[{{mminutes}}:{{sseconds}}] X
Пользователь приглашает вас присоединиться к открытой игре игре с друзьями .
Ancient Greek Quotes
(2)       Используют 3 человека

Комментарии

Ни одного комментария.
Написать тут
Описание:
.
Автор:
xcislav
Создан:
4 декабря 2020 в 08:40 (текущая версия от 5 мая 2022 в 13:44)
Публичный:
Нет
Тип словаря:
Тексты
Цельные тексты, разделяемые пустой строкой (единственный текст на словарь также допускается).
Информация:
Содержание:
1 Πάντων χρημάτων μέτρον έστιν άνθρωπος.
2 Σκιάς όναρ άνθρωπος.
3 Όντας δε θνητούς θνητά και φρονείν χρεών.
4 Άνθρωπος: ο αναθρών ά όπωπε.
5 Ως χαρίεν εστ' άνθρωπος αν άνθρωπος ή.
6 Ουκ ένι ιατρικήν είδέναι, όστις μη οίδεν ό τι εστίν άνθρωπος.
7 Άπαξ άνθρωποι γεγόναμεν, δις δε ουκ έστι γενέσθαι.
8 Δολερόν μεν αεί κατά πάντα δη τρόπον πέφυκεν άνθρωπος.
9 Τω ανθρώπω μικρώ κόσμω όντι.
10 Οι πλείστοι άνθρωποι κακοί.
11 Κάλλιστον κόσμος, ποίημα γαρ θεού.
12 Κόσμον τονδε, τον αυτόν απάντων, ούτε τις θεών ούτε ανθρώπων εποίησεν, αλλ' ην αεί και έστιν και έστε πύρ αείζωον.
13 Εκ λόγου άλλος εκβαίνει λόγος.
14 Απείρους τε είναι κόσμους και γενητούς και φθαρτούς.
15 Ερωτηθείς εί σφαιροειδής εστιν ο κόσμος, έφη: "ουχ υπερέκυψα".
16 Μέγιστον τόπος. Άπαντα γαρ χωρεί.
17 Αγαθόν και κακόν ταυτόν.
18 Ουκ αν γένοιτο χωρίς εσθλά και κακά, αλλ' έστι τις σύγκρασις, ώστ' έχειν καλώς.
19 Ηδονήν, μέγιστον κακού δέλεαρ.
20 Η δε κακή βουλή τω βουλεύσαντι κακίστη.
21 Κακώ γαρ εσθλόν ού συμμείγνυται.
22 Ζώμεν γαρ ού ως θέλομεν, αλλ' ως δυνάμεθα.
23 Ο βίος βραχύς, η δε τέχνη μακρή, ο δε καιρός οξύς, η δε πείρα σφαλερή, η δε κρίσις χαλεπή.
24 Βιοί γαρ ουδείς ον προαιρείται βίον.
25 Του βίου καθάπερ αγάλματος πάντα τα μέρη καλά είναι δει.
26 Ως ηδύ το ζην μη φθονούσης της τύχης.
27 O δε ανεξέταστος βίος ου βιωτός ανθρώπω.
28 Βραχύς αιών.
29 Άπας ό βίος των ανθρώπων φύσει και νόμοις διοικείται.
30 Ον γαρ οι Θεοί φιλούσιν, αποθνήσκει νέος.
31 Θάνατος των ανηκέστων κακών ιατρός.
32 Ο θάνατος ουδέν προς ημάς το γαρ διαλυθέν αναισθητεί το δ' αναισθητούν ουδέν προς ημάς.
33 Κρείσσον γαρ εισάπαξ θανείν ή τας απάσας ημέρας πάσχειν κακώς.
34 Πάσιν ημίν κατθανείν οφείλεται.
35 Το φρικωδέστατον ουν των κακών ο θάνατος ουθέν προς ημάς͵ επειδήπερ όταν μεν ημείς ώμεν͵ ο θάνατος ου πάρεστιν͵ όταν δε ο θάνατος παρῇ͵ τόθ΄ ημείς ουκ εσμέν.
36 Τον τεθνηκότα μη κακολογείν.
37 Ο θάνατος τυγχάνει ων, ως εμοί δοκεί, ουδέν άλλο ή δυοίν πραγμάτοιν διάλυσις, της ψυχής και του σώματος απ' αλλήλου.
38 Θανάτου μόνον ουκ έστιν επανόρθωμα.
39 Ανοήμονες ζωής ορέγονται θάνατον δεδοικότες.
40 Ευημερών μέμνησο και του θανάτου.
41 Νέκυες κοπρίων εκβλητότεροι.
42 Κατθανών δε πας ανήρ γη και σκιά, το μηδέν εις ουδέν ρέπει.
43 Ευκλεώς τοι κατθανείν χάρις βροτώ.
44 Ουδέν τον θάνατον διαφέρει του ζήν.
45 Κακώς ζην κρείσσον ή καλώς θανείν.
46 Ούτω ο μεν θάνατος μοχθηρής εούσης της ζόης καταφυγή αιρετωτάτη τω ανθρώπω γέγονε.
47 Φαύλοι βροτών γαρ του πονείν ησσόμενοι θανείν ερώσιν.
48 Αι ψυχαί οσμώνται καθ΄ Άιδην.
49 Ως τοις θανούσι πλούτος ουδέν ωφελεί.
50 Ο δ' εύκολος μεν ενθάδ' εύκολος δ' εκεί.
51 ζην γαρ ίσμεν, του θανείν δ' απειρία πας τις φοβείται φως λιπείν τόδ' ήλιου.
52 Έξω του κόσμου το αποθανόν ου πίπτει.
53 θείον και οι νόμοι, ευ μεν αγόντων, εισίν ωφέλιμοι, κακώς δε αγόντων ουδέν ωφελούσιν.
54 Ανενδεής ο Θεός.
55 Αεί ο θεός γεωμετρεί.
56 Πρεσβύτατον των όντων θεός, αγένητον γαρ.
57 Ει θεοί τι δρώσιν αισχρόν, ουκ εισίν θεοί.
58 Δείται γαρ ο θεός, είπερ έστ' ορθώς θεός, ουδενός.
59 Τι το θείον; το μήτε αρχήν έχον μήτε τελευτήν.
60 Θεός ουδαμή ουδαμώς άδικος.
61 Ως ουκ έστι Διός κλέψαι νόον ουδέ παρελθείν.
62 Κατά νόμον είναι πολλούς Θεούς, κατά δε φύσιν ένα.
63 Θείον φθονερόν και ταραχώδες.
64 Θεοί μεν γαρ εισίν. Εναργής γαρ αυτών εστιν η γνώσις.
65 Ως ουδέν ανθρώποισιν των θείων σαφές.
66 Πάντα πλήρη θεών είναι.
67 Ότι θεός ή μη θεός ή το μέσον τις φησ' ερευνάσας βροτών;
68 Θεών όνειδος τους κακούς ευδαιμονείν.
69 Πάντες δὲ θεών χατέουσ' άνθρωποι.
70 Πάντα ιδών Διός οφθαλμός και πάντα νοήσας.
71 Ταύτα θεών εν γούνασι κείται.
72 Ζευς όστις ποτ' εστίν.
73 Ει μη καθήκει, μη πράξης ει μη αληθές εστι, μη είπης.
74 Το δίκαιον ουκ άλλο τι ή του κρείττονος ξυμφέρον.
75 Μη δια φόβον, αλλά δια το δέον απέχεσθε αμαρτημάτων.
76 Αδικεί πολλάκις ο μη ποιών τι, ου μόνον ο ποιών τι.
77 Μάταιόν εστι παρά θεών αιτείσθαι ά τις εαυτώ χορηγήσαι ικανός εστι.
78 Θείου νου το αεί τι διαλογίζεσθαι καλόν.
79 Ένδον σκάπτε, ένδον η πηγή του αγαθού και αεί αναβλύειν δυναμένη, εάν αεί σκάπτεις.
80 Ποίος Ζευς ; Ού μη ληρήσεις. Ουδ᾿ εστὶ Ζευς.
81 Ετεή δε ουδέν ίδμεν. Εν βυθώ γαρ η αλήθεια.
82 Απλά γαρ εστι της αληθείας έπη.
83 Φίλος μεν Πλάτων, φιλτάτη δε αλήθεια.
84 Ζητώ γαρ την αλήθειαν υφ' ής ουδείς πώποτε εβλάβη.
85 Τα πάντα ρει και ουδέν μένει.
86 Αι μεν ηδοναί φθαρταί, αι δε τιμαί αθάνατοι.
87 Καιρών μεταβολήν πάντοτε χρη σε σκοπείν.
88 Τας μεταβολάς της τύχης γενναίως επίστασο φέρειν.
89 Την ανθρωπηίην ων επιστάμενος ευδαιμονίην ουδαμά εν τωυτώ μένουσαν.
90 Θνητών όλβιος εις το τέλος ουδείς.
91 Και σε γέρον το πριν μεν ακούομεν όλβιον είναι.
92 Άλλοτε μηρτυιή πέλει ημέρη, άλλοτε μήτηρ.
93 Βραχύβιον και ο επαινών και ο επαινούμενος και ο μνημονεύων και ο μνημονευόμενος.
94 Μη ως μύρια μέλλων έτη ζην. Το χρεών επήρτηται. Έως ζης, έως έξεστιν, αγαθός γενού.
95 Ο μέγας όλβος ού μόνιμος εν βροτοίς.
96 Φιλέει γαρ ο θεός τα υπερέχοντα πάντα κολούειν.
97 Το νυν εστι μεσότης τις.
98 Ως μέγα το μικρόν εστιν εν καιρώ δοθέν.
99 Καιρόν γνώθι.
100 Ηδοναί άκαιροι τίκτουσιν αηδίας.
101 Μέτρα φυλάσσεσθαι καιρός δ᾽ επί πάσιν άριστος.
102 Αποκρίνου εν καιρώ.
103 Πάντων των αναγκαίων κακών ιατρός χρόνος εστίν.
104 Χρόνος εστίν εν ώ καιρός, και καιρός εν ώ χρόνος ου πολύς.
105 Λάλος γαρ ούτος ουκ ερωτώσιν λέγει.
106 Χρόνος παις εστι παίζων πεττεύων. Παιδός η βασιλεία.
107 Άγει δε προς φως την αλήθειαν χρόνος.
108 Σοφώτατον χρόνος ανευρίσκει γαρ πάντα.
109 Χρόνου φείδου.
110 Εκδιδάσκει πάνθ' ο γηράσκων χρόνος.
111 Σοφόν λέγουσι τον χρόνον πεφυκέναι.
112 Χρόνος ο πάντων πρόγονος.
113 Χρόνος καθαίρει πάντα γηράσκων ομού.
114 Νόημα ή μέτρον τον χρόνον, ουχ υπόστασιν.
115 Τον βίον μη, τω χρόνω βραχύν όντα, πράγμασιν κακοίς μακρόν ποιείν.
116 Euripides Μακρός γαρ αιών μυρίοις τίκτει πόνους.
117 Αλλ' ηδύ τι σωθέντα μεμνήσθαι πόνων.
118 Παλαιά καινοίς δακρύοις ου χρη στένειν.
119 Μόνου γαρ αυτού και θεός στερίσκεται, αγένητα ποιείν άσσ᾽ αν ᾖ πεπραγμένα.
120 Σμικρού γένοιτ' αν σπέρματος μέγας πυθμήν.
121 Τούτων αεί μεμνήσθαι, τις η των όλων φύσις.
122 Έσσετ' ήμαρ…
123 Το μέλλον άδηλον πάσιν ανθρώποις και μικροί καιροί μεγάλων πραγμάτων αίτιοι γίγνονται.
124 Isokrates Ευ σοι το μέλλον έξει, αν το παρόν ευ τιθής.
125 Δει καρτερείν επί τοις παρούσι και θαρρείν περί των μελλόντων.
126 Ει βούλει άλυπον βίον ζην, τα μέλλοντα συμβαίνειν ως ήδη συμβεβηκότα λογίζου.
127 Αετού γήρας κορύδου νεότης.
128 Έργα νέων, βουλαί δε μέσων ευχαί δε γερόντων.
129 Ισχύς και ευμορφίη νεότητος αγαθά, γήρατος δε σωφροσύνη άνθος.
130 Έργα μεν νεωτέρων, βουλαί δ' έχουσι των γεραιτέρων κράτος.
131 Μήτε τριηκόντων ετέων μάλα πολλ᾽ απολείπων μητ᾽ επιθείς μάλα πολλά γάμος δε τοι ώριος ούτος.
132 Τίμα το γήρας, ου γαρ έρχεται μόνον.
133 Ο γέρων νέος εγένετο, ο δε νέος άδηλον ει εις γήρας αφίξεται.
134 Γήρας και πενία δύο τραύματα δυσθεράπευτα.
135 Γηράσκω δ' αεί πολλά διδασκόμενος.
136 Πικρόν νέα γυναικί πρεσβύτης ανήρ.
137 Το γήρας όρμον είναι των κακών.
138 Ως δις παίδες οι γέροντες!
139 Μαντικήν μη εχθαίρει.
140 Το αεί μέλλειν ατελέας ποιέει τας πρήξιας.
141 Μηδ᾽ αναβάλλεσθαι ες τ᾽ αύριον ες τε ένηφιν.
142 Επί δείπνα των φίλων βραδέως πορεύου, επί δε τας ατυχίας ταχέως.
143 Οι δε των πραγμάτων ού μένουσι καιροί την ημετέραν βραδύτητα και ειρωνείαν.
144 Αγών ου μένει άνδρας λελειμμένους.
145 Η φύσις ουδέν ποιεί άλματα.
146 Eπειχθήναι μεν νυν παν πρήγμα τίκτει σφάλματα.
147 Τάχιστον νους, δια παντός γαρ τρέχει.
148 Το του ποδός μεν βραδύ, το του δε νου ταχύ.
149 Μηδένα προ του τέλους μακάριζε.
150 Εκ γαίης γαρ πάντα και εις γην πάντα τελευτά.
151 Θνητών όλβιος εις το τέλος ουδείς.
152 Προς γαρ το τελευταίον εκβάν, έκαστον των πριν υπαρξάντων κρίνεται.
153 Στους γονείς οφείλομεν το ζην, στους δε διδασκάλους το ευ ζην.
154 Μαθημάτων αναγκαιότατον τα κακά απομαθείν.
155 Πάθει μάθος.
156 Γηράσκω δ’ αεί πολλά διδασκόμενος.
157 Πλείονες εξ ασκήσεως αγαθοί γίνονται ή από φύσεως.
158 Νοείν, οράν, ξυνιέναι, στρέφειν έδραν, τεχνάζειν, κάχ’ υποτοπείσθαι, περινοείν άπαντα.
159 Μελέτη το παν.
160 Κρείττον οψιμαθή είναι ή αμαθή.
161 Εις τελειότητα του ανθρώπου τρία δει συνδράμειν: φύσιν, μάθησιν και άσκησιν.
162 Παρθενικήν δε γαμείν, ως κ’ ήθεα κεδνά διδάξης.
163 Εάν ης φιλομαθής, έσει και πολυμαθής.
164 Όμηρος την Ελλάδα επεπαιδεύκει.
165 Νηπίοισιν ου λόγος, αλλά ξυμφορή γίνεται διδάσκαλος.
166 Τριών δει παιδεία: φύσεως, μαθήσεως, ασκήσεως.
167 Της παιδείας την μεν ρίζαν είναι πικράν τον δε καρπόν γλυκύν.
168 Παιδεία ευτυχούσι μεν εστί κόσμος, ατυχούσι δε καταφύγιον.
169 Η παιδεία ευτυχούσι μεν εστι κόσμος, ατυχούσι δε καταφύγιον.
170 Αν μη πηλόν τύψης, κέραμος ου γίνεται.
171 …Ύπνω και Θανάτω διδυμάοσιν.
172 Ω φίλον ύπνου θέλγητρον, επίκουρον νόσου.
173 Ημερήσιοι ύπνοι σώματος όχλησιν ή ψυχής αδημοσύνην ή αργίην ή απαιδευσίην σημαίνουσι.
174 Ύπνε άναξ πάντων τε θεών πάντων τ' ανθρώπων.
175 Ύπνος, αγρυπνίη, αμφότερα μάλλον του μετρίου γινόμενα, νούσος.
176 Αρχάς είναι των όλων ατόμους και κενόν, τα δ’ άλλα πάντα νενομίσθαι.
177 Ού ταυτόν είδος φαίνεται των πραγμάτων πρόσωθεν όντων εγγύθεν θ’ ορωμένων.
178 Μη νυν τα πόρρω ταγγύθεν μεθείς σκόπει.
179 Ο εγγύς Διός, εγγύς κεραυνού.
180 Κάτοπτρον είδους χαλκός εστί, οίνος δε νοός.
181 Οδός άνω και κάτω μία.
182 Ανδρί σοφώ πάσα γη βατή, ψυχής γαρ αγαθής πατρίς ο ξύμπας κόσμος.
183 Πολλών δ’ ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνων.
184 Λέκτρα δ’ ανδρών πόθω πίμπλαται δακρύμασιν.
185 Φύσει δ’ υπάρχει τοις παρούσι τα των απόντων, και τοις εθέλουσι πονείν και κινδυνεύειν τα των αμελούντων.
186 Ένδον μένουσαν την γυναίκα είναι χρεών εσθλήν, θύρασι δ’ αξίαν του μηδενός.
187 Αρχή ήμισυ παντός.
188 Ή τοι μεν πρώτιστα Χάος γένετο.
189 Σμικρού γένοιτ’ αν σπέρματος μέγας πυθμήν.
190 Άλλοις γαρ τ’ άλλοισιν ανήρ επιτέρπεται έργοις.
191 Ανθρώποις πάσι ταυτό αγαθόν και αληθές. Ηδύ δε άλλω άλλο.
192 Διάφοροι δε φύσεις βροτών, διάφοροι δε τρόποι.
193 Άριστος τρόπος του αμυνεσθαι το μη εξομοιούσθαι.
194 Ως αεί τον όμοιον άγει θεός ως τον όμοιον.
195 Ο αδικών του αδικουμένου κακοδαιμονέστερος.
196 Θεός ουδαμή ουδαμώς άδικος.
197 Εν τη προαιρέσει η μοχθηρία και το αδικείν.
198 Καλόν μεν τον αδικέοντα κωλύειν. Ει δε μη, μη ξυναδικέειν.
199 Χρη μηκέθ’ ηγείσθαι θεούς, ει τάδικ’ έσται της δίκης υπέρτερα.
200 Των μεγάλων αδικημάτων μεγάλαι εισί και αι τιμωρίαι παρά των θεών.
201 Ουκ αν γένοιτο χωρίς εσθλά και κακά, αλλ’ έστι τις σύγκρασις, ώστ’ έχειν καλώς.
202 Τα ενάντια τοις εναντίοις εισίν ιάματα.
203 Δούλοι γαρ και δεσπότης ουκ αν ποτέ γένοιντο φίλοι.
204 Ζώμεν γαρ ού ως θέλομεν, αλλ’ ως δυνάμεθα.
205 Ανδρί σοφώ πάσα γη βατή, ψυχής γαρ αγαθής πατρίς ο ξύμπας κόσμος.
206 Χρήσιμ’ ειδώς ουχ ο πολλά ειδώς σοφός.
207 Ο κόσμος σκηνή, ο βίος πάροδος. Ήλθες, είδες, απήλθες.
208 Προς λέοντα δορκάς άπτεται μάχης.
209 Άπαντα τίκτει χθών πάλιν τε και λαμβάνειν.
210 Κατθανών δε πας ανήρ γη και σκιά, το μηδέν εις ουδέν ρέπει.
211 Εγγύς μεν η ση περί πάντων λήθη, εγγύς δε η πάντων περί σού λήθη.
212 Μάθε ότι αι συμφοραί των ανθρώπων άρχουσι και ουχί άνθρωποι των συμφορέων.
213 Ψυχάριον εί, βαστάζον νεκρόν.
214 Το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον.
215 Ως ουκ έστι Διός κλέψαι νόον ουδέ παρελθείν.
216 Ή τοι μεν πρώτιστα Χάος γένετο.
217 Αναρχία κρείσσων πυρός.
218 Πώς αν τις ατυχίαν ράστα φέροι; Eι τους εχθροὺς χείρον πράσσοντας βλέποι.
219 Η άγαν ελευθερία έοικε εις άγαν δουλείαν μεταβάλλειν.
220 Πολυμαθίη νόον ου διδάσκει.
221 Ει τις υπερβάλλοι το μέτριον, τα επιτερπέστατα ατερπέστατα αν γίγνοιτο.
222 Μείζονες γαρ ορέξεις μείζονας ενδείας ποιεύουσιν.
223 Παν το πολύ τη φύσει πολέμιον.
224 Έρωτες υπέρ μεν άγαν ελθόντες ουκ ευδοξίαν ουδ’ αρετάν παρέδωκαν ανδράσιν.
225 Το νικάν εαυτόν πασών νικών πρώτη και αρίστη. Το δε ηττάσθαι αυτόν υφ’ εαυτού, αίσχιστον και κάκιστον.
226 Φιλών μάλιστ’ εμαυτόν ουκ αισχύνομαι.
227 Φιλεί δ’ εαυτού πλείον ουδείς ουδένα.
228 Ήθος ανθρώπω δαίμων.
229 Μηδέ ποίος τις νυν, αλλά ποίος τις ην αεί.
230 Κατά τον δαίμονα εαυτού.
231 Ήθος το πράον και το προσηνές ρήμα.
232 Φύσιν πονηρά μεταβαλείν ου ράδιον.
233 Οίσιν ο τρόπος εστίν εύτακτος, τούτοισι και ο βίος συντέτακται.
234 Τα καλά γνωρίζουσι και ζηλούσιν οι ευφέες προς αυτά.
235 Κτηνέων μεν ευγένεια η του σκήνεος ευσθένεια, ανθρώπων δε η του ήθεος ευτροπίη.
236 Τα χείρονα πλείω βροτοίσιν εστι των αμεινόνων.
237 Το της πόλεως όλης ήθος, ομοιούται τοις άρχουσιν.
238 Γλαυκοίσιν οφθαλμοίσιν αιδώς ουκ ένι.
239 Έξις δευτέρα φύσις.
240 Ο άνθρωπος φύσει πολιτικόν ζώον.
241 Φιλία εστί μία ψυχή εν δυσί σώμασιν ενοικουμένη.
242 Ο θάνατος τυγχάνει ων, ως εμοί δοκεί, ουδέν άλλο ή δυοίν πραγμάτοιν διάλυσις, της ψυχής και του σώματος απ’ αλλήλου.
243 Ευδαιμονίη ψυχής και κακοοδαιμονίη.
244 Δει γαρ την μεν τέχνην χρήσθαι τοις οργάνοις, την δε ψυχήν τω σώματι.
245 Ψυχάριον εί, βαστάζον νεκρόν.
246 Τάχιστον νους, δια παντός γαρ τρέχει.
247 Ο νους δε σου παρών αποδημεί.
248 Σώματος κάλλος ζωώδες ήν μη νους υπή.
249 Αι δε σάρκες αι κεναί φρενών αγάλματα αγοράς εισίν.
250 Καγώ, φησίν, Διογένης ο κύων.
251 Ούτις εμοί γ' όνομα.
252 Εύφραινε σαυτόν, πίνε, τον καθ’ ημέραν βίον λογίζου σον, τα δ’ άλλα της τύχης.
253 Ού ταυτόν είδος φαίνεται των πραγμάτων πρόσωθεν όντων εγγύθεν θ’ ορωμένων.
254 Μη νυν τα πόρρω ταγγύθεν μεθείς σκόπει.
255 Ολίγα πρήσσε, φησίν, ει μέλλεις ευθυμήσειν.
256 Ανοήμονες βιούσι ού τερπόμενοι βιούν.
257 Εύφραινε σαυτόν, πίνε, τον καθ’ ημέραν βίον λογίζου σον, τα δ’ άλλα της τύχης.
258 Ανοήμονες δηναιότητος ορέγονται ου τερπόμενοι δηναιότητι.
259 Έργμασιν εν μεγάλοις, πάσιν αδείν χαλεπόν.
260 Τα ανθρώπων δοξάσματα παίδων αθύρματα.
261 Ότι πάν υπόληψις.
262 Ο κόσμος αλλοίωσις, ο βίος υπόληψις.
263 Υπὸ γαρ λόγων ο νους τε μετεωρίζεται επαίρεταί τ᾽ άνθρωπος.
264 Ράστον απάντων εστίν αυτόν εξαπατήσαι. Ό γαρ βούλεται, τούθ’ έκαστος και οιείται.
265 Ευγένεια καλόν μεν αλλά προγόνων αγαθόν.
266 Χάριν λαβών μέμνησο και δους επιλαθού.
267 Εγγύς μεν η ση περί πάντων λήθη, εγγύς δε η πάντων περί σού λήθη.
268 Γελά ο μωρός καν τι μη γελοίον ή.
269 Γέλως άκαιρος εν βροτοίς δεινόν κακόν.
270 Δακρυόεν γελάσασα.
271 Είδωλα εσθήτι και κόσμω διαπρεπέα προς θεωρίην, αλλά καρδίης κενά.
272 Γυναιξί πάσαις κόσμον η σιγή φέρει.
273 Αιδώς του κάλλους ακρόπολις.
274 Το κάλλος παντός επιστολίου συστατικώτερον.
275 Ου γαρ ες κάλλος τύχας ο δαίμων δίδωσι.
276 Ψυχής τελεότης σκήνεος μοχθηρίην ορθοί.
277 Των σωμάτων θηλυνομένων και αι ψυχαί πολύ ασθενέστεραι γίγνονται.
278 Αφυΐας σημείον το ενδιατρίβειν τις περί το σώμα.
279 Υγεία και νους εσθλά τω βίω δύο.
280 Τις ευδαίμων; Ο το μεν σώμα υγιής, την δε ψυχήν εύπορος, την δε φύσιν ευπαίδευτος.
281 Υγιείας... νόσος γαρ γείτων ομότοιχος.
282 Το ειθισμένον ώσπερ πεφυκός ήδη γίγνεται.
283 Ως ηδύ το ζην μη φθονούσης της τύχης.
284 Τοις τολμώσιν η τύχη ξύμφορος.
285 Τέχνη τύχην έστερξε και τύχη τέχνην.
286 Τύχη μη πίστευε.
287 Ου τοις αθύμοις η τύχη ξυλλαμβάνει.
288 Θέλω τύχης σταλαγμόν ή φρενών πίθον.
289 Θεού θέλοντος καν επί ριπός πλέοις.
290 Άνθρωποι τύχης είδωλον επλάσαντο, πρόφασιν ιδίης αβουλίης.
291 Τόλμα πρήξιος αρχή, τύχη δε τέλεος κυρίη.
292 Τον ατυχή και πρόβατον δάκνει.
293 Ουκ έστιν όστις την τύχην ου μέμφεται.
294 Το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον.
295 Ήθος ανθρώπω δαίμων.
296 Την ειμαρμένην ουδ’ αν είς εκφύγοι.
297 Ουδείς δε θνητών ταις τύχαις ακήρατος.
298 Ημίν δ’ ού βιαστέον τύχην.
299 Μόνως φιλείν το εαυτώ συμβαίνον και συγκλωθόμενον. Τι γαρ αρμοδιώτερον;
300 Γυμνοί ήλθομεν οι πάντες, γυμνοί και απελευσόμεθα.
301 Όνους σύρματ’ αν ελέσθαι ή χρυσόν.
302 Φθονέεσθαι κρέσσον εστὶ ή οικτείρεσθαι.
303 Ανθρώποις πάσι ταυτό αγαθόν και αληθές. Ηδύ δε άλλω άλλο.
304 Αι μεγάλαι τέρψεις από του θεάσθαι τα καλά των έργων γίνονται.
305 Εν πάσι γαρ τοις φυσικοίς ενεστί τι θαυμαστόν.
306 Ει μη Αλέξανδρος ήμην, Διογένης αν ήμην.
307 Και συ, τέκνον Βρούτε;
308 Ποίον σε έπος φύγεν έρκος οδόντων;
309 Άνω ποταμών ιερών χωρούσι παγαί, και δίκα και πάντα πάλιν στρέφεται.
310 Άτακτα, αδιόρθωτα, αόρισθ’ άπαντα.
311 Αλλ’ ηδύ τι σωθέντα μεμνήσθαι πόνων.
312 Παλαιά καινοίς δακρύοις ου χρη στένειν.
313 Μόχθων δ’ ουκ άλλος ύπερθεν ή γας πατρίας στέρεσθαι.
314 Ου πενία λύπην εργάζεται, αλλά επιθυμία.
315 Μη επί παντί λυπού.
316 Ταράττει τους ανθρώπους ου τα πράγματα, αλλά τα περί των πραγμάτων δόγματα.
317 Φιλεί ωδίνας τίκτειν νυξ κυβερνήτη σοφώ.
318 Τι μοι ζην κέρδος; Ούτε μοι πατρίς ούτ’ οίκος έστιν ούτ’ αποστροφή κακών.
319 Λέκτρα δ’ ανδρών πόθω πίμπλαται δακρύμασιν.
320 Αι μεν βρονταί τους παίδας, αι δε απειλαί τους άφρονας καταπλήττουσι.
321 Φόβος κολακείην μεν εργάζεται, εύνοιαν δε ουκ έχει.
322 Έσθ’ όπου το δεινόν εύ.
323 Ουδείς γαρ ον φοβείται φιλεί.
324 Αυτό δε τo σιγάν ομολογούντος εστί σου.
325 Γλαυκοίσιν οφθαλμοίσιν αιδώς ουκ ένι.
326 Πας ερυθριών χρηστός είναι μοι δοκεί.
327 Δις προς τον αυτόν αισχρόν προσκρούσαι λίθον.
328 Αιδώς γαρ οργής πλείον ωφελεί βροτούς.
329 Αιδώς δ’ ουκ αγαθή κεχρημένω ανδρί παρείναι.
330 Ου συνέχθειν αλλά συμφιλείν έφυν.
331 Πλην της τεκούσης, θήλυ παν μισώ γένος.
332 Προβουλεύεσθαι κρείσσον προ των πράξεων ή μετανοείν.
333 Μόνη σιγή μεταμέλειαν ου φέρει.
334 Το πολλά πράττειν πολλάς και λύπας έχει.
335 Ουκ ωνούμαι μυρίων δραχμών μεταμέλειαν.
336 Αετού γήρας κορύδου νεότης.
337 Εις ευ φρονών μυρίων μη φρονούντων κρείττων εστί.
338 Της μεν κακής κάκιον ουδέν γίγνεται γυναικός, εσθλής δ’ ουδέν εις υπερβολήν πέφυκ’ άμεινον.
339 Τω κρατίστω.
340 Δόκιμος ανήρ και αδόκιμος ουκ εξ ων πράσσει μόνον, αλλά και εξ ων βούλεται.
341 Αρετής προπάροιθε ιδρώτα θεοί αθάνατοι θήκαν.
342 Τοσούτου άξιος έκαστός εστιν, όσου άξιά εστι ταύτα περί ά εσπούδακεν.
343 Ανήρ άκομπος, χειρ δ’ ορά το δράσιμον.
344 Μη πλέω προσάπτεσθαι των δυνατών.
345 Σοφὸς ο πολλά ειδώς φυά.
346 Πόλεμος γαρ σχολείον αρετής εστί.
347 Αγαθόν ού το μη αδικείν, αλλά το μηδέν θέλειν.
348 Τον σοφόν ού κατά τους κειμένους νόμους πολιτεύσεσθαι, αλλά κατά τον της αρετής.
349 Αι μεν ηδοναί θνηταί αι δε αρεταί αθάνατοι.
350 Μακαρίσαντες υμών το απειρόκακον ού ζηλούμεν το άφρον.
351 Αφεκτέα τοίνυν εστίν ημίν του πέους.
352 Κρατεί ηδονής ουχ’ ο απεχόμενος, αλλ’ ο χρώμενος μεν, μη προεκφερόμενος δε.
353 Ανέχου και απέχου.
354 Ηδονήν φεύγε, ήτις λύπην τίκτει.
355 Ουδείς ελεύθερος εαυτού μη κρατών.
356 Χαλεπώτερον το φυλάττειν του κτήσασθαι.
357 Ο εντός της ψυχής προς αυτήν διάλογος… επωνομάσθη διάνοια.
358 Θέλω τύχης σταλαγμόν ή φρενών πίθον.
359 Το του ποδός μεν βραδύ, το του δε νου ταχύ.
360 Όστις περί τραγωδίας οίδε, οίδε και περί επών.
361 Χρήσιμ’ ειδώς ουχ ο πολλά ειδώς σοφός.
362 Πολλών δ’ ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνων.
363 Αρχή Σοφίας ονομάτων επίσκεψις.
364 Ιατρική μεν σώματος νόσους ακέεεται, σοφίη δε ψυχήν παθών αφαιρείται.
365 Σοφόν λέγουσι τον χρόνον πεφυκέναι.
366 Σοφού προς ανδρός όστις εν βραχεί πολλούς καλώς οίος τε συντέμνειν λόγους.
367 Eυ αν έχοι ... ει τοιούτον είη η σοφία ωστ᾽ εκ του πληρεστέρου εις το κενώτερον ρείν ημών…
368 Γίνεται δε εκ του φρονείν τρία ταύτα: βουλεύεσθαι καλώς, λέγειν αναμαρτήτως και πράττειν ά δει.
369 Σοφία μόνον κτημάτων αθάνατον.
370 Σοφόν το σαφές.
371 Τα αφανή τοις φανεροίς τεκμαίρου.
372 Πρόσεχε τω υποκειμένω ή τη ενεργεία ή τω δόγματι ή τω σημαινομένω.
373 Τοις τολμώσιν η τύχη ξύμφορος.
374 Θαρσείν χρη, τάχ’ αύριον έσσετ’ άμεινον. Eλπίδες εν ζωοίσιν, ανέλπιστοι δε θανόντες.
375 Θαρσαλέος ανήρ εν πάσιν αμείνων.
376 Ανδρείη τας άτας μικράς έρδει.
377 Πάντες τοις λόγοις αναπτερούνται.
378 Τολμάν ανάγκη, καν τύχω καν μη τύχω.
379 Ευγνώμων ο μη λυπεόμενος εφ’ οίσιν ουκ έχει, αλλά χαίρων εφ’ οίσιν έχει.
380 Στέργε μεν τα παρόντα, ζήτει δε τα βελτίω.
381 Μόνως φιλείν το εαυτώ συμβαίνον και συγκλωθόμενον. Τι γαρ αρμοδιώτερον;
382 Κατά τον δαίμονα εαυτού.
383 Ων έχεις αυτός κράτει.
384 Δίχα δ’ άλλων μονόφρων ειμί.
385 Ορθόν ούν είναι χρη, ουχί ορθούμενον.
386 Ξενιτείη βίου αυτάρκειαν διδάσκει.
387 Μολών λαβέ.
388 Ώλετο μεν μοι νόστος, ατάρ κλέος άφθιτον έστα.
389 Ανδρών επιφανών πάσα η γη τάφος.
390 Ευκλεώς τοι κατθανείν χάρις βροτώ.
391 Τους πόνους γαρ αγαθοί τολμώσι, δειλοί δ’ εισίν ουδέν ουδαμού.
392 Τόλμα πρήξιος αρχή, τύχη δε τέλεος κυρίη.
393 Δύσκολον τον εαυτόν γνώναι, εύκολον τω άλλω υποτίθεσθαι.
394 Γνώθι σαυτόν.
395 Εδιζησάμην εμεωυτόν.
396 Γένοι’ οίος εσσί μαθών.
397 Ένδον σκάπτε, ένδον η πηγή του αγαθού και αεί αναβλύειν δυναμένη, εάν αεί σκάπτεις.
398 Δει τον αγαθόν άνδρα παυόμενον της αρχής μη πλουσιώτερον, αλλά μάλλον ενδοξότερον γεγονέναι.
399 Πολλοί τοι πλουτούσι κακοί, αγαθοί δε πένονται. Αλλ᾽ ημείς τούτοις ού διαμειψόμεθα της αρετής τον πλούτον.
400 Ανήρ δίκαιος πλούτον ουκ έχει ποτέ.
401 Καλοκαγαθίαν όρκου πιστοτέραν έχε.
402 Αγαθόν ή είναι χρεών ή μιμείσθαι.
403 Αεί κράτιστον εστί τα αληθή λέγειν εν παντί καιρώ.
404 Χρήματα δ᾽ ουχ αρπακτά. Θεόσδοτα πολλόν αμείνω.
405 Μη κακά κερδαίνειν: κακά κέρδεα ισ᾽ αάτησιν.
406 Αγαθώ περί ουδενός εγγίγνεται φθόνος ούτε φόβος ούτε οργή ή μίσος.
407 Ά πάσχοντες υφ’ ετέρων οργίζεσθε, ταύτα τοις άλλοις μη ποιείτε.
408 Ως τα χρηστά πράγματα χρηστών αφορμάς ενδίδωσ’ αεί λόγων.
409 Πόλλ’ ανδρί βασιλεί και στρατηλάτη μέλει.
410 Όντας δε θνητούς θνητά και φρονείν χρεών.
411 Λάθε βιώσας.
412 Ό,τι αν αγαθόν πράσσης, θεούς. μη σεαυτόν αιτιώ.
413 Ευγνώμων ο μη λυπεόμενος εφ’ οίσιν ουκ έχει, αλλά χαίρων εφ’ οίσιν έχει.
414 Ην μη πολλών επιθυμέης τα ολίγα τοι πολλά δόξει.
415 Έλπιζε ως θνητός, φείδου ως αθάνατος.
416 Εν ολιγίστοις κείται το ευδαιμόνως βιώσαι.
417 Χάριν απόδος.
418 Ομιλείν δυνάστῃ... ως ήκιστα ή ως ήδιστα.
419 Η γλώσσα σου μη προτρεχέτω του νου.
420 Πατρός σωφροσύνη μέγιστον τέκνοις παράγγελμα.
421 Τοσούτω διαφέρει η φρόνησις των άλλων αρετών, όσω η όρασις των άλλων αισθήσεων.
422 Ταμιείον εστί αρετής η σωφροσύνη.
423 Απλά γαρ εστι της αληθείας έπη.
424 Απλούς ο μύθος της αληθείας έφυ.
425 Μήτε ακούσιος ενέργει μήτε ακοινώνητος μήτε ανεξέταστος μήτε ανθελκόμενος. Μήτε κομψεία την διάνοιάν σου καλλωπιζέτω, μήτε πολυρρήμων μήτε πολυπράγμων έσο.
426 Ανέχου και απέχου.
427 Νόμω και άρχοντι και τω σοφοτέρω είκειν κόσμιον.
428 Τας μεταβολάς της τύχης γενναίως επίστασο φέρειν.
429 Η βιωτική τῃ παλαιστικᾑ ομοιοτέρα ήπερ τῃ ορχηστικᾑ κατά το προς τα εμπίπτοντα και ού προεγνωσμένα έτοιμος και απτώς εστάναι.
430 Δει καρτερείν επί τοις παρούσι και θαρρείν περί των μελλόντων.
431 Άφοβον ο θεός, ανύποπτον ο θάνατος και το αγαθόν μεν εύκτητον, το δε δεινόν ευκαρτέρητον.
432 Πώς αν τις ατυχίαν ράστα φέροι; Eι τους εχθροὺς χείρον πράσσοντας βλέποι.
433 Οι εκούσιοι πόνοι την των ακουσίων υπομονήν ελαφροτέραν παρασκευάζουσι.
434 Δει φέρειν τα των θεών.
435 Ατυχή είναι τον ατυχίαν μη φέροντα.
436 Ουδέν ουδενί συμβαίνει, ό ού πέφυκε φέρειν.
437 Τω λογικώ ζώω μόνον αφόρητόν εστι το άλογον. Το δ’ εύλογον φορητόν.
438 Αιέν αριστεύειν.
439 Είς εμοί μύριοι, εάν άριστος εί.
440 Πλείονες εξ ασκήσεως αγαθοί γίνονται ή από φύσεως.
441 Ου γαρ δοκείν άριστος, αλλ’ είναι θέλει.
442 Είς, αλλά λέων.
443 Αεργοίς αιέν εορτά.
444 Ημερήσιοι ύπνοι σώματος όχλησιν ή ψυχής αδημοσύνην ή αργίην ή απαιδευσίην σημαίνουσι.
445 Απορίαν γαρ δει βοηθείν, ουκ αργίαν εφοδιάζειν.
446 Αργία μήτηρ πάσης κακίας.
447 Έργον δ’ ουδέν όνειδος, αεργίη δε τ’ όνειδος.
448 Ουδείς ών ράθυμος ευκλεής ανήρ, άλλ’ οι πόνοι τίκτουσι την ευδοξίαν.
449 Σύκα φίλ’ ορνίθεσσι, φυτεύειν δ’ ουκ εθέλουσι.
450 Ά ποιείν αισχρόν, ταύτα νόμιζε μηδέ λέγειν είναι καλόν.
451 Φαύλων έργων και τους λόγους παραιτητέον.
452 Κρέσσον τα οικήια ελέγχειν αμαρτήματα ή τα οθνεία.
453 Αι γαρ ευπραξίαι δειναί συγκρύψαι τα ονείδη.
454 Ουδέν ανεπίληπτον, αλλ’ έχει πάντα διαμαρτίας και αγνοίας.
455 Εν μόνον αγαθόν είναι, την επιστήμην, και εν μόνον κακόν, την αμαθίαν.
456 Εν οίδα ότι ουδέν οίδα.
457 Ετεή δε ουδέν ίδμεν. Εν βυθώ γαρ η αλήθεια.
458 Αγεωμέτρητος μηδείς εισίτω.
459 Κρύπτειν αμαθίην κρέσσον, ή ες το μέσον φέρειν.
460 Αμαρτίης αιτίη η αμαθίη του κρέσσονος.
461 Το ουκ οίδα εις φυλακήν ου βάλλει.
462 Σοφία πάντων κάλλιστον, η δε αμάθεια πάντων κάκιστον.
463 Ετεή μεν νυν ότι οίον έκαστον εστιν ή ούκ έστιν ού συνίεμεν.
464 Δημόκριτος τους ευπρεπείς και απαιδεύτους ομοίους είπεν είναι αλαβάστρω γέμοντι όξος.
465 Το μη ειδέναι γαρ ηδονήν έχει τινά.
466 Ουκ οίσθ’ ό,τι ζης, ουδ’ ό δρας, ουδ’ όστις εί.
467 Τον κόρον υπό του πλούτου γεννάσθαι, την δε ύβριν υπό του κόρου.
468 Ζευς κολαστής των άγαν υπερφρόνων.
469 Τους μεν κενούς ασκούς η πνοή διίστησι, τους δ’ ανοήτους, το οίημα.
470 Ύβρις γαρ εξανθούσ᾽ εκάρπωσεν στάχυν άτης, όθεν πάγκλαυτον εξαμά θέρος.
471 Τι ποιείς, άνθρωπε; Τούτο ου δει προλέγειν. Αυτό φανήσεται.
472 Kόμπασον θαρσών, αλέκτωρ ώστε θηλείας πέλας.
473 Ευτυχούντες ουκ επίστανται φέρειν.
474 Όταν δ’ ο δαίμων ευ διδώ, τι δει φίλων;
475 Ανοήμονες βιούσι ού τερπόμενοι βιούν.
476 Μακαρίσαντες υμών το απειρόκακον ού ζηλούμεν το άφρον.
477 Ο νους δε σου παρών αποδημεί.
478 Ρεχθέν δε τε νήπιος έγνω.
479 Δόξει τις αμαθεί σοφά λέγων ουκ ευ φρονεί.
480 Το δις εξαμαρτείν τ’ αυτόν ουκ ανδρός σοφού.
481 Πολλοί πολυμαθέες νόον ουκ έχουσιν.
482 Κρέσσον άρχεσθαι τοις ανοήτοισιν ή άρχειν.
483 Ότι ουδέν ήττον τα αυτά ποιήσουσι, καν συ διαρραγής.
484 Νηπίοισιν ου λόγος, αλλά ξυμφορή γίνεται διδάσκαλος.
485 Τας των κρατούντων αμαθίας φέρειν χρεών.
486 Συν όχλω αμαθία πλείστον κακόν.
487 Ρώμη αμαθής πολλάκις τίκτει βλάβην.
488 Νήπιοι, ουδέ ίσασιν όσω πλέον ήμισυ παντός.
489 Μώρα γαρ μώρος λέγει.
490 Και τούτο λυπρόν: συνασοφείν τοις μη σοφοίς.
491 Ει μη ιατροί ήσαν, ουδέν αν ην των γραμματικών μωρότερων.
492 Τους δε νόμους τοις αραχνίοις ομοίους και γαρ εκείνα, εάν μεν εμπέση τι κούφον και ασθενές, στέγειν εάν δε μείζον, διακόψαν οίχεσθαι.
493 Φύσει δ’ υπάρχει τοις παρούσι τα των απόντων, και τοις εθέλουσι πονείν και κινδυνεύειν τα των αμελούντων.
494 Γυνή τι δράσω; Πώς μόνη σωθήσομαι, ανάδελφος, απάτωρ, άφιλος;
495 Των σωμάτων θηλυνομένων και αι ψυχαί πολύ ασθενέστεραι γίγνονται.
496 Ότι χρήσις κρατύνει, αργίη δε τήκει.
497 Ρώμη δε μετά φρονήσεως ωφέλησεν, άνευ δε ταύτης πλείον τους έχοντας έβλαψεν.
498 Εχθίστη δε οδύνη εστί των εν ανθρώποισι αύτη, πολλά φρονέοντα μηδενός κρατέειν.
499 Τα μηδέν ωφελούντα μη πόνει μάτην.
500 Όμφακες εισίν.
501 Δαπανώμενος εφ’ α μη δει, ολίγος έση εφ’ α δει.
502 Το τολμάν δ' αδύνατ' ανδρός ου σοφού.
503 Κακαί γεωργείν χείρες ευ τεθραμμέναι.
504 Στρατηγοί πλείονες ή βελτίονες.
505 Επεί νυν γέλως έσθ’ ως χρώμεθα τοις πράγμασιν.
506 Αβουλία γαρ πολλά βλάπτονται οι βροτοί.
507 Τι γηράσκει ταχύ; Χάρις.
508 Η πενία πολλών εστιν ενδεής, η δ’ απληστία πάντων.
509 Πλεονεξίη το πάντα λέγειν, μηδέν δε εθέλειν ακούειν.
510 Η τέκνοις άγαν χρημάτων συναγωγή πρόφασίς εστι φιλαργυρίης.
511 Οι φειδωλοί τον της μελίσσης οίτον έχουσιν εργαζόμενοι ως αεί βιωσόμενοι.
512 Όφις το δέρμα αποδύεται, την γνώμην δε ουδαμώς.
513 Ου με πείσεις, καν με πείσης.
514 Ουδ’ υφ’ ενός φιλέεσθαι ο φιλέων μηδένα.
515 Ούποτε ποτε ποιήσεις τον καρκίνον ορθά βαδίζειν.
516 Ταράττει τους ανθρώπους ου τα πράγματα, αλλά τα περί των πραγμάτων δόγματα.
517 Η γλώσσα πολλούς εις όλεθρον ήγαγεν.
518 Προς κέντρα μη λάκτιζε, μη παίσας μογής.
519 Αλλ’, όταν σπεύδη τις αυτός, χω θεός συνάπτεται.
520 Επ᾽ ευτυχία τη μεγίστη παρά θεών η τοιαύτη μανία [ο έρως] δίδοται.
521 Λέγοντα μη κινείν την χείρα, μανικόν γαρ.
522 Οι αγαθοί ευαπάτητοι.
523 Πόθεν αν λάβοιμι βύσμα τω πρωκτώ φλέων;
524 Ανήρ ο φεύγων και πάλι μαχήσεται.
525 Δειλού μήτηρ ου κλαίει, αλλ' ουδέ χαίρει.
526 Οι μη δυνάμενοι κινδυνεύειν ανδρείως δούλοι των επιόντων εισίν.
527 Δειλοί άνθρωποι ουκ έχουσιν εν μάχη αριθμόν.
528 Δούλου τόδ’ εστίν, μη λέγειν ά τις φρονεί.
529 Τι γαρ δει δειλόν όντα ευσωματείν;
530 Οι μεν άνδρες γεγόνασί μοι γυναίκες, αι δε γυναίκες άνδρες.
531 Οι πλείστοι άνθρωποι κακοί.
532 Τον βίον μη, τω χρόνω βραχύν όντα, πράγμασιν κακοίς μακρόν ποιείν.
533 Εν τη προαιρέσει η μοχθηρία και το αδικείν.
534 Ευλαβού τας διαβολάς καν ψευδείς ώσιν.
535 Των περί τα ήθη φευκτών τρία εστίν είδη: κακία, ακρασία, θηριότης.
536 Θησαυρός εστι των κακών κακή γυνή.
537 Το Θείον φθονερόν και ταραχώδες.
538 Γυνή ανδρός φθονερώτερον και μεμψιμοιρότερον.
539 Φθονέεσθαι κρέσσον εστὶ ή οικτείρεσθαι.
540 Φθονερόν αεί των γειτόνων όμμα.
541 Ώσπερ υπό του ιού τον σίδηρον, ούτω τους φθονερούς υπό του ιδίου ήθους κατεσθίεσθαι.
542 Κρέσσων γαρ οικτιρμού φθόνος.
543 Ο φθονέων εωυτόν ως εχθρόν λυπέει.
544 Ουκ αν φορητός είης, ει πράσσοις καλώς.
545 Και κεραμεύς κεραμεί κοτέει και τέκτονι τέκτων και πτωχός πτωχώ φθονέει και αοιδός αοιδώ.
546 Ο δ’ αφθόνητός γ’ οὐκ επίζηλος πέλει.
547 Ο χρημάτων παντελών ήσσων ουκ αν ποτέ είη δίκαιος.
548 Βροτοίς πέφυκε τον πεσόντα λακτίσαι.
549 Αμαθία μεν θράσος, λογισμός δε όκνον φέρει.
550 Το γαρ ευ πράττειν παρά την αξίαν, αφορμήν του κακώς φρονείν τοις ανοήτοις γίγνεται.
551 Αχαλίνων στομάτων, ανόμου τ’ αφροσύνας το τέλος δυστυχία.
552 Το τα αδύνατα διώκειν μανικόν. Αδύνατον δε το τους φαύλους μη τοιαύτά τινα ποιείν.
553 Πολλοί δρώντες τα αίσχιστα, λόγους τους αρίστους ασκέουσι.
554 Πολλοί δρώντες τα αίσχιστα, λόγους τους αρίστους ασκέουσι.
555 Όμοια πόρνη δάκρυα και ρήτωρ έχει.
556 Κίβδηλοι και αγαθοφανέες οι λόγω μεν άπαντα, έργω δε ουδέν έρδοντες.
557 Αλλήλων καταφρονούντες αλλήλοις αρεσκεύονται και αλλήλων υπερέχειν θέλοντες, αλλήλοις υποκατακλίνονται.
558 Των οικιών ημών εμπιμπραμένων, ημείς άδομεν.
559 Κακώς ακούειν ού μέλει θανόντι μοι.
560 Κίβδηλοι και αγαθοφανέες οι λόγω μεν άπαντα, έργω δε ουδέν έρδοντες.
561 Οι δε των πραγμάτων ού μένουσι καιροί την ημετέραν βραδύτητα και ειρωνείαν.
562 Αδικεί πολλάκις ο μη ποιών τι, ου μόνον ο ποιών τι.
563 Ότι χρήσις κρατύνει, αργίη δε τήκει.
564 Της ησυχίης πάντες οι πόνοι ηδίονες.
565 Ως άπας μεν λόγος, αν απή τα πράγματα, μάταιόν τι φαίνεται και κενόν.
566 Τας των κρατούντων αμαθίας φέρειν χρεών.
567 Οι άνθρωποι γεγόνασιν αλλήλων ένεκα. Ή δίδασκε ούν ή φέρε.
568 Μεγαλοψυχίη το φέρειν πραέως πλημμέλειαν.
569 Άρχεται λέξεων μεν ποταμός, νου δε σταλαγμός.
570 Ουκ εισίν οι παμπλούσιοι αγαθοί.
571 Φωνή μιαρά, γέγονας κακώς, αγοραίος εί, έχεις άπαντα προς πολιτείαν ά δει.
572 Τι εστί πλούτος; Θησαυρός κακών, εφόδιον ατυχημάτων, χορηγία πονηρίας.
573 Αι περί τι σφοδραί ορέξεις τυφλούσιν εις τάλλα την ψυχήν.
574 Γραυς χορεύει.
575 Θεών όνειδος τους κακούς ευδαιμονείν.
576 Τον φαύλον παραφυλάττειν δει, μη καιρού λάβηται.
577 Δολερόν μεν αεί κατά πάντα δη τρόπον πέφυκεν άνθρωπος.
578 Προφάσεως δείται μόνον η πονηρία.
579 Αλωπεκίζειν προς ετέραν αλώπεκα.
580 Νοείν, οράν, ξυνιέναι, στρέφειν έδραν, τεχνάζειν, κάχ’ υποτοπείσθαι, περινοείν άπαντα.
581 Δειναί γαρ αι γυναίκες ευρίσκειν τέχνας.
582 Τα πονηρά κέρδη τας μεν ηδονάς έχει μικράς, τας δε λύπας μακράς.
583 Πολλάς αν εύροις μηχανάς, γυνή γαρ εί.
584 Κρείττον ευήθη δοκείν ή πονηρόν είναι.
585 Η δημαγωγία γαρ ού προς μουσικού ετ’ εστίν ανδρός ουδέ χρηστού τους τρόπους, αλλ’ εις αμαθή και βδελυρόν.
586 Μωμεομένων φλαύρων ο αγαθός ου ποιέεται λόγον.
587 Κει θέμις εστίν, νυνί γ᾽ ήδη, κει μη θέμις εστί, χεσείω.
588 Το μη καλώς λέγειν ου μόνον εις αυτό τούτο πλημμελές, αλλά και κακόν τι εμποιεί ταίς ψυχαίς.
589 Εχθροίς απιστών ούποτ’ αν πάθοις βλάβην.
590 Μη ύποπτος προς άπαντας, αλλ’ ευλαβής γίνου και ασφαλής.
591 Ανδρών δε φαύλων όρκον εις ύδωρ γράφε.
592 Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας.
593 Ωτα γαρ τυγχάνει ανθρώποισι εόντα απιστότερα οφθαλμών.
594 Ατυχίαν μη ονειδίζειν, νέμεσιν αιδούμενον.
595 Φιλών μάλιστ’ εμαυτόν ουκ αισχύνομαι.
596 Του μεν κακώς λέγειν συ την εξουσίαν έχεις, του δε μη ακούειν εγώ.
597 Ω πολλά μισηθείσα χειρωναξία!
598 Ουδεὶς ό νοείς μεν οίδεν, ό δε ποιείς βλέπει.
599 Βασιλικόν, καλώς ποιούντα κακώς ακούειν.
600 Κρέσσον τα οικήια ελέγχειν αμαρτήματα ή τα οθνεία.
601 Φιλίας μεν αρχή έπαινος, έχθρας δε ψόγος.
602 Μεγαλοψυχίη το φέρειν πραέως πλημμέλειαν.
603 Οι αγαθοί ευαπάτητοι.
604 Λύκος δοράν οιός περιβεβλημένος.
605 Χρήματα πορίζειν ευπορώτατον γυνή, άρχουσά τ᾽ ουκ αν εξαπατηθείη ποτέ. Αυταί γαρ εισιν εξαπατάν ειθισμέναι.
606 Ο χρόνος άπαντα τοίσιν ύστερον φράσει. Λάλος γαρ ούτος ουκ ερωτώσιν λέγει.
607 Πέρας γαρ ουδέν μη διά γλώσσης ιόν.
608 Χαλεπώτερον ηδονῇ μάχεσθαι ή θυμῷ.
609 Χόλος νόον οιδάνει.
610 Αιδώς γαρ οργής πλείον ωφελεί βροτούς.
611 Μένεα πνείοντες.
612 Ανήρ ο φεύγων και πάλι μαχήσεται.
613 Πόλλ’ εφέλκεται φυγή κακά ξυν αυτή.
614 Οι άνθρωποι γεγόνασιν αλλήλων ένεκα. Ή δίδασκε ούν ή φέρε.
615 Τα καθήκοντα ταις σχέσεσι προσμετρείται.
616 Διογένης τον έρωτα είπε σχολαζόντων ασχολίαν.
617 Επ᾽ ευτυχία τη μεγίστη παρά θεών η τοιαύτη μανία [ο έρως] δίδοται.
618 Ποιητήν δ’ άρα Έρως διδάσκει, καν άμουσος ή το πριν.
619 Ού το κάλλος, ω γύναι, αλλ’ αρεταί τέρπουσι τους ξυνευνέτας.
620 Ού μεν γαρ τι γυναικός άμεινον αγαθής.
621 Πικρόν νέα γυναικί πρεσβύτης ανήρ.
622 Ένιοι, πόλεων μεν δεσπόζουσι, γυναιξί δε δουλεύουσι.
623 Υπό γυναικός άρχεσθαι ύβρις είη εν ανδρί εσχάτη.
624 Γυναίκα και ωφελίαν και νόσον ανδρί φέρει μεγίσταν.
625 Άριστον ανδρί κτήμα συμπαθής γυνή.
626 Τα μεν γαρ άλλα δεύτερα αν πάσχη γυνή, ανδρός δ’ αμαρτάνουσα, αμαρτάνει βίου.
627 Άμα δε το χιτώνι εκδυομένω, εκδύεται και την αιδώ γυνή.
628 Λυχνίας σβεσθείσης, πάσα γυνή ομοία.
629 Μα Δί’ ουδὲ δέομαί γ’, αλλά βινείν βούλομαι.
630 Ούτε δια τούτου ούτε άνευ τούτου.
631 Γυνή δικαία του βίου σωτηρία.
632 Γαμβρόν ο μεν επιτυχών, εύρεν υιόν. Ο δε αποτυχών, απώλεσε και θυγατέρα.
633 Ως εστι το γαμείν έσχατον του δυστυχείν.
634 Ούποτε φήσω γάμον ευφραίνειν πλέον ή λυπείν.
635 Επεὶ ουκέτι πιστά γυναιξίν.
636 Ουδέν εστι θηρίον γυναικός αμαχώτερον.
637 Διά τας γυναίκας πάντα τα κακά γίγνεται.
638 Το θήλυ έχει το βουλητικόν αλλ' άκυρον.
639 Γυνή γυναικί σύμμαχος πέφυκε πως.
640 Πάντων δυσμαχώτατον γυνή.
641 Γυνή γαρ ουδέν οίδε πλην ό βούλεται.
642 Ούτοι γυναικός εστιν ιμείρειν μάχης.
643 Πυρ, γυνή και θάλασσα, δυνατά τρία.
644 Χρόνος παις εστι παίζων πεττεύων. Παιδός η βασιλεία.
645 Δεινόν τι τέκνων φίλτρον έθηκεν θεός ανθρώποις.
646 Ο φίλος τον φίλον εν πόνοις και κινδύνοις ου λείπει.
647 Κρίνει φίλους ο καιρός, ως χρυσόν το πυρ.
648 Πολλοί δοκέοντες είναι φίλοι ουκ εισί, και ου δοκέοντες εισίν.
649 Φίλος και ίππος εν ανάγκη δοκιμάζονται.
650 Πένητα φεύγει πας τις εκποδών φίλος.
651 Οι μεν άλλοι κύνες τους εχθρούς δάκνουσι, εγώ δε τους φίλους ίνα σώσω.
652 Εάν δ’ έχωμεν χρήμαθ’, έξομεν φίλους.
653 Ζην ουκ άξιος, ότω μηδείς εστι χρηστός φίλος.
654 Ο φίλος τον φίλον εν κινδύνοις γιγνώσκει.
655 Μηδένα φίλον ποιού, πριν αν εξετάσης πώς κέχρηται τοις προτέροις φίλοις.
656 Βραδέως μεν φίλος γίγνου, γενόμενος δε, πειρώ διαμένειν.
657 Εν ευτυχίη φίλον ευρείν εύπορον, εν δε δυστυχίη πάντων απορώτατον.
658 Λόγω γαρ ήσαν ουκ έργω φίλοι.
659 Ανδρός πονηρού φεύγε συνοδίαν αεί.
660 Κακοίς ομιλών καυτός εκβήσει κακός.
661 Ό συ μισείς, ετέρω μη ποιήσεις.
662 Ισχυρόν όντα πράον είναι, όπως οι πλησίον αιδώνται μάλλον ή φοβώνται.
663 Μη πάσιν, αλλά τοις δοκίμοισι πιστεύειν.
664 Μη πάσι πίστευε.
665 Ουκ ανδρός όρκοι πίστις, αλλ’ όρκων ανήρ.
666 Πίστεις αρ τοι ομώς και απιστίαι ώλεσαν άνδρας.
667 Τύμμα τύμματι τίσαι.
668 Δος τι και λάβε τι.
669 Πόνος ευκλείας πατήρ.
670 Φήμη... κακή αργαλέη φέρει, χαλεπόν δ’ αποθέσθαι.
671 Ζων μεν επαινού, αποθανών δε μακαρίζου.
672 Ο αν μη ίδης, μη λέγε. Ειδώς σιγά.
673 Άκουε πολλά, λάλει καίρια.
674 Τον λόγον είδωλον είναι των έργων.
675 Λόγος γαρ έργου σκιή.
676 Αληθόμυθον χρη είναι, ού πολύλογον.
677 Γλώσσης κρατάν και μάλιστα εν συμποσίω.
678 Ού τι τα πολλά έπη φρονίμην απεφήνατο δόξαν.
679 Ουδείς αν μωρός σιωπάν εν συμποσίω δύναται.
680 Ει μη καθέξεις γλώσσαν, έσται σοι κακά.
681 Φιλήκοον είναι μάλλον ή πολύλαλον.
682 Η γαρ σιωπή τοις σοφοίς απόκρισις.
683 Κρείττον του λαλείν το σιγάν.
684 Το σιγάν πολλάκις εστί σοφώτατον ανθρώπω νοήσαι.
685 Τα δ’ άλλα σιγώ. Βους επί γλώσσηι μέγας βέβηκεν.
686 Σιγάς; Σιωπή δ’ άπορος ερμηνεύς λόγων.
687 Ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον.
688 Φύσις κρύπτεσθαι φιλεί.
689 Κακά εν οίκω κρύπτε.
690 Ατυχίαν κρύπτε.
691 Συγγνώμη τιμωρίας κρείσσων.
692 Ηδονών ήδιον έπαινος.
693 Κρείττον εις κόρακας ή εις κόλακας εμπεσείν. Οι μεν γαρ νεκρούς, οι δε ζώντας εσθίουσιν.
694 Ο φιλών πλήξει σε, ο δε μισών κολακεύσει σε.
695 Προς τον ειπόντα "Πολλοί σε επαινούσι": "Τι γαρ", έφη, "κακόν πεποίηκα;".
696 Μεγάλα βλάπτουσι τους αξυνέτους οι επαινέοντες.
697 Βέλτερον υφ’ ετέρου ή υφ’ εαυτού επαινέεσθαι.
698 Πολλών χρημάτων κρείττων ο παρά του πλήθους έπαινος.
699 Ανάξιον άνδρα μη επαίνει διά πλούτον.
700 Αλλ' ό γε σιγῇ δώρα θεών έχοι, όττι διδοίεν.
701 Κακού ανδρός δώρα όνησιν ουκ έχει.
702 Πείθειν δώρα και θεούς λόγος.
703 Λαβών απόδος άνθρωπε και λήψη πάλιν.
704 Μικραί χάριτες εν καιρώ μέγισται τοις λαμβάνουσι.
705 Του πιθανωτέρους είναι τους απαιδεύτους των πεπαιδευμένων εν τοις όχλοις.
706 Όταν γαρ ηδύς τις λόγοις φρονών κακώς πείθη το πλήθος, τη πόλει κακόν μέγα.
707 Πείσας λαβέ, μη βιασάμενος.
708 Ισχυρότερος ες πειθώ λόγος πολλαχή γίνεται χρυσού.
709 Ουκ έστι Πειθούς ιερόν άλλο πλην λόγος.
710 Συμβούλευε μη τα ήδιστα, αλλά τα βέλτιστα.
711 Ράον παραινείν ή παθόντα καρτερείν.
712 Ου τοις άρχειν βουλομένοις μέμφομαι, αλλά τοις υπακούειν ετοιμοτέροις ούσιν.
713 Αλλ’ εις το κέρδος παρά φύσιν δουλευτέον.
714 Γη και ύδωρ.
715 Τοις κρατούσι μη μάχου.
716 Ω ούτος, ού συ με λοιδορείς, αλλ᾿ ο τόπος.
717 Και κεραμεύς κεραμεί κοτέει και τέκτονι τέκτων και πτωχός πτωχώ φθονέει και αοιδός αοιδώ.
718 Εάν ά τοις άλλοις επιτιμώμεν, αυτοί μη δρώμεν
719 Θ’ Ελέναν; επεί πρεπόντως ελέναυς έλανδρος ελέπτολις.
720 Προσέχειν τοις εχθροίς πρώτοι γαρ των αμαρτημάτων αισθάνονται.
721 Απ᾽ εχθρών δήτα πολλά μανθάνουσιν οι σοφοί.
722 Μη απειλείν ουδενί. Γυναικώδες γαρ.
723 Το μεν γυναίκα πρώτον άρσενος δίχα ήσθαι δόμοις έρημον έκπαγλον κακόν.
724 Χαλεπόν άρχεσθαι υπό χερείονος.
725 Πόλις ευ αγομένη μεγίστη όρθωσις εστι.
726 Άπας δε τραχύς όστις αν νέον κρατή.
727 Δύναμις υπέρ άνθρωπον η βασιλέος εστί και χείρ υπερμήκης.
728 Πεποίηκά τι κοινωνικώς; ουκούν ωφέλημαι.
729 Έστι δίκης οφθαλμός, ος τα πάνθ’ ορά.
730 Μούνοι θεοφιλέες, όσοις εχθρόν το αδικέειν.
731 Δει εν μεν τοις όπλοις φοβερούς, εν δε τοις δικαστηρίοις φιλανθρώπους είναι.
732 Εμέ δε Άνυτος και Μέλητος αποκτείναι μεν δύνανται, βλάψαι δε ού.
733 Αλλ’ η Δίκη γαρ και κατά σκότον βλέπει.
734 Ανεξέταστον μη κόλαζε μηδένα.
735 Το θείον και οι νόμοι, ευ μεν αγόντων, εισίν ωφέλιμοι, κακώς δε αγόντων ουδέν ωφελούσιν.
736 Ξένος ών ακολούθει τοις επιχωρίοις νόμοις.
737 Τοις μεν νόμοις, παλαιοίς χρώ, τοις δ' όψοις, προσφάτοις.
738 Ο μηδέν αδικών ουδενός δείται νόμου.
739 Ουδέν διαφέρει ή μη κείσθαι ή μη χρήσθαι τους νόμους.
740 Πας εστι νόμος εύρημα μεν και δώρον θεών.
741 Ου γαρ τοις ψηφίσµασιν αλλά τοις ήθεσιν καλώς οικείσθαι τας πόλεις.
742 Την μάλιστα νόμων, ήκιστα δε ρητόρων ακούουσαν πολιτείαν αρίστην είναι.
743 Ισότης στάσιν ου ποιεί.
744 Κοινός γαρ εστιν ουρανός πάσιν βροτοίς.
745 Πας γαρ εμπλησθείς ανήρ ο πλούσιός τε χω πένης ίσον φέρει.
746 Βούλευμα μεν το Δίον, Ηφαίστου δε χειρ
747 Ανδρών δ' εκ μεγάλων πόλις όλλυται.
748 Εάν μη οι βασιλείς φιλοσοφήσουν, ουκ έστιν των δεινών παύλα.
749 Τότε τας πόλεις απόλλυσθαι, όταν μη δύνωνται τους φαύλους από των σπουδαίων διακρίνειν.
750 Το μητ’ άναρχον μήτε δεσποτούμενον... σέβειν.
751 Υπό λίθω γαρ παντί νου χρη μη δάκη ρήτωρ αθρείν.
752 Κρατίστην είναι δημοκρατίαν εν ή πάντες ως τύραννον φοβούνται τον νόμον.
753 Ω δημοκρατία, ποι προβιβάς ημάς ποτε;.
754 Δημοκρατία κρείττον τυραννίδος.
755 Ως ο μεν δήμος εστιν ασταθμητότατον πράγμα των πάντων και ασυνθετώτατον.
756 Εκλυτέον εαυτούς εκ του περί τα εγκύκλια και τα πολιτικά δεσμωτηρίου.
757 Ελεύθερος γαρ ου τις εστί πλην Διός.
758 Μακραί τυράννων χείρες.
759 Ώ παίδες Ελλήνων, ίτε ελευθερούτε πατρίδ’ ελευθερούτε δε παίδας, γυναίκας, θεών τε πατρώων έδη, θήκας τε προγόνων νυν υπέρ πάντων αγών
760 Είς οιωνός άριστος, αμύνεσθαι περί πάτρης.
761 Οι γαρ εν σοφοίς φαύλοι παρ’ όχλω μουσικώτεροι λέγειν.
762 Ισχυρόν όχλος εστίν, ουκ έχει δε νουν.
763 Τον δήμον αεί προσποιού υπογλυκαίνων ρηματίοις μαγειρικοίς.
764 Δεινόν οι πολλοί, κακούργους όταν έχωσι προστάτας.
765 Πολλάκι και ξύμπασα πόλις κακού ανδρός απηύρα.
766 Μισεί γαρ ο θεός την βίαν, τα κτητά δε κτάσθαι κελεύει πάντας ουκ ες αρπαγάς.
767 Ένθα γαρ σοφίης δέει, βίης έργον ουδέν.
768 Είς ουδείς, δύο πολλοί, τρεις όχλος, τέσσαρες πανήγυρις.
769 Πόλεμος πάντων μεν πατήρ εστί, πάντων δε βασιλεύς. Και τους μεν θεούς έδειξε, τους δε ανθρώπους, τους μεν δούλους εποίησε, τους δε ελευθέρους.
770 Ο δε πόλεμος... βίαιος διδάσκαλος.
771 Νεύρα πολέμου χρυσός.
772 Έστιν ο πόλεμος ουχ όπλων το πλέον, αλλά δαπάνης.
773 Γλυκύ δ᾽απείρῳ πόλεμος.
774 Πόλεμος ένδοξος, ειρήνης αισχράς αιρετώτερος.
775 Δια την των χρημάτων κτήσιν πάντες οι πόλεμοι γίγνονται.
776 Ειρήνη ανά γην κουροτρόφος.
777 Ουδείς γαρ ούτω ανόητος εστί όστις πόλεμον προ ειρήνης αιρέεται εν μεν γαρ τη οι παίδες τους πατέρας θάπτουσι, εν δε τω οι πατέρες τους παίδας.
778 Ση πατρίς εν γαρ τοις πόνοισιν αύξεται.
779 Έλληνες αεί παίδές εστε, γέρων δε Έλλην ουκ έστιν.
780 Πάσιν αποκρίνου.
781 Αμαθέστερον πως ειπέ και σαφέστερον.
782 Μη πάντα επίστασθαι προθύμεο, μη πάντων αμαθής γένη.
783 Γνους πράττε.
784 Θεοὶ δε τε πάντα ίσασιν.
785 Ει μη καθήκει, μη πράξης ει μη αληθές εστι, μη είπης.
786 Η γλώσσα λανθάνουσα τ’ αληθή λέγει.
787 Κλεπτών γαρ η νυξ, της δ’ αληθείας το φως.
788 Εγώ δε οφείλω λέγειν τα λεγόμενα, πείθεσθαί γε μεν ου παντάπασι οφείλω.
789 Του και από γλώσσης μέλιτος γλυκίων ρέεν αυδή.
790 Το σοφόν δ’ ού σοφία.
791 Έργω κ' ουκέτι μύθω.
792 Έπεα πτερόεντα.
793 Ρήμα δ᾽ εργμάτων χρονιώτερον βιοτεύει.
794 Οργής ματαίας εισί αίτιοι λόγοι.
795 Ρήμα παράκαιρον τον όλον ανατρέπει βίον.
796 Δύο φησίν είναι γνώσεις: την μεν δια των αισθήσεων την δε δια της διανοίας.
797 Έοικα γούν τούτου γε σμικρώ τινι αυτώ τούτω σοφώτερος είναι, ότι ά μη οίδα ουδέ οίομαι ειδέναι.
798 Πάντες άνθρωποι φύσει ορέγονται του ειδέναι.
799 Πολιά ξυνωρίς, αλλ’ όμως χορευτέον.
800 Ουκ έστι χείρων ουδεμία φύσις τέχνης. Και γαρ αι τέχναι τας φύσεις μιμούνται.
801 Άνδρα μοι έννεπε, Μούσα, πολύτροπον, ός μάλα πολλά πλάγχθη, επεὶ Τροίης ιερόν πτολίεθρον έπερσε.
802 Τοις μεν γαρ παιδαρίοισιν έστι διδάσκαλος όστις φράζει, τοίσιν δ᾽ ηβώσι ποιηταί.
803 Ως μεν βούλομαι ου δύναμαι, ως δε δύναμαι ου βούλομαι.
804 Αι παροιμίαι παλαιάς εισίν φιλοσοφίας εγκαταλείμματα, περισωθέντα διά συντομίαν και δεξιότητα.
805 Δως μοι πα στω και ταν γαν κινάσω.
806 Εύρηκα! Εύρηκα!
807 Μη μου τους κύκλους τάραττε.
808 Μη είναι βασιλικήν ατραπόν επί γεωμετρίαν.
809 Πάντων γαρ όσα πλείω μέρη έχει και μη έστιν οίον σωρός το παν.
810 Όλβιος όστις ιστορίης έσχεν μάθησιν.
811 Φρόνει τι κεδνόν.
812 Νόει το πραττόμενον.
813 Μέγα το εν συμφορήσι, φρονέειν ά δει.
814 Ερωτηθείς τι αυτώ περιγέγονεν εκ φιλοσοφίας, έφη, "το δύνασθαι εαυτώ ομιλείν".
815 Τις είναι θέλεις σαυτώ πρώτον ειπέ. Είθ’ ούτως ποίει ά ποιείς.
816 Ει βούλει αγαθός είναι, πρώτον πίστευσον ότι κακός εί.
817 Και γαρ τ' όναρ εκ Διός εστιν
818 Ανάγκα ουδέ Θεοί μάχονται.
819 Κακόν ανάγκη, αλλ’ ουδεμία ανάγκη ζην μετά ανάγκης.
820 Το της ανάγκης εστί αδήριτον σθένος.
821 Άπαντας αυτών κρείσσονας ανάγκη ποιεί.
822 Το τω σμήνει μη συμφέρον ουδὲ τη μελίσση συμφέρει.
823 Πατρίς γαρ εστι πάσ᾽ ίν᾽ αν πράττη τις ευ.
824 Εφ’ εκάστου έργου, σκόπει τα καθηγούμενα και τα ακόλουθα αυτού και ούτως έρχου επ’ αυτού.
825 Μηδέν χρημάτων ένεκα πράττειν.
826 Εάν μη έλπηται ανέλπιστον, ουκ εξευρήσει.
827 Μακράς ελπίδας μισώ.
828 Ερωτηθείς τι έστιν ελπίς, "Εγρηγορότος", είπεν, "ενύπνιον".
829 Ελπίδες αι μεν των ορθά φρονεόντων εφικταί, αι δε των αξυνέτων αδύνατοι.
830 Τι κοινότατον; Ελπίς. Και γαρ οις άλλο μηδέν, αύτη παρέστη.
831 Ελπίς γαρ η βόσκουσα τους πολλούς βροτών.
832 Πολλών ραγεισών ελπίδων μιάς τυχών.
833 Αλλ' ου Ζεὺς άνδρεσσι νοήματα πάντα τελευτά.
834 Βουλόμεθα πλουτείν πάντες αλλ’ ου δυνάμεθα.
835 Η του πλέονος επιθυμίη το παρεόν απόλλυσι.
836 Τι τώνδ’ άνευ κακών;
837 Μικρήν νήα αινείν, μεγάλη δ’ ενί φορτία θέσθαι.
838 Ούτε ναυν εκ μιάς αγκύρας, ούτε βίον εκ μιας ελπίδος ορμιστέον.
839 Μικρά διδόναι μάλλον ή μεγάλα εγγυάν.
840 Γεωμετρήσαι βούλομαι τον αέρα υμίν διελείν τε κατά γύας.
841 Η γλώσσ’ ομώμοχ’ η δε φρην ανώμοτος.
842 Φαγέτω με λέων και μη αλώπηξ.
843 Ζημίαν αιρού μάλλον ή κέρδος αισχόν. Το μεν γαρ άπαξ λυπήσει, το δε αεί.
844 Πόλεμος ένδοξος, ειρήνης αισχράς αιρετώτερος.
845 Μέτρον άριστον.
846 Δόξα και πλούτος άνευ συνέσεως ουκ ασφαλή κτήματα.
847 Η μεσότης εν πάσιν ασφαλέστερον.
848 Ευτυχών μεν μέτριος ίσθι, ατυχών δε φρόνιμος.
849 Καλόν εν παντί το ίσον. Υπερβολή δε και έλλειψις ου μοι δοκέει.
850 Η φύσις μηδέν μήτε ατελές ποιεί μήτε μάτην.
851 Άνθρωπον ζητώ.
852 Αι δεύτεραι πως φροντίδες σοφώτεραι.
853 Βραδέως εγχείρει ό δ᾽ αν άρξῃ, διαβεβαιού.
854 Δίκαια δράσας, συμμάχους έξεις θεούς.
855 Λόγος γαρ τούργον ού νικά ποτέ.
856 Λίθος κυλινδόμενος το φύκος ου ποιεί.
857 Το πολλά πράσσειν ουκ εν ασφαλεί βίου.
858 Πράττων τα σαυτού, μη τα των άλλων σκόπει.
859 Ο μέλλεις πράττειν μη πρόλεγε, αποτυχών γαρ γελασθήση.
860 Χαλεπά τα καλά.
861 Δημοσθένης ερωτηθείς "πώς της ρητορικής περιγένου"; "Πλέον", έφη, "έλαιον οίνου δαπανήσας".
862 Συν μυρίοισι τα καλά γίγνεται πόνοις.
863 Η μεν εμπειρία τέχνην εποίησεν, η δ’ απειρία τύχην.
864 Η εμπειρία της απειρίας κρατεί.
865 Ποταμώ ουκ έστιν εμβήναι δις τω αυτώ.
866 Μεταβολή δε πάντων γλυκύ.
867 Μεταβολή πάντων γλυκύ.
868 Πάντα εν μεταβολήι· και αυτός συ εν διηνεκεί αλλοιώσει και κατά τι φθορά, και ο κόσμος δε όλος.
869 Φοβείταί τις μεταβολήν; τι γαρ δύναται χωρίς μεταβολής γενέσθαι;
870 Ουκ αεί θέρος εσσείται, ποιείσθε καλιάς.
871 Τη επιμελεία πάντα δούλα γίγνεται.
872 Αλωτά γίγνεται επιμελεία και πόνω άπαντα.
873 Έσω βλέπε μηδενός πράγματος μήτε η ιδία ποιότης μήτε η αξία παρατρεχέτω σε.
874 Ει γαρ κεν και σμικρόν επί σμικρώ καταθείο και θαμά τούτ᾽ έρδοις, τάχα κεν μέγα και το γένοιτο.
875 Ουκ έστιν ούτως ασφαλής πλούτου πυλεών, όν ουκ ανοίγει τύχης καιρός.
876 Οκόσα φάρμακα ουκ ιήται, σίδηρος ιήται, όσα σίδηρος ουκ ιήται, πυρ ιήται όσα δε πυρ ουκ ιήται, ταύτα χρη νομίζειν ανίατα.
877 Ες δε τα έσχατα νουσήματα αι έσχαται θεραπείαι ες ακριβείην, κράτισται.
878 Η χειρ όργανόν εστιν οργάνων.
879 Επί τοις παρούσι τον βίον διάπλεκε.
880 Συν τοίσι δεινοίς αύξεται κλέος βροτοίς.
881 Ουδέν κακόν ραδίως απόλλυται.
882 Ό,τι δεν λύεται κόπτεται.
883 Πάντ’ εστίν εξευρείν, αν μη τον πόνον φεύγη τις.
884 Από ομονοίης τα μεγάλα έργα.
885 Μία μέλισσα μέλι ου ποιεί.
886 Η ισχύς εν τη ενώσει.
887 Γεγόναμεν γαρ προς συνεργίαν ως πόδες, ως χείρες, ως βλέφαρα, ως οι στοίχοι των άνω και κάτω οδόντων. Το ούν αντιπράσσειν αλλήλοις παρά φύσιν.
888 Εξ εργασίας θηριώδους ουσίας μεν πλήθος συσσωρεύεται, βίος δε ταλαίπωρος συνίσταται.
889 Φιλεί δε τω κάμνοντι συσπεύδειν θεός.
890 Τας τύχας εκ των πόνων εράν.
891 Ασκείν περί τα νοσήματα δύο, ωφελείν ή μη βλάπτειν.
892 Ιητρὸς γαρ ανήρ πολλών αντάξιος άλλων.
893 Μέγας εκ μικρού και ταπεινού.
894 Έρδοι τις ήν έκαστος ειδείη τέχνην.
895 Τον άρχοντα τριών δει μέμνησθαι: Πρώτον ότι ανθρώπων άρχει. Δεύτερον ότι κατά νόμους άρχει. Τρίτον ότι ουκ αεί άρχει.
896 Άρχεσθαι μαθών άρχειν επιστήσει.
897 Ουκ αγαθόν πολυκοιρανίη. Είς κοίρανος έστω, είς βασιλεύς.
898 Τον άρχοντα χρήναι μηδέν φρονείν θνητόν, αλλά πάντ’ αθάνατα.
899 Ερέτην χρήναι πρώτα γενέσθαι πριν πηδαλίοις επιχειρείν.
900 Δόξα δε χρημάτων ουκ ωνητή.
901 Δει δε χρημάτων, και άνευ τούτων ουδέν εστι γενέσθαι των δεόντων.
902 Ούτε ίππω χωρίς χαλινού ούτε πλούτω χωρίς λογισμού δυνατόν ασφαλώς χρήσασθαι.
903 Κλάετ’ ω ‘βολοστάται, αυτοί τε και ταρχαία και τόκοι τόκων.
904 Μη πλούτον είπης. Ουχί θαυμάζω θεόν, ον χω κάκιστος ραδίως εκτήσατο.
905 Ο πλούτος, ανθρωπίσκε, τοις σοφοίς θεός, τα δ’ άλλα κόμποι και λόγων ευμορφία.
906 Ουκ εισίν οι παμπλούσιοι αγαθοί.
907 Σκαιόν το πλουτείν κ’ άλλο μηδέν ειδέναι.
908 Πλούτος από κακής εργασίης περιγενόμενος επιφανέστερον το όνειδος κέκτηται.
909 Ου παντός πλειν ες Κόρινθον.
910 Ανοήμονες των απεόντων ορέγονται τα δε παρεόντα αμαλδύνουσιν.
911 Κέρδει κέρδος άλλο τίκτεται.
912 Κακά κέρδεα ζημίαν αρετής φέρει.
913 Τα δάνεια δούλους τους ελευθέρους ποιεί.
914 Δωροδόκει χρησίμως.
915 Οι μεν λοιποί ζώσιν ίνα εσθιώσιν, αυτός δε εσθίω ίνα ζω.
916 Τα φυτά των ζώων ένεκέν εστι και τα ζώα των ανθρώπων χάριν.
917 Ει μεν πλούσιος, όταν θέλη ει δε πένης, όταν έχη.
918 Βραχεία τέρψις ηδονής κακής.
919 Ει εθέλοι κατεσπουδάσθαι αιεί μηδέ ες παιγνίην το μέρος εωυτόν ανιέναι, λάθοι αν ήτοι μανείς ή ό γε απόπληκτος γενόμενος.
920 Μανείην μάλλον ή ησθείην.
921 Των ηδέων τα σπανιώτατα γινόμενα μάλιστα τέρπει.
922 Ουκ έστιν όστις ηδέως ζητών βιούν εύκλειαν εισεκτήσατο.
923 Εξ ηδονής γαρ φύεται το δυστυχείν.
924 Άνδρα μοι έννεπε, Μούσα, πολύτροπον, ός μάλα πολλά πλάγχθη, επεὶ Τροίης ιερόν πτολίεθρον έπερσε.
925 Αίψα γαρ εν κακότητι βροτοί καταγηράσκουσιν.
926 Κρείσσον γαρ εισάπαξ θανείν ή τας απάσας ημέρας πάσχειν κακώς.
927 Ανάσχου πάσχων. Δρων γαρ έχαιρες.
928 Νυν δ’ αιθέριον κίνυγμ’ ο τάλας.
929 Κακόν το μη έχειν. Το γένος ουκ έβοσκέ με.
930 Πενία τέχνας κατεργάζεται.
931 Ουδέν γε πλην ή το πέος εν τη δεξιά.
932 Πενία αυτοδίδακτος αρετή.
933 Πενία δε σοφίαν έλαχεν.
934 Θάλασσα και πυρ, και γυνή τρίτον κακόν.
935 Ανδρών δ᾿ εκ μεγάλων πόλις όλλυται.
936 Σκότω λιμός ξύνοικος.
937 Πεινώντι παν εστι χρήμα εδώδιμον.
938 Ο ήλιος, καθάπερ ο Ηράκλειτος φησι, νέος εφ’ ημέρη εστίν.
939 Εκ γαίης γαρ πάντα και εις γην πάντα τελευτά.
940 Άριστον μεν ύδωρ.
941 Βορβόρω θ’ ύδωρ λαμπρόν μιαίνων ούποθ’ ευρήσεις ποτόν.
942 Ποντίων τε κυμάτων ανήριθμον γέλασμα.
943 Τον πυθόμενον τι πρότερον γεγόνοι, νυξ η ημέρα, η νυξ, έφη, μια ημέρα πρότερον.
944 Οίον ίππον απολλύουσι, δι’ απειρίαν και μαλακίαν χρήσασθαι μη δυνάμενοι.
945 Ουκ εστιν ουδέν του πέτεσθαι γλυκύτερον.
946 Άνθρωπον ζητώ. Διογένης, Αναζήτηση Άνθρωπος Αρχαία Γνωμικά.
947 Ο αθλητισμός ωφελεί μέχρι να κοκκινίσουν τα μάγουλά σου. Από κει και πέρα είναι βλαβερός και καταστρέφει το μυαλό. Διογένης, Αθλητισμός Όρια.
948 Ει μεν πλούσιος, όταν θέλη ει δε πένης, όταν έχη. Διογένης, Δυνατότητες Φαΐ Φτώχεια Αρχαία Γνωμικά.
949 Διότι τηλικούτος ών, κιθαρωδεί και ου ληστεύει! Διογένης, Εξωτερική Εμφάνιση Μουσική Αρχαία Γνωμικά.
950 Διογένης ερωτηθείς τι των θηρίων κάκιστα δάκνει έφη: των μεν αγρίων συκοφάντης, των δε ημέρων κόλαξ. Διογένης, Απειλή Έπαινος Κολακεία Αρχαία Γνωμικά.
951 Ο ήλιος εις τους αποπάτους, αλλ’ ου μιαίνεται. Διογένης, Ανωτερότητα Ήλιος Αρχαία Γνωμικά.
952 Παιδεία τοις μεν νέοις σωφροσύνη, τοις δε πένησι πλούτος, τοις δε πλουσίοις κόσμος. Διογένης, Εκπαίδευση Γνώση Αρχαία Γνωμικά.
953 Ανθρώπων άρχειν. Διογένης, Εκπαίδευση Εξουσία Αρχαία Γνωμικά.
954 Εις Μύνδον ελθών και θεασάμενος μεγάλας τας πύλας, μικράν δε την πάλιν, έφη, άνδρες Μύνδιοι, κλείσατε τας πύλας, μη η πόλις υμών εξέλθη. Διογένης, Υπερβολές Πόλεις Αρχαία Γνωμικά.
955 Η στάση απέναντι στην εξουσία πρέπει να είναι ίδια με τη στάση απέναντι στη φωτιά: να μη στέκεσαι ούτε πολύ κοντά, για να μην καείς, ούτε πολύ μακριά για να μην ξεπαγιάσεις. Διογένης, Εγγύτητα Εξουσία Φωτιά.
956 Βλέπω πολλούς να ανταγωνίζονται και να τρέχουν απ’ εδώ και από κεί, δεν βλέπω όμως κανένα να αγωνίζεται για την απόκτηση της αρετής. Διογένης, Ανταγωνισμός Αρετή.
957 Μελετώ αποτυγχάνειν. Διογένης, Επιτυχία Αποτυχία Αρχαία Γνωμικά.
958 Η φιλοσοφία μου χάρισε την ετοιμότητα να αντιμετωπίσω οποιαδήποτε στροφή της μοίρας. Διογένης, Ετοιμότητα Φιλοσοφία.
959 Όταν είναι κανείς νέος, είναι πολύ νωρίς. Όταν είναι γέρος, είναι πολύ αργά. Διογένης, ΓηρατειάΧρόνος.
960 Οι μεγάλοι κλέπται από το μικρόν απάγουσι. Διογένης, Κλοπή Αρχαία Γνωμικά.
961 Λυχνίας σβεσθείσης, πάσα γυνή ομοία. Διογένης, Γυναίκα Σεξ Σκοτάδι Αρχαία Γνωμικά.
962 Γυναικί μη πίστευε, μηδ᾽ αν αποθάνη. Διογένης, Γυναίκα Αρχαία Γνωμικά.
963 Διογένης τον έρωτα είπε σχολαζόντων ασχολίαν. Διογένης, Αδράνεια & Τεμπελιά Αγάπη & Έρωτας Αρχαία Γνωμικά.
964 Μακάρι να ήταν τόσο εύκολο να εξαφανίσουμε την πείνα τρίβοντας την κοιλιά μας, όπως γίνεται με τον αυνανισμό. Διογένης, Πείνα Σεξ.
965 Ει και προσποιούμαι σοφίαν, και τούτο φιλοσοφείν εστι. Ευτελές δείπνον ου ποιεί παροινία. Διογένης, Απολαύσεις Φτώχεια Αρχαία Γνωμικά.
966 Οι μεν άλλοι κύνες τους εχθρούς δάκνουσι, εγώ δε τους φίλους ίνα σώσω. Διογένης, Σκύλοι Αρχαία Γνωμικά.
967 Αθλίας, παρ’ αθλίου, δι’ Αθλίου προς άθλιο. Διογένης, Απαξίωση Αρχαία Γνωμικά.
968 Πενία αυτοδίδακτος αρετή. Διογένης, Αρετή Φτώχεια Αρχαία Γνωμικά.
969 Ως μετά Χαιρώνειαν συλληφθείς απήχθη προς Φίλιππον· και ερωτηθείς τις είη, απεκρίνατο, «κατάσκοπος της σης απληστίας.» Όθεν θαυμασθείς αφείθη. Διογένης, Πλεονεξία Αρχαία Γνωμικά.
970 Αποσκότησων με. Διογένης, Σκοτάδι Αρχαία Γνωμικά.
971 Καγώ, φησίν, Διογένης ο κύων. Διογένης, Μετριοφροσύνη Αρχαία Γνωμικά.
972 Οι Σινωπείς με καταδίκασαν να φύγω κι εγώ τους καταδίκασα να μείνουν. Διογένης, Φυγή Αφορισμοί.
973 Τυφλός ο έρως.
974 Αεργοίς αιέν εορτά.
975 Πενία τέχνας κατεργάζεται.

Связаться
Выделить
Выделите фрагменты страницы, относящиеся к вашему сообщению
Скрыть сведения
Скрыть всю личную информацию
Отмена