1 |
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑΤο νησίΤο αρχαίο θησαυροφυλάκιοΟ ΝάνοςΤι είπε ο Νάνος για τον πρίγκιπα ΚασπιανόΗ περιπέτεια του Κασπιανού στα δουνάΤα πλάσματα που ζούσαν σε κρυψώνεςΗ Παλιά Νάρνια κινδυνεύειΠώς έφυγαν απ, το νησίΤι είδε η ΛούσυΤο Λιοντάρι επιστρέφειΤο Λιοντάρι δρυχάταιΤα μάγια και η τιμωρία-αστραπήΟ Μεγάλος Βασιλιάς επί το έργονΔουλειές με φούντεςΟ Ασλάν ανοίγει μια πόρτα στον αέρα Στη Μέρι Κλερ Χάβαρντ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟΤο νησίΉταν μια φορά τέσσερα παιδιά, ο Πήτερ, η Σούζαν,ο Έντμουντ και η Λούσυ, και σ ένα άλλο 6ι6λίο,που το έλεγαν Το Λιοντάρι, η Μάγισσα και η Ντου-λάπα, σας είχα διηγηθεί σε τι απίστευτες περιπέτειεςμπερδεύτηκαν. |
2 |
Όπως θα θυμάστε, είχαν ανοίξει τηνπόρτα μιας μαγικής ντουλάπας, και πέρασαν σ, ένανκόσμο εντελώς αλλιώτικο απ, τον δικό μας, και σεκείνο τον αλλιώτικο κόσμο έγιναν δασιλιάδες και6ασίλισσες μιας παράξενης χώρας, της Νάρνια. Κιόσο έμεναν στη Νάρνια, 6ασίλευαν χρόνια και χρό-νια, μα... όταν ξανά6γαιναν από την πόρτα της ντουλά-πας στην Αγγλία, διαπίστωναν πως δεν είχαν λείψειούτε λεπτό. Δεν ξέρω πώς γινόταν αυτό, πάντως κα-νένας δεν πρόσεξε ποτέ την απουσία τους, ούτε καιτα παιδιά το μαρτύρησαν κανενός. |
3 |
Μόνο σε έναν τοείπαν, που ήταν πολύ μεγάλος και πολύ σοφός. Όλα τούτα είχαν συμεί ένα χρόνο πριν, και τώρατα τέσσερα παιδιά κάθονταν σ ένα παγκάκι του οι-δηροδρομικού σταθμού, και γύρω τους ήταν στοιαγ-μένα δουνό τα μπαούλα και οι δαλίτσες, γιατί είχεέρθει η ώρα να ξαναγυρίσουν στο σχολείο. Ίσαμε δωείχαν ταξιδέψει όλοι μαζί, κι από λεπτό σε λεπτό θ,άλλαζαν τρένα. Το τρένο που θα ρχόταν πρώτο, θα,παιρνε τα κορίτσια να τα πάει στο σχολείο τους, καισε μισή ώρα θα περνούσε άλλο τρένο, που θα πήγαι-νε τ, αγόρια στο δικό τους. |
4 |
Το μισό ταξίδι, που το"χαν κάνει όλοι μαζί, τους είχε φανεί λιγάκι σαν δια-κοπές -όμως τώρα που θ, άρχιζαν οι αποχαιρετισμοίκι οι δρόμοι τους θα χώριζαν, τα παιδιά καταλά6αι-ναν πως οι διακοπές είχαν τελειώσει για καλά, κιένιωθαν εκείνο το γνώριμο σφίξιμο στο στομάχι, πουσήμαινε επιστροφή στα θρανία, και τα ,χε πιάσει΄μαύρη μελαγχολία, και κανένα δεν ήξερε τι να πει. ΗΛούσυ θα πήγαινε πρώτη φορά εσωτερική σε οικο-τροφείο.Ήταν επαρχιακός αυτός ο σταθμός, έρημος και νυ-σταλέος, και στην πλατφόρμα, εκτός απ, τα τέσσεραπαιδιά, δεν υπήρχε ψυχή. |
5 |
΄Αξαφνα, η Λούσι" έξαλεμια στριγκλιά, σαν να την είχε τσιμπήσει σφή,«Τι έπαθες;» είπε ο Έντμουντ -και την ίδια στιγ-μή, τινάχτηκε κι αυτός κι έκανε: «΄Αου!»«Μπα, σε καλό σας!» μπήκε στη μέση ο Πήτερ, μακι αυτός άλλαξε αμέσως έκφραση και φώναξε: «Σού-ζαν! Τι με τρα6άς; Άσε με κάτω!»«Εγώ; Εγώ ούτε που σε άγγιξα!» είπε η Σούζαν.«Εμένα με τρά6ηξε κάποιος! Αχ, αχ, αχ! Σταμάτα!»Και τότε όλοι κοιτάχτηκαν κι είδαν πως είχαν χλω-μιάσει.«Κι εμένα με τρά6ηξε κάποιος» είπε ο ΄Εντμουντμε κομμένη την ανάσα. |
6 |
«Το ίδιο ακρι6ώς ένιωσα κιεγώ. Ένα φοδερό τρά6ηγμα που... Ααααχ! Μη!'Οχι πάλι!»10«Κι εμένα! Κι εμένα!» φώναξε η Λούσυ. «Αχ, δεναντέχω άλλο!»«Ψυχραιμία!» είπε ο Έντμουντ. «Δώστε τα χέρια,πιαστείτε γρήγορα! Να δείτε που κάτι μαγικό συμ-δαίνει!»«Ναι, ναι» είπε η Σούζαν. «Πιαστείτε! Αχ, φτάνειπια! Αααα!»Και την άλλη στιγμή, 6αλίτσες, μπαούλα, παγκάκικαι πλατφόρμα και σταθμός χάθηκαν απ* τα μάτιατους. Τα τέσσερα παιδιά, λαχανιασμένα και πιασμέ-να σφιχτά απ, τα χέρια, 6ρέθηκαν σ, έναν δασωμένοτόπο -τόσο άγριο και πυκνό, που τα κλαδιά τούςέγδερναν και δεν τους άφηναν χώρο ούτε να σαλέ-ψουν. |
7 |
΄Ετριψαν τότε τα μάτια τους και πήραν 6αθιάανάσα.«Πήτερ!» φώναξε η Λούσυ. «Λες να ξαναγυρίσαμεστη Νάρνια;»«Και πού να ξέρω;» είπε ο Πήτερ. «Δε 6λέπω ούτετη μύτη μου μέσα σε τόσα δέντρα. Πρέπει πρώτα να6γούμε σε κανένα ξέφωτο -αν υπάρχει.»Τα παιδιά πάλεψαν με τις τσουκνίδες που τσιμπού-σαν και με τ, αγκάθια που γρατζουνούσαν, και μεχίλιες δυο δυσκολίες 6γήκαν απ* την πυκνή 6λάστη-ση. Εκεί, τα περίμενε άλλη έκπληξη. |
8 |
Το φως άρχισενα δυναμώνει απίστευτα, και σε τέσσερα πέντε δήμα-τα 6ρέθηκαν στην άκρη του δάσους, κι είδαν μπρο-στά στα πόδια τους μια αμμουδερή ακρογιαλιά. Λίγοπιο πέρα, μια γαλήνια θάλασσα έσκαγε στην άμμο,γεμάτη μικρούτσικες ρυτίδες, χωρίς να 6γάζει ήχο.Στεριά δε φαινόταν πουθενά στον ορίζοντα, ούτεσυννεφάκι στον ουρανό. Από το ύψος του ήλιου, λο-γάριασαν πως θα ,ταν περίπου δέκα το πρωί, και τανερά άστραφταν, εκτυφλωτικά γαλανά. |
9 |
Τα παιδιά11στάθηκαν κι ανάσαναν 6αθιά το αλμυρό αεράκι.«Μα την πίστη μου!» είπε ο Πήτερ. «Δεν είναι κιάσκημα!»Πέντε λεπτά αργότερα, είχαν ξιποληθεί και πλα-τσούριζ...αν στο δροσερό, πεντακάθαρο νερό.«Πιο καλά εδώ, παρά σ* ένα φορτωμένο τρένο πουσε πηγαίνει πακέτο στα λατινικά, τα γαλλικά και τηνάλγε6ρα» είπε ο Έντμουντ. Κι έπειτα δεν ξαναμίλη-...σε κανείς, και συνέχισαν να πλατσουρίζουν στα ρη-χά, ψάχνοντας για γαρίδες και καδουράκια.«Πάντως, όλο και κάποιο σχέδιο πρέπει να κάνου-με» είπε σε λίγο η Σούζαν. |
10 |
«Πρέπει να σκεφτούμε τιθα φάμε. >>«Τα σάντουιτς που μας έφτιαξε η μαμά για το ταξί-δι» είπε ο Έντμουντ. «Το δικό μου το *χω στην τσέπημου.»«Το δικό μου έμεινε στο σταθμό» είπε η Λούσυ.«Το *χα φυλάξει στην τσάντα μου.»«Μαζί με το δικό μου» πρόσθεσε η Σούζαν.«Εγώ το ,χω στην τσέπη του σακακιού μου» είπε οΠήτερ. «Θα μοιραστούμε τα δύο στα τέσσερα. Δε Θα*ναι 6έ6αια σπουδαίο τσιμπούσι, αλλά...»«Προς το παρόν, μόνο νερό θέλω, δε με...νοιάζει γιαφαί» είπε η Λούσυ.Και τότε όλοι πρόσεξαν πως διψούσαν, γιατί πάν-τα διψάει κανείς όταν παίζει με αλμυρό νερό κάτωαπό καυτό ήλιο.«Σαν ναυαγοί είμαστε» είπε ο Έντμουντ. |
|
… |
Комментарии