό του Βορρά και τα πόδια του το βουνό της δύσης. |
| 2 |
Το νερό και η οτεριά ήταν ανακατεμένα και έβλεπες μόνο έναν τεράστιο λασπότοπο. Τίποτε δεν μπορούσε να ζήσει εκεί. Όμως στους έξι ουρανούς από πάνω και στους έξι κόσμους από κάτω ζούσαν θεοί, δαίμονες και ζώα. Στο νοτισμένο αιωρούμενο στερέωμα των πιο χαμηλών ουρανών ζούσαν οι δαίμονες. Στους ουρανούς που φιλοξενούσαν τα άστρα και στους ουρανούς με τα σύννεφα ζούσαν οι κατώτεροι θεοί. Και στον πιο ψηλό ουρανό ζούσε ο Καμούι, ο θεός δημιουργός, και οι υπηρέτες του. Ένα πανίσχυρο μεταλικό τείχος περιέζωνε το Βασίλειο του και η μόνη είσοδος ήταν μια μεγάλη σιδερένια πύλη. Ο Καμούι έδωσε στον κόσμο μας τη μορφή ενός απέραντου κυκλικού ωκεανού, στηριγμένου στη ράχη μιας τεράστιας πέστροφας. Το ψάρι ρουφά τον ωκεανό και τον ξερνά ξανά, προκαλώντας τις παλίρροιες. Όταν σαλεύει, προκαλεί σεισμούς. Μια μέρα, ο Καμούι κοίταξε από ψηλά τον υδάτινο κόσμο και αποφάσισε να κάνει κάτι. Έστειλε κάτω τη σουσουράδα του νερού για να τα Βγάλει αυτή πέρα. Όταν το καημένο το πουλί έφτασε και είδε σε τι χαλι ηταν όλα, δεν ήξερε τι να κάνει. |
| 3 |
Κι όμως, έτσι όπως τάραζε τα νερά με τις φτερούγες του και ανακάτευε τη λάσπη με τα ποδαράκια του και τη χτυπούσε με την ουρά του, τελικά δημιούργησε μπαλώματα στεριάς. Με τον τρόπο αυτό, γεννήθηκαν τα νησιά που υπερυψώθηκαν και άρχισαν να επιπλέουν στον ωκεανό. Ακόμη και σήμερα η φιλότιμη σουσουράδα συνεχίζει το έργο της, χτυπώντας το χώμα με την ουρά της. Όταν ο Καμούι έφτιαξε τον κόσμο, ο διάβολος προσπάθησε να του ανατρέψει τα σχέδια. Ένα πρωί ο διάβολος σηκώθηκε κι έστησε καρτέρι, περιμένοντας με το στόμα ορθάνοιχτο να καταπιεί τον ήλιο. Όμως ο Καμούι έστειλε ένα κοράκι να χωθεί μέσα στο λαιμό του διαβόλου, αναγκάζοντας τον να βήξει και να πνιγεί. Γαυτό και το κοράκι είναι τόσο αυθάδικο πουλί. Επειδή ένα κοράκι έσωσε μια φορά τον κόσμο, όλα τα κοράκια πιστεύουν ότι μπορούν να κάνουν ό, τι θέλουν, ακόμη και να κλέβουν το φαγητό των ανθρώπων. Όταν τα ζώα που ζούσαν στον ουρανό είδαν πόσο όμορφος ήταν ο κόσμος, παρακάλεσαν τον Καμούι να τους επιτρέψει να έρθουν και να ζήσουν εδώ, κι αυτός συμφώνησε. |
| 4 |
Ύστερα, μέσα από τον ωκεανό του χάους, ξεφύτρωσε ένα καλάμι κι αυτό ήταν ο αιώνιος χωροδεσπότης, ο Κουνιτοκοτάτσι. Ύστερα ήρθε η θηλυκή θεότητα, η Ιζανάμι, και η αρσενική, ο Ιζανάγκι. Στάθηκαν πάνω στην πλωτή γέφυρα του ουρανού και άρχισαν να αναδεύουν τον ωκεανό με ένα καμάκι στολισμένο με πετράδια, μέχρι που αυτός έπηξε και δημιουργήθηκε το πρώτο νησί, το Ονοκόρο. Στο νησί αυτό έχτισαν ένα σπίτι με ένα κεντρικό πέτρινο στύλο που είναι η ραχοκοκαλιά του κόσμου. Η Ιζανάμι Βάδισε από τη μια κατεύθυνση γύρω από το στύλο και ο Ιζανάγκι από την άλλη. Όταν βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο, παντρεύτηκαν. Το πρώτο τους παιδί, που το ονόμασαν Χιρούκο, ήταν πολύ φιλάσθενο κι έτσι, όταν έγινε τριών χρόνων, το έβαλαν σε ένα καλαμένιο βαρκάκι και το έστειλαν στη θάλασσα αυτός έγινε ο Εμπίσου, ο θεός των ψαράδων. Ύστερα η Ιζανάμι γέννησε τα οχτώ νησιά της Ιαπωνίας. Και τελικά άρχισε να γεννά τους θεούς που θα διαμόρφωναν και θα κυβερνούσαν τον κόσμο: τους θεούς της θάλασσας, τους θεούς της στεριάς, τους θεούς της βροχής. |
| 5 |
Αλλά όταν γέννησε το θεό της φωτιάς, κάηκε τόσο άσχημα που πέθανε. Ο Ιζανάγκι οργίστηκε τόσο πολύ με το θεό της φωτιάς που τον έκοψε σε τρία κομμάτια. Ύστερα άρχισε να αναζητά την Ιζανάμι. Πρώτα κατέβηκε στη Χώρα του Σκότους γυρεύοντας την. «Έλα, αγαπημένη μου», της φώναζε. «Οι χώρες που φτιάχνουμε δεν τέλειωσαν ακόμη!» Εκείνη ήρθε κοντά του και του είπε «Άργησες πολύ. Έχω κιόλας δοκιμάσει την τροφή αυτής της χώρας. Θέλω όμως να γυρίσω. Περίμενε εδώ, κι εγώ θα ζητήσω άδεια από τα πνεύματα του κάτω κόσμου. Αλλά μη δοκιμάσεις να με κοιτάξεις». Όμως ο Ιζανάγκι βαρέθηκε να περιμένει, κι έτσι έκοψε ένα δόντι από το χτενάκι που είχε στα μαλλιά του και, χρησιμοποιώντας το για πυρσό, την ακολούθησε. Όταν τη βρήκε, είδε πως εκείνη είχε αρχίσει να σαπίζει και το σώμα της είχε γεμίσει σκουλήκια. Η Ιζανάμι γεννούσε τους οχτώ θεούς του κεραυνού. Ο Ιζανάγκι μαζεύτηκε τρομαγμένος. «Ντροπή σου!» του φώναξε η Ιζανάμι και πρόσταξε τα σιχαμερά πνεύματα του κάτω κόσμου να τον σφάξουν. Τα πνεύματα καταδίωξαν τον Ιζανάγκι, αλλά αυτός κατάφερε να ξεφύγει. |
| 6 |
Μέχρι να φτάσει ο Ιζανάγκι στο πέρασμα από στη χώρα των νεκρών στη χώρα των ζωντανών, η Ιζανάμι τον είχε σχεδόν προλάβει. Όμως ο Ιζανάγκι την είδε να ζυγώνει κι ευθύς έφραξε το πέρασμα με έναν ογκόλιθο, που ήθελε χίλιους άντρες για να τον μετακινήσουν. Έτσι δημιούργησε ένα μόνιμο φράγμα ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο. Καθώς στεκόταν από την άλλη μεριά του ογκόλιθου, η Ιζανάμι φώναξε: «Κάθε μέρα θα σκοτώνω χίλιους ανθρώπους και θα τους φέρνω σ' αυτή τη χώρα!» Και ο Ιζανάγκι της απάντησε: «Κάθε μέρα θα φροντίζω να γεννιούνται χίλια πεντακόσια μωρά». Ύστερα ο Ιζανάγκι άφησε την Ιζανάμι να κυβερνήσει στη Χώρα του Σκότους κι επέστρεψε στη χώρα των ζωντανών. Ο Ιζανάγκι έφτασε σε ένα δασάκι με πορτοκαλιές, σε μια πεδιάδα γεμάτη τριφύλλια. Εκεί πλύθηκε σε ένα ρυάκι με γάργαρο νερό και, καθώς ξέπλενε τις ακαθαρσίες του κάτω κόσμου από το πρόσωπο του, γεννήθηκαν και άλλοι θεοί. Σκούπισε το αριστερό του μάτι και δημιούργησε την Αματεράσου, τη θεά του ήλιου. Σκούπισε το δεξί του μάτι και δημιούργησε τον Τσούκι-γιόμι, το θεό του φεγγαριού. |
| 7 |
Όλα ήταν σκοτεινά. Δεν υπήρχε ούτε ζωή, ούτε θάνατος. Ο ήλιος, το φεγγάρι και τα αστέρια κοιμούνταν κάτω από τη γη. Όλοι οι προαιώνιοι πρόγονοι κοιμούνταν και αυτοί, μέχρι που τελικά ξύπνησαν από την ίδια τους την αιωνιότητα και ξεπρόβαλαν στην επιφάνεια. Όταν οι προαιώνιοι πρόγονοι σηκώθηκαν, περιπλανήθηκαν στη γη, άλλοτε με τη μορφή ζώου σαν καγκουρό, πουλιά εμού ή σαύρεςάλλοτε με ανθρώπινη μορφή, άλλοτε με μορφή ζώου και ανθρώπου ή ανθρώπου και φυτού. Δύο τέτοια όντα, που αυτοδημιουργήθηκαν από το τίποτα, ήταν οι Ουνγκαμπίκουλα. Καθώς τριγύριζαν στον κόσμο, βρήκαν μισοφτιαγμένους ανθρώπους. Είχαν γίνει από ζώα και φυτά, αλλά ήταν άμορφοι όγκοι, σωριασμένοι φύρδην μίγδην εκεί όπου θα μπορούσαν να δημιουργηθούν νερόλακκοι και λίμνες με αλμυρό νερό. Οι άνθρωποι ήταν όλοι διπλωμένοι στα δύο σαν μπόγοι, ασχημάτιστοι και ατελείς, χωρίς μέλη ή χαρακτηριστικά. Με τα μεγάλα πέτρινα μαχαίρια τους; οι Ουνγκαμπίκουλα σκάλισαν κεφάλια, σώματα, πόδια και χέρια. Διαμόρφωσαν τα πρόσωπα, τις παλάμες και τα πέλματα. |
| 8 |
Έφτιαξε τον Αγαθό Νου, που υπάρχει μέσα στον άνθρωπο και σε όλη τη δημιουργία και ωθεί προς το καλο κόρη του Αγαθού Νου είναι η Αγάπη. Ο Αριμάν πήγε και τον βρήκε, απειλώντας τον με τους δαίμονες του, όλο οργή και μίσος. Ο Αχούρα Μάζντα τον υποδέχτηκε με λόγια αγάπης, αλλά ο αδελφός του τον αποπήρε. Έτσι ο Αχούρα Μάζντα τον έστειλε ξανά πίσω στο σκοτάδι, λέγοντας του: «Σε τίποτε δε συμφωνούμε, ούτε στη σκέψη, τη διδασκαλία, τα σχέδια, τις πεποιθήσεις, τα λόγια μας, ούτε στις ψυχές μας». Από το φως ο Αχούρα Μάζντα δημιούργησε τον πρώτο άνθρωπο, τον Γκάγιομαρτ. Για τρεις χιλιάδες χρόνια ο Γκάγιομαρτ ούτε μιλούσε ούτε σάλευε, αλλά στοχαζόταν με ευλάβεια τη σοφία του δημιουργού και την τελειότητα του γήινου παραδείσου που είχε φτιάξει. Ύστερα έγινε ο πρώτος ιερέας της φωτιάς και φρόντιζε τη φλόγα, το σύμβολο του Αχούρα Μάζντα. Η αντεπίθεση του Αριμάν, που η προσευχή τον είχε εξορίσει στο εξώτατο σκοτάδι, ήταν τρομερή. Εισέβαλε από τον ουρανό, φέρνοντας πολλά δεινά: λαγνεία, πείνα, αρρώστια, πόνο, ακόμη και θάνατο. |
| 9 |
Ο Αριμάν πάλεψε να Βγει από τον κόσμο, το ιδιο σκληρά όπως είχε παλέψει για να μπει, αλλά δεν τα κατάφερε. Έτσι παρέμεινε στον κόσμο για να κάνει κακό ως το τέλος του χρόνου. Για να καταπολεμήσει την ξηρασία του Αριμάν, ο Αχούρα Μάζντα έστειλε άφθονη βροχή στη γη. Η βροχή γονιμοποίησε το σπέρμα του Γκάγιομαρτ κι έτσι δημιουργήθηκε το πρώτο ανδρόγυνο, η Μασιόι και ο Μασία, οι προπάτορες όλων μας. Στην αρχή ο Μασία και η Μασιόι τιμούσαν τον Αχούρα Μάζντα για την ομορφιά και την αφθονία της δημιουργίας του, αλλά μετά πλανήθηκαν και άρχισαν να λατρεύουν τον Αριμάν, τιμώντας τον μάλιστα ως δημιουργό τους. Και τούτο επειδή ο Αχούρα Μάζντα άφησε όλους τους ανθρώπους ελεύθερους να διαλέξουν οι ίδιοι ανάμεσα στο καλό και το κακό. Όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται καλοί και η γη είναι πιο ευτυχισμένη όταν πάνω της στέκεται κάποιος πιστός. Όταν κάποιος πιστός σπέρνει τη γη, διαδίδει τα λόγια του Αχούρα Μάζντα. Γι' αυτό και ο Αχούρα Μάζντα φρόντισε ώστε κάθε λαός να αγαπά τη γη του κι έκανε τη γη όμορφη, να λαχταρά το καλό και το φωτεινό. |
| 10 |
Τίποτε δεν μπορεί να τον σκοτώσει, επειδή ο λαμπερός δίσκος που έχει στην πλάτη του τον ξαναφέρνει πάντα στη ζωή. Τώρα ζει στον ουρανό, αλλά κάποτε κατοικούσε εδώ, στη γη. Κάποια μέρα ο Κουμούς εγκατέλειψε τη σκηνή του και άρχισε να περιπλανιέται μέχρι που έφτασε στα πέρατα του κόσμου. Όταν επέστρεψε, έφερε μια κόρη. Κανείς δεν ξέρει από πού ήρθε το κοριτσάκι. Ο Κουμούς έλειπε τόσο πολύ καιρό που, όταν γύρισε, όλοι όσοι τον ήξεραν είχαν πεθάνει. Ο Κουμούς έραψε για την κόρη του δέκα όμορφες φορεσιές – μία για κάθε στάδιο της ζωής της. Η δέκατη ήταν το νεκρικό της φόρεμα. Ήταν το πιο όμορφο απ' όλα, καστόρινο και στολισμένο με γυαλιστερά όστρακα. Λίγες μέρες πριν γίνει γυναίκα, η κοπελίτσα πήγε στη σκηνή του Κουμούς για να χορέψει. Ύστερα αποκοιμήθηκε και ονειρεύτηκε ότι σύντομα θα πέθαινε. Όταν ξύπνησε, του ζήτησε τη νεκρική της φορεσιά. Ο πατέρας της της πρόσφερε διαδοχικά όλα τα άλλα φορέματα, αλλά εκείνη αρνήθηκε να τα φορέσει. Ήθελε μονάχα το σάβανο. Μόλις το φόρεσε, ξεψύχησε και το πνεύμα της έφυγε για τη δύση. |
| 11 |
Τόσα πολλά ήταν τα πνεύματα που, ακόμη κι αν μετρούσες όλα τα αστέρια του ουρανού και όλες τις τρίχες όλων των ανθρώπων κι όλων των ζώων πάνω στη γη, και πάλι αυτά θα ήταν περισσότερα. Εκεί έμεινε ο Κουμούς, χορεύοντας με τα πνεύματα. Τελικά Βαρέθηκε στον Οίκο των Νεκρών και αποφάσισε να επιστρέψει στη γη και να τη γεμίσει ανθρώπους. Πήρε μαζί του ένα καλάθι κόκαλα, αλλά τα κόκαλα ούρλιαζαν και τον κλοτσούσαν, κάνοντας τον να σκοντάφτει. Δύο φορές έπεσε και δύο φορές τα κόκαλα πήδησαν από το καλάθι και γύρισαν κάτω στα σπήλαια. «Κόκαλα, καθίστε φρόνιμα! Η ζωή είναι καλή!» φώναξε αγριεμένος ο Κουμούς. Επιτέλους, έφτασε στο φως του ήλιου. Πήρε τα κόκαλα από το καλάθι, τα έσπειρε στο χώμα και οι φυλές άρχισαν να ξεφυτρώνουν, η μία μετά την άλλη. Τελευταίοι ξεφύτρωσαν οι Μόντοκ, ο περιούσιος λαός του Κουμούς. «Θα είστε μια μικρή φυλή και οι εχθροί σας θα είναι πολλοί», τους είπε. «Όμως θα είστε οι πιο γενναίοι απ' όλους». Ύστερα, ο Κουμούς πήρε άδεια από την κόρη του και ταξίδεψε στα πέρατα του κόσμου. |
| 12 |
Ο Ούλγκαν, ο μέγας δημιουργός, κατέβηκε για να φτιάξει τη γη, αλλά δεν μπορούσε να σκεφτεί πώς. Είδε κάτι λάσπες, που έμοιαζαν σαν σώμα με πρόσωπο, να επιπλέουν στο νερό. Ο Ούλγκαν ζωντάνεψε τη λάσπη, ονόμασε το πλάσμα Έρλικ και το έκανε φίλο και σύντροφο του. Μια μέρα ο Ούλγκαν και ο Έρλικ, σαν δύο μαύρες χήνες, πέταξαν πάνω από το νερό. Ο Έρλικ, που πάντα ήταν περήφανος και καυχησιάρης, πέταξε πολύ ψηλά και, εξαντλημένος, έπεσε στο νερό. Ο Έρλικ άρχισε να Βυθίζεται. Καθώς πνιγόταν, ζήτησε Βοήθεια. Ο Ούλγκαν τον σήκωσε και πρόσταξε μια πέτρα να υψωθεί στην επιφάνεια ώστε να καθίσει εκεί ο Έρλικ. Ύστερα ο Ούλγκαν ζήτησε από τον Έρλικ να Βουτήξει στο Βυθό και να φέρει λάσπη για να φτιάξει τη στεριά. Ο Έρλικ άρχισε τις Βουτιές, αλλά κάθε φορά φύλαγε λίγη λάσπη στο στόμα του, με σκοπό να φτιάξει το δικό του κόσμο, αφού θα είχε δει πώς γίνεται. Ο Ούλγκαν πρόσταξε τη λάσπη να εξαπλωθεί και η λάσπη στο στόμα του Έρλικ υπάκουσε. Ο Έρλικ κόντεψε να πνιγεί. Έφτυσε τη λάσπη κι αυτός είναι ο λόγος που η γη έχει βάλτους. |
| 13 |
Ο Ούλγκαν δημιούργησε τον πρώτο άντρα με σάρκες από χώμα και κόκαλα από πέτρα. Μετά έπλασε την πρώτη γυναίκα από το πλευρό του άντρα. Αλλά δεν είχαν ακόμη το πνεύμα της ζωής. Ο Ούλγκαν ξεμάκρυνε να βρει κάποιο πνεύμα να τους εμφυσήσει, αφήνοντας τον πρώτο σκύλο να τους φυλάει. Τότε ήρθε ο Έρλικ και είδε το σκύλο να τρέμει από το κρύο, γιατί δεν είχε τρίχωμα. Του χάρισε μια ζεστή γούνα και τον έπεισε να κοιτάζει αλλού. Μετά με ένα καλάμι φύσηξε ζωή στα σώματα του πρώτου άντρα και της πρώτης γυναίκας. Έτσι ο Έρλικ έγινε ο πατέρας των ανθρώπων. Όταν επέστρεψε ο Ούλγκαν και είδε τι είχε συμβεί, δεν ήξερε τι να κάνει. Αναρωτήθηκε αν έπρεπε να καταστρέψει τον άντρα και τη γυναίκα και να αρχίσει ξανά από την αρχή. Όμως ο πρώτος βάτραχος του είπε να μην ανησυχεί. «Αν είναι να ζήσουν, θα ζήσουν. Αν είναι να πεθάνουν, θα πεθάνουν». Έτσι ο Ούλγκαν τους άφησε να ζήσουν. Όσο για το σκύλο, ο Ούλγκαν τού είπε ότι από δω κι εμπρός θα έπρεπε πάντα να φυλάει τους ανθρώπους και να ζει μέσα στο κρύο ακόμη και αν τον κακομεταχειρίζονταν οι άνθρωποι, το σφάλμα ήταν δικό του. |
| 14 |
Η Γυναίκα που Αλλάζει είχε δύο καλούς γιους, τον Εξολοθρευτή των Εχθρών και το Παιδί του Νερού. Όμως ο πατέρας τους, ο θεός του ήλιου, δεν ήθελε ούτε να τους βλέπει. Όταν μεγάλωσαν κι έγιναν σωστοί λεβέντες, οι δύο νέοι αποφάσισαν να πάνε να βρουν τον πατέρα τους και να ζητήσουν τη Βοήθεια του για να εξουδετερώσουν τα πολυάριθμα κακά πνεύματα που ταλαιπωρούσαν τους ανθρώπους. Είδαν μια τουλούπα καπνού να ξεπροβάλλει από μια τρύπα στο έδαφος και, κατεβαίνοντας μια σκάλα, έφτασαν σε μια υπόγεια αίθουσα. Εκεί βρήκαν τη Γυναίκα Αράχνη, μια πάνσοφη γριά. Αυτή τους είπε πώς να βρουν το σπίτι του θεού του ήλιου. Επίσης τους έδωσε ένα ειδικό φυλαχτό για προστασία από κάθε κακό, καθώς και φτερά ζωής από τον αετό που πετά ψηλά. Τα αδέλφια έφτασαν στο σπίτι του θεού του ήλιου στις όχθες μιας λίμνης. Ο θεός έλειπε και αποφάσισαν να του κάνουν έκπληξη. Δύο άγριες αρκούδες φρουρούσαν την πόρτα του, αλλά τα αδέλφια είπαν τα μαγικά λόγια της Γυναίκας Αράχνης και οι αρκούδες τα άφησαν να περάσουν. Κρύφτηκαν ανάμεσα σε κάτι κιλίμια. |
| 15 |
Ο Έα προίκισε το γιο του με την ικανότητα να καταλαβαίνει περισσότερα από τον κοινό θνητό, αλλά του έδωσε περιορισμένο χρόνο ζωής, σαν να ήταν θνητός. Ο Αντάπα έζησε με τους κατοίκους της πόλης Εριντού και τους δίδαξε πώς να λατρεύουν τους θεούς και να προσεύχονται σε αυτούς. Έψησε ψωμί για την πόλη κι έβαλε στο τραπέζι της προσφοράς ψωμί και νερό επίσης έφερε τα νερά γύρω από την πόλη. Κάθε μέρα ξεκινούσε από την αποβάθρα με μια ψαρόβαρκα χωρίς πηδάλιο. Έτσι ήταν στο έλεος των ανέμων. Μια μέρα ο Νότιος Άνεμος σηκώθηκε εναντίον, του, απειλώντας να ανατρέψει τη Βάρκα του και να τον πνίξει. Όμως, ο Αντάπα τού είπε: «Μπορεί να είσαι δυνατός, αλλά εγώ είμαι δυνατότερος!» Και ο Αντάπα καταράστηκε το Νότιο Άνεμο και του τσάκισε τη φτερούγα. Για εφτά μέρες ο Νότιος Άνεμος δε φύσηξε. Ο θεός του ουρανού Άνου, ο γηραιότερος και ανώτερος όλων, ρώτησε να μάθει τι συνέβη στον άνεμο. Ο υπηρέτης του, ο Ιλαμπράτ, απάντησε: «Άρχοντα μου, ο Αντάπα, ο γιος του Έα, τσάκισε τη φτερούγα του». Ο Άνου σηκώθηκε οργισμένος από το θρόνο του και διέταξε να του φέρουν τον Αντάπα. |
| 16 |
Ο Ταμούζ οδήγησε τον Αντάπα στον Άνου, το θεό του ουρανού, και είπε δυο καλά λόγια γι' αυτόν. Ο Αντάπα ήταν σεμνός μπροστά στο μεγάλο θεό κι εξήγησε ότι τσάκισε τη φτερούγα του ανέμου μόνο και μόνο επειδή αυτός τον απείλησε με καταιγίδα. Ο Άνου τον άκουσε και τον συγχώρεσε. Όμως η καρδιά του θεού ήταν ακόμη βαριά. «Γιατί ο Έα σ' έστειλε στην άθλια ανθρωπότητα να τη διδάξεις τους τρόπους των θεών; Γιατί σκοτίζεσαι για τους θνητούς; Η ζωή ενός ανθρώπου δεν είναι παρά ένα ανοιγοκλείσιμο του ματιού του θεού. Έλα, Αντάπα, φάε και πιες το ψωμί και το νερό της αιώνιας ζωής». Αλλά ο Αντάπα αρνήθηκε το ψωμί και το νερό της ζωής, νομίζοντας ότι ο Άνου του είχε στήσει κάποια παγίδα. «Λοιπόν», είπε ο Άνου, «έκανες την επιλογή σου. Μπορούσες να ζήσεις για πάντα, αλλά τώρα θα πεθάνεις κάποια μέρα». Έτσι, ο Αντάπα επέστρεψε στην Εριντού, έχοντας τη γνώση του θανάτου. Αυτός που πραγματικά τον ξεγέλασε και του στέρησε την αιώνια ζωή ήταν ο πατέρας του, ο Έα, επειδή ο Έα ήξερε ότι οι θνητοί είναι δημιούργημα του χρόνου, ενώ οι θεοί υπάρχουν για πάντα. |
| 17 |
Μια μέρα ο Παρπάρα, ο μικρότερος αδελφός, βγήκε για ψάρεμα και έχασε ένα αγκίστρι που το είχε δανειστεί από τον Χιάν, το μεγαλύτερο. Ο Χιάν θύμωσε πολύ με το μικρό αδελφό του. «Αυτό το αγκίστρι το χρειάζομαι!» του βροντοφώναξε. «Σύρε να το βρεις!» Έτσι ο Παρπάρα βούτηξε στο νερό για να βρει το αγκίστρι. Μετά από λίγο αντάμωσε ένα ψάρι που τον ρώτησε τι γύρευε. Ο Παρπάρα τού εξήγησε και το ψάρι υποσχέθηκε να τον βοηθήσει. Τελικά συνάντησαν ένα άλλο ψάρι, που κόντευε να πεθάνει από ασφυξία επειδή κάτι αιχμηρό είχε σφηνωθεί στο λαιμό του: το χαμένο αγκίστρι. Ο Παρπάρα επέστρεψε το αγκίστρι στον Χιάν, αλλά η ιστορία δεν τέλειωσε εκεί. Ο Παρπάρα, που δεν είχε συγχωρέσει τον αδελφό του για τα αυταρχικά του λόγια, αποφάσισε να του σκαρώσει μια φάρσα. Κρέμασε λοιπόν μια κανάτα με φοινικόκρασο πάνω από το κρεβάτι του αδελφού του, ώστε μόλις σηκωθεί ο Χιάν να χτυπήσει το κεφάλι του. Φυσικά ο Χιάν έπεσε στην παγίδα. Μόλις σηκώθηκε, κοπάνησε το κεφάλι του στην κανάτα. Η κανάτα έπεσε κάτω και το κρασί σκορπίστηκε παντού. |
| 18 |
Έσκαβε με τόση μανία που άνοιξε μια τρύπα που έφτανε ως τον κάτω κόσμο. Όταν τα αγόρια είδαν την τρύπα, ξέχασαν τον τσακωμό τους. «Τι να 'ναι άραγε εκεί κάτω;» αναρωτήθηκε ο Παρπάρα. «Για να δούμε», είπε ο Χιάν. Έδεσαν ένα σκύλο σε ένα σκοινί και τον κατέβασαν κάτω. Όταν τον ανέβασαν ξανά, ο σκύλος είχε στα πέλματα του καθαρή λευκή άμμο. Γεμάτοι περιέργεια, αποφάσισαν να ανακαλύψουν οι ίδιοι πώς ήταν αυτός ο κάτω κόσμος. Έτσι οι τρεις αδελφοί και μία από τις αδελφές τους κατέβηκαν, παίρνοντας ο καθένας από ένα σκύλο μαζί του. Τέλος, ήρθε η σειρά της μικρότερης αδελφής. Καθώς άρχισε να κατεβαίνει, τα αδέλφια της την κοίταζαν από κάτω κι αυτό της έφερε μεγάλη ταραχή. Ταρακουνιόταν λοιπόν τόσο πολύ το σκοινί της που τράβηξε την προσοχή των άλλων ανθρώπων οι οποίοι ζούσαν στον ουράνιο κόσμο. Μόλις είδαν τι συνέβαινε, την τράβηξαν πάνω στον ουράνιο κόσμο, μαζί με το σκοινί της. Έτσι, ο Παρπάρα, ο Χιάν, ο αδελφός τους, η μία αδελφή και οι τέσσερις σκύλοι παγιδεύτηκαν για πάντα στον κάτω κόσμο, στον κόσμο όπου ζούμε τώρα, και έγιναν οι προγονοί μας. |
Комментарии